Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Ανοχύρωτη ψυχή

 

Τέτζου Κόουλ, Ανοχύρωτη πόλη, εκδ. Πλήθος, (2022), μετάφραση Στέφανος Μπατσής.

Φτάνεις στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία φράση, διαβάζεις και την τελευταία λέξη και κλείνεις το βιβλίο. Είναι η στιγμή της αποτίμησης, όταν νοιώθεις  ότι διάβασες κάτι καλό ή μένεις με ανάμεικτα συναισθήματα ή και μετανιώνεις για τον χρόνο που σπατάλησες. Μόλις έκλεισα το βιβλίο του Τέτζου Κόουλ και γράφω εν θερμώ με ένα αίσθημα ικανοποίησης και πληρότητας.



Ανοχύρωτη πόλη – Οpen city ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου – είναι το Μεγάλο Μήλο, η πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ζει ο ήρωας του Κόουλ, ένας νεαρός ψυχίατρος, ο Τζούλιους. Ο Κόουλ είναι νιγηριανός και μεγάλωσε στο Λάγκος. Από τη Νιγηρία, και μάλιστα από τη φυλή Γιορουμπά, με μητέρα Ευρωπαία όμως, είναι και ο Τζούλιους.

Στο βιβλίο δεν συμβαίνει τίποτα το συγκλονιστικό, δεν υπάρχει πλοκή. Ακολουθούμε τον ψυχίατρο στους μακριούς   περιπάτους του στην πόλη, καθώς στοχάζεται πάνω σε κάθε τι που  τραβάει την προσοχή του,  - ένα αγοράκι που παίζει, ένας συντηρητής του κλιματισμού στο μετρό, ένα κτίριο, μια ουρά μεταναστών έξω από μια δημόσια υπηρεσία  - και συνειρμικά μας δίνει θραύσματα από τη ζωή του στη Νιγηρία, μας μιλά για την κοπέλα του, διηγείται περιστατικά για τους ασθενείς του…

Υποθέτω πως όσοι γνωρίζουν τη Νέα Υόρκη και αναγνωρίζουν τα κτίρια, τους δρόμους και τα πάρκα που αναφέρονται θα βρουν ίσως το   βιβλίο περισσότερο ενδιαφέρον. Σε μένα όμως, που έλεγα πάντα πως η πόλη αυτή δεν μ’ ενδιαφέρει, άνοιξε την όρεξη για ένα ταξίδι, ένα οδοιπορικό με οδηγό το βιβλίο για  μια διαφορετική γνωριμία με την γιγάντια αυτή πόλη.

Και γιατί να διαβάσουμε ένα βιβλίο για μια πόλη την οποία ίσως ποτέ δεν θα επισκεφτούμε, ένα βιβλίο όπου τα πιο σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν είναι ο ξυλοδαρμός του Τζούλιους από κάποια δεκαπεντάχρονα που τον έκλεψαν, και η αποκάλυψη μιας κοπέλας που του λέει πως πολύ παλιά τη βίασε, γεγονός το οποίο ο ίδιος φαίνεται να έχει ξεχάσει…;

Νομίζω πως το βιβλίο μου άφησε αυτή την αίσθηση πληρότητας επειδή ο Τέτζου Κόουλ, οδηγώντας μας μέσα από τους - με αριθμούς για ονόματα οι περισσότεροι   -δρόμους της πόλης μας ξεναγεί παράλληλα στον λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχής με  τη «λίγη ευτυχία» και τη «λίγη δυστυχία» να διαδέχονται η μία την άλλη. Μας προβάλλει  αυτά που επιθυμούμε, αυτά που θυμόμαστε και  αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε, τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις σχέσεις μας με τους άλλους, το πώς αντιμετωπίζουμε τη μοναξιά, τον πόθο και τον έρωτα, τον πόνο αλλά και τον  θάνατο ….

Τα πουλιά, με τον Τζούλιους να παρατηρεί την πορεία τους από τα παράθυρά του και στο τέλος να μας αναφέρει τους μαζικούς θανάτους πουλιών,  παραπλανημένων από το φως του φάρου που έκαιγε σε παλαιότερες εποχές πάνω στον πυρσό του αγάλματος της Ελευθερίας, παίζουν κι αυτά το ρόλο τους στο βιβλίο. Και στο καλαίσθητο εξώφυλλο υπογραμμίζουν την έννοια του διαβατάρικου, του περαστικού που διέπει τη ζωή μας.

 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Σπάζοντας τα καλούπια

 

Διάβασα πρόσφατα το «Μεγάλο Τουρκικό Μυθιστόρημα» –  και το ονομάζω έτσι επειδή πιστεύω πως αν ήταν αμερικάνικο σ’ αυτή την κατηγορία (Great American Novel - GAN) θα το κατέτασσαν -  Αποσυνάγωγοι του Ογούζ Ατάι (εκδόσεις GUTENBERG, 2022, σε μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη  και  απόδοση των ποιητικών τμημάτων από τον Δημήτρη Μαύρο). Μεγάλο Τουρκικό Μυθιστόρημα που μας φέρνει σε επαφή με την ουσία και την ψυχή της Τουρκίας, αναζητώντας μια ταυτότητα για τον Τούρκο.

Στο εξώφυλλο "Ο θάνατος του Μαρά" του Κυριάκου Κατζουράκη


O Ατάι ο οποίος γεννήθηκε το 1934 και έφυγε από τη ζωή το 1977 έζησε όλους τους μετασχηματισμούς της τουρκικής κοινωνίας, στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του 70. Μιας κοινωνίας που ταλαντεύεται (μέχρι σήμερα) ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, την παράδοση και τις μεταρρυθμίσεις, την Ανατολή και τη Δύση, τον επαρχιωτισμό και την αστικοποίηση, την προσήλωση στη θρησκεία και την αμφισβήτησή της,  τον μοντερνισμό και το κατεστημένο… Αυτή την αβεβαιότητα, η οποία κατατρώει τα ανήσυχα πνεύματα της χώρας, την αγωνία τους  και την απογοήτευσή τους  μας μεταφέρει ο Ογούζ Ατάι «γεμίζοντας τον στυλογράφο του με αίμα», - σύμφωνα με τα λόγια του ήρωά του, του Σελίμ Ισίκ (σελ. 57)  - και γράφοντας το πιο μοντέρνο ( ή  μετα – μοντέρνο) μυθιστόρημα για την Τουρκία της εποχής του.

Ο ήρωας αυτοκτονεί στην αρχή του μυθιστορήματος και ο φίλος του, ο Τουργκούτ, θέλει να κατανοήσει τι είναι αυτό που εμπόδισε τον Σελίμ να ενταχθεί στην κοινωνία,  τι τον οδήγησε σ’ αυτό το απονενοημένο διάβημα. Στην προσπάθειά του αυτή ο Τουργκούτ  βρίσκει όλους τους παλιούς φίλους με τους οποίους ο Σελίμ είχε έρθει σε επαφή, μιλά με τη μητέρα του και την αγαπημένη του, ψαχουλεύει τα γραπτά και τα ημερολόγιά του,  εμμονικά προσπαθεί να ανασυστήσει την ζωή και την προσωπικότητα του φίλου του.

Μέσα από την έρευνα του Τουργκούτ γνωρίζουμε κι εμείς τον Σελίμ. Ένας αποσυνάγωγος είναι ο Σελίμ που δεν μπόρεσε να μπει στα καλούπια του γιού, του μαθητή, του φοιτητή, του υπαλλήλου,  του φίλου, του αγαπημένου, όπως θα ήθελε ο περίγυρός του.

Με λένε Σελίμ, του Νουμάν είμ’ ο γιος / Δεν φτάνει η φωνή μου στ΄ αυτιά κανενός

Και σ’ ό,τι πιστεύω έχω μείνει πιστός,/ όλα τα ρούχα είναι φαρδιά για μένα (σελ. 168)

 Υποφέρει γι αυτό  ο Σελίμ, θέλει να ταιριάξει, μα δεν μπορεί να χωρέσει τις ιδέες του, τις αξίες και τα θέλω του σ΄ αυτά τα ρούχα.

Από μικρός αμφισβητεί τη δασκάλα που διδάσκει Ιστορία, ψάχνει για τις ρίζες των Τούρκων με αναφορές στην καταγωγή τους από την Κεντρική Ασία, γράφει για τους φανταστικούς επτά προφήτες που αντιπροσωπεύουν τις ηθικές αξίες οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων, ονειρεύεται  την αποκατάσταση των αδικημένων, προβληματίζεται για τη θρησκεία. Να αναφέρουμε εδώ ότι ο Χριστός, ως ένας αποσυνάγωγος κι αυτός, απασχολεί τις σκέψεις του Σελίμ, ο οποίος σε μια από  τις τελευταίες καταγραφές στο ημερολόγιό του αναζητά την πραγματική ελευθερία: «Ο  Ιησούς Χριστός δείχνει τον δρόμο προς αυτήν. Ελευθερία δεν είναι να ξεφύγεις από το θάνατο. Ίσως μόνο πηγαίνοντας προς αυτόν μπορεί ο άνθρωπος να απελευθερωθεί. Μόνο εκείνη τη στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου μπορεί να πιάσει το αληθινό νόημα της ελευθερίας» ( σελ.890).

Ο  Τουργκούτ, σε αντίθεση με τον Σελίμ  δεν είναι αποσυνάγωγος, είναι ενταγμένος μέσα στο σύστημα, εργάζεται ως μηχανικός σε μια εταιρεία, έχει κάνει μια οικογένεια με σύζυγο και δυο κοριτσάκια. Κάτι όμως τον ωθεί να ερευνά και να μαθαίνει περισσότερα για τον νεκρό φίλο του και σταδιακά μπαίνει στο πετσί του Σελίμ.  Καθώς καταγράφει τις λεπτομέρειες της ζωής του φίλου του, αρχίζει να βλέπει την δική του κατάσταση με άλλα μάτια, η δουλειά του κι η οικογένειά του δεν τον ικανοποιούν πια και περνώντας σε μια κατάσταση που αγγίζει την τρέλα, με συντροφιά ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Όλρικ, μια φωνή που του μιλά από μέσα του, τα εγκαταλείπει όλα για ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό στα ενδότερα της Τουρκίας. Μεταμορφώνεται ο Τουργκούτ, γίνεται ένας νέος Σελίμ Ισίκ, ένας αποσυνάγωγος ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει το τέλμα της κανονικής ζωής  ή   ένας τον οποίο η κανονική ζωή τον ξέβρασε από μέσα της. Και χάνεται...

Αναρωτιέμαι στο τέλος αν οι δύο αυτοί ήρωες δεν είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, το alter ego του ίδιου του συγγραφέα.

Ο Ογούζ Ατάι


Είναι ένας αποσυνάγωγος ο Ογούζ Ατάι;  Με μια  πρώτη ματιά όχι. Σπούδασε μηχανικός, είχε μια καλή δουλειά, έκανε οικογένεια – παντρεύτηκε δυο φορές – και έγινε συγγραφέας.  Τυχαία, όμως, οι συμφοιτητές του στο λεύκωμα της Σχολής τον αποκαλούν «εκ γενετής  διαφωνούντα», πνεύμα αντιλογίας, δηλαδή;  Και μήπως τα γραπτά του και οι ήρωές του δεν μας  αποκαλύπτουν όλα αυτά που στοχάζεται, αυτά που νιώθει για όλους όσοι δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν με το κατεστημένο, τους Δον Κιχώτες της ζωής αυτής, που αναζητούν τον τρόπο  να σπάσουν τα καλούπια και να ελευθερωθούν;

Μια απελευθέρωση, έξω από τα καλούπια, είναι και η γραφή του Ατάι, ένα όργιο λέξεων και φράσεων από γεγονότα,  σκέψεις, συνειρμούς, στίχους, ονειροφαντασίες, ωδές, αποσπάσματα από ημερολόγια, καταλόγους και λήμματα εγκυκλοπαίδειας, με διήγηση μέσα στη διήγηση… Μια τομή στην τουρκική λογοτεχνία…

Και εδώ πρέπει να μιλήσουμε για την μετάφραση, η οποία καταφέρνει να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις της φωνής του συγγραφέα, το χιούμορ, την ειρωνεία, τα λογοπαίγνια, τον ατελείωτο εκείνο πολυσέλιδο μονόλογο χωρίς σημεία στίξης, την «κατήχηση»…. Δικαίως η Νίκη Σταυρίδη πήρε το βραβείο μετάφρασης του περιοδικού «Χάρτης» για την μετάφρασή της αυτή σε ένα κείμενο δύσκολο και απαιτητικό. Αυτές τις μέρες διαβάζω τον Οδυσσέα του Τζόις και έχω την εντύπωση πως το κείμενο του Ατάι, είναι πολύ δυσκολότερο.

Μας ενδιαφέρει όμως, ένα μυθιστόρημα που μιλά για την ψυχή της Τουρκίας; Μας αφορά μια αφήγηση για τις αγωνίες και τις αβεβαιότητες, για την αναζήτηση μια ταυτότητας   του Τούρκου; 

Μας αφορά πιστεύω, στο μέτρο που είμαστε όλοι άνθρωποι και κάθε χώρα, κάθε λαός αντιμετωπίζει παρόμοια διλήμματα μ’ αυτά που θέτει το μυθιστόρημα. Όλοι ήμαστε σε μια αναζήτηση ταυτότητας, ακόμη κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Και,  πολλές φορές νιώθουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αδικημένοι, ανικανοποίητοι ή σαν να ασφυκτιούμε μέσα στη βολεμένη μας ζωή.  Ίσως έστω και για μια μόνο φορά στον βίο μας όλοι θελήσαμε να κάνουμε κάτι για να σπάσουμε τα καλούπια μέσα στα οποία μας έχουν τοποθετήσει. Και από την άποψη αυτή το μυθιστόρημα είναι μεγάλο, επειδή  είναι γραμμένο από έναν Τούρκο για την Τουρκία και για τους Τούρκους, οι αγωνίες όμως που εκφράζει είναι πανανθρώπινες.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η ώρα της ευθύνης

 

Πολλά έχουν γραφτεί για το Ολοκαύτωμα, δεν έχουμε όμως πολλά κείμενα σχετικά με τα δεινά που υπέστησαν οι Εβραίοι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα τέτοιο κείμενο είναι η νουβέλα της  Κύπριας Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος (Πόλις,2021 ),  όπου η λέξη κάμπος σημαίνει στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το  γεγονός: Οι Βρετανοί δημιουργούν στην Κύπρο στρατόπεδα κράτησης για τους Εβραίους, οι οποίοι στο τέλος του Β ΄ Παγκοσμίου πολέμου λαχταρώντας μια δική τους πατρίδα προσπαθούν να φτάσουν στη γη της επαγγελίας, την Παλαιστίνη, η οποία είναι υπό βρετανική κηδεμονία. Επειδή η Βρετανία βλέπει πως η ισορροπία μεταξύ Αράβων και Εβραίων διαταράσσεται εις βάρος των πρώτων, και μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τους Άραβες, θέτει όριο στον αριθμό των Εβραίων εποίκων. Αρχίζει τότε μια παράνομη διακίνηση Εβραίων με υπερφορτωμένα σαπιοκάραβα τα οποία οι Βρετανοί εμποδίζουν να προσεγγίσουν στην Παλαιστίνη και τα κατευθύνουν στην Κύπρο, όπου δημιουργούνται στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και οι  Βρετανοί δεν σταματούν εκεί, αλλά φέρνουν στο νησί και Γερμανούς αιχμαλώτους τους οποίους επιφορτίζουν με την κατασκευή των στρατοπέδων για τους Εβραίους! Έτσι οι Εβραίοι που μόλις απελευθερώθηκαν από τα γερμανικά στρατόπεδα βρίσκονται ξανά αιχμάλωτοι δίπλα στους διώκτες τους. 

Όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ (1948) τα στρατόπεδα αυτά έχασαν τον λόγο ύπαρξης τους,  όμως οι τελευταίοι Εβραίοι έφυγαν από το νησί το 1949.  Στα τρία χρόνια μεταξύ 1946 -1949 που λειτούργησαν τα στρατόπεδα πολλές χιλιάδες ανθρώπων (περίπου 53.000) πέρασαν από το νησί.

Ένα ιστορικό γεγονός – όχι πολύ γνωστό -  καταφέρνει η Διονυσίου να το επεξεργαστεί με μια ποιητική γραφή κρατώντας την ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα, την πληροφορία, το σχόλιο, το μήνυμα και γράφοντας για το χτες με τη ματιά στραμμένη στο σήμερα …

Η υπόθεση: Ένας Κύπριος δημοσιογράφος έρχεται σ’ ένα τέτοιο στρατόπεδο Εβραίων έξω από την Αμμόχωστο, με την έγκριση των Βρετανών, για να γράψει ένα άρθρο για τις συνθήκες κράτησης. Τον ζήτησαν οι πρόσφυγες – ειδικά αυτόν – επειδή δεν έγραφε για «φορτία μεταναστών», όπως οι άλλοι δημοσιογράφοι, ούτε για «εποίκους, τρομοκράτες ή πράκτορες», όπως έλεγαν οι Άγγλοι. Έγραφε για «ανθρώπους».  

Σε ένα νησί που καταπιέζεται από τους «νόμους του Πάλμερ» οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είχαν καταργήσει την ελευθεροτυπία, του γίνεται σαφές  πως «ισχύουν οι γενικοί περιορισμοί».  Ο Ρίτσαρντ Πάλμερ ήταν Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου τα χρόνια 1933- 1939, ο οποίος πήρε σκληρά δικτατορικά μέτρα που καταπίεζαν τον κυπριακό λαό.

Όμως, « για τον καθένα μας έρχεται η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει μια για πάντα σε τι θα ωφελήσει η ζωή του». Ο Κύπριος δημοσιογράφος αποφασίζει πως με τις λέξεις μόνο μπορεί να πολεμήσει για την ανθρωπιά και το δίκιο. Λέγοντας την αλήθεια. «Για να μην καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα».

Η ποίησηΗ αφήγηση στηρίζεται στην ποίηση του εβραϊκής καταγωγής ποιητή Πάουλ Τσέλαν,  η παρουσία του οποίου στοιχειώνει τα όνειρα, αλλά και τον ξύπνιο του δημοσιογράφου. Ο ποιητής  έγραψε στα Γερμανικά,  στη γλώσσα των διωκτών της φυλής του το ποίημα «Η φούγκα του θανάτου», ένα δικό του αλλιώτικο Kaddish (προσευχή των πενθούντων Εβραίων), σαν μνημόσυνο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. «Ακούγοντας» το ποίημα αυτό ο  Κύπριος δημοσιογράφος νοιώθει τα δεινά των κρατουμένων και ταυτίζεται με τον «άνθρωπο με το παλτό». Εκτός από τη « Φούγκα», σκόρπιοι στίχοι από ποιήματα του Τσέλαν πέφτουν σ’ όλο το κείμενο, καθώς  κι ένα εκτενέστερο απόσπασμα από το ποίημά του «Μαύρες νιφάδες», το οποίο έγραψε  για τη μητέρα του που θανατώθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ο Πάουλ Τσέλαν (1920 -1970)

Εκτός από την ποίηση του Paul Celan η οποία κυριαρχεί στο κείμενο, ακούγεται ο απόηχος της φωνής του Σεφέρη, αλλά και  του Ομήρου και του Σολωμού (τουλάχιστον αυτούς αναγνώρισα εγώ)…

Ακόμη, ένα σεφαραδίτικο τραγούδι που μιλά για τη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης μας μεταφέρει την απόγνωση των κυνηγημένων από την κάθε είδους «φωτιά».

Οι παρενθέσεις: Τρία περιστατικά, τρία μικρά διηγήματα παρεμβάλλονται στις ημερολογιακές καταγραφές του δημοσιογράφου. Τα δύο από αυτά – «Πορτοκάλια»  και «Νερό» -  μας βγάζουν έξω από το στρατόπεδο για να μας μεταδώσουν τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων που ζουν κοντά στον καταυλισμό και προσπαθούν με μικρές πράξεις συμπόνιας, όπως μπορεί ο καθένας, να απαλύνουν τον πόνο των κρατουμένων, ενώ στο τρίτο –«Θάλασσα» - μια γυναίκα κρατούμενη στο στρατόπεδο θυμάται το παρελθόν της και βρέχει το στόμα της με το νερό της θάλασσας σαν μεταλαβιά, - «αφού ο Θεός στη θάλασσα βρίσκεται» - μνημονεύοντας τους χαμένους αγαπημένους της.

Η «καλοσύνη»: Ένα μήνυμα ανθρωπιάς είναι η νουβέλα της Διονυσίου,  από την απλή αγρότισσα που συμπονά τον Γερμανό κρατούμενο και τον νεαρό οδηγό του βυτιοφόρου ο οποίος βγάζει κρυφά τα παιδιά από το στρατόπεδο για μια βόλτα στο περιβόλι μέχρι την απόφαση του δημοσιογράφου να πάει «με τη μεριά της απόγνωσης κι όχι με τους λύκους», αφού «ήμασταν μαθημένοι να τη στοχαζόμαστε αλλιώς την καλοσύνη».

Το χτες και το σήμερα: «Μα γιατί να λείψω ποτέ απ’ τον τόπο μου», αναρωτιέται η γυναίκα στο διήγημα «Πορτοκάλια»... 

H συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των Εβραίων προσφύγων κι έχει στο μυαλό της τους Κύπριους που ξεριζώθηκαν από τη γη τους με την τουρκική εισβολή, μα και τις σύγχρονες καραβιές των απελπισμένων που πνίγονται στα νερά της Μεσογείου.  Μιλά για τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη ματιά στραμμένη στους σημερινούς πολέμους που είναι πάντα «πολύδακροι», σαν τον καινούριο πόλεμο που μαίνεται στη χώρα που τραγούδησε στα ποιήματά του ο Πάουλ Τσέλαν.  Ο Τσέλαν γεννήθηκε στην πόλη  Τσερνιφτσί,  η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία αλλά εκείνη την εποχή ανήκε στο τότε Βασίλειο της Ρουμανίας και αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Η λέξη «Ουκρανία», επαναλαμβάνεται συχνά στα ποιήματά του και κυρίως σ΄ αυτά που μιλά για τη μητέρα του, όχι όμως ως χώρα αλλά ως περιοχή.

 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Διαβάζοντας στη Σάρα

 

Εδώ και λίγο καιρό αποκτήσαμε με μια φίλη τη συνήθεια  μια φορά την εβδομάδα να διαβάζουμε ένα - δυο διηγήματα και να τα συζητάμε μετά πίνοντας καφέ ή τσάι. Η φίλη έχει και μια γάτα παιχνιδιάρα και ναζιάρα, τη Σάρα, η οποία δεν ενδιαφέρεται για τα διαβάσματά μας, αλλά προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μας από τα βιβλία για να παίξουμε μαζί της.

Πριν από τις γιορτές αρχίσαμε  να διαβάζουμε τα Διηγήματα του Σαμπαχαττίν Αλή (Εκδόσεις  Τσουκάτου, 2021, σελ.125) σε μετάφραση από τα Τουρκικά του Θάνου Ζαράγκαλη. 


Παρατηρήσαμε ότι η συμπεριφορά της γάτας άλλαξε κι άρχισε να ανεβαίνει πάνω στις πολυθρόνες όπου καθόμαστε και να παρακολουθεί ήσυχη την ανάγνωση. Άλλοτε πάνω απ’ το κεφάλι μας, άλλοτε δίπλα μας, στο μπράτσο, και άλλοτε στην αγκαλιά.


Διαβάζοντας στη Σάρα (1)


Η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται βέβαια στον  συγγραφέα και τη γραφή του, μάλλον η Σάρα συνήθισε αυτή τη ρουτίνα, το πήρε απόφαση πως όσο διαρκεί η ανάγνωση δεν θα της δώσουμε σημασία και θα σκέφτηκε πως αφού δεν μπορεί να το αποφύγει, καλύτερα να το απολαύσει.

Ας αφήσουμε όμως τη Σάρα, και ας πούμε δυο λόγια για τον  Σαμπαχαττίν Αλή, αυτόν τον αδικοχαμένο Τούρκο συγγραφέα και ποιητή και για τα Διηγήματά του, τα οποία πιστεύω πως αξίζει να διαβαστούν.

Ο Σαμπαχαττίν Αλή, λοιπόν, γεννήθηκε το 1907 και δολοφονήθηκε το  1948, αν και πολλοί υποστηρίζουν πως πέθανε από βασανιστήρια στα χέρια της αστυνομίας. Θεωρήθηκε αριστερός, αντικεμαλιστής και γενικά «επικίνδυνο» άτομο και στη διάρκεια της σύντομης ζωής του διώχθηκε και φυλακίστηκε .

Ο Σαμπαχαττίν Αλή


Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση και παρόλο που έγραψε και τρία μυθιστορήματα είναι περισσότερο γνωστός ως διηγηματογράφος

Στα Διηγήματα έχουμε μια συλλογή από ερωτικά και κοινωνικά διηγήματα, με ρεαλιστικές περιγραφές που αφήνουν όμως ρωγμές για να εισχωρεί κάπου κάπου ένα εξωπραγματικό στοιχείο, ενώ άλλα είναι αλληγορικά, θα τα έλεγα παραβολές  – φαντάζομαι πως αυτό γινόταν ίσως και για να αποφεύγει  τη λογοκρισία.

«Η ιστορία του δάσους»,  το οποίο αν και πολύ σύντομο  μου θύμισε το εκτενές μυθιστόρημα της Άννυ Πρου, Οι άνθρωποι του δάσους (Καστανιώτης),  μιλά για την καταστροφή της φύσης και την αποψίλωση των δασών.

«Η Τσιλλή» είναι ένα διήγημα για την καταπίεση της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία της εποχής.

Για  τους καρεκλοκένταυρους που απομυζούν τον κόπο του λαού κι  αυτούς που πλουτίζουν σε βάρος των αδύναμων μας μιλούν τα διηγήματα «Το γυάλινο κτίριο» και η αριστοτεχνικά γραμμένη «Ιστορία ενός ναύτη». Στα δύο αυτά προτείνονται και λύσεις διαφυγής από την καταπίεση.

Στο «Τσιρκίντζε»,  που είναι μια ιστορία για την παρακμή του ελληνικού χωριού Κιρκιντζέ μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μιλά για την εκμετάλλευση των χωρικών από τους άρχοντες. Στο διήγημα αυτό φαίνεται η αγάπη και ο θαυμασμός του συγγραφέα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Όσο για τα ερωτικά διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλιαράκι έχουμε  «Το βιολοντσέλο», ένα αισθαντικό διήγημα για τον έρωτα που δεν σβήνει με τον θάνατο, «Ο μύλος», μια συγκλονιστική ιστορία για την θυσία που κάνει ο ερωτευμένος για να σμίξει με την αγαπημένη του, «Τα χελιδόνια», μια αλληγορία με δυο ερωτευμένα χελιδόνια που μας θύμησε τον Μικρό πρίγκιπα,  ενώ «H ιστορία της καντήλας που έσβησε ξαφνικά» είναι ένα διήγημα σε στυλ gothic.

Στη γραφή του Σαμπαχαττίν Αλή γίνεται εμφανής η ποιητική του φλέβα, και σ' αυτό είναι σημαντική η συμβολή του μεταφραστή. Ο Θάνος Ζαράγκαλης, ο οποίος εκτός από μεταφραστής είναι και ο ίδιος συγγραφέας, μετέφρασε αστυνομικά μυθιστορήματα του Αχμέτ Ουμίτ και το έκανε πολύ καλά.   Στα Διηγήματα, όμως, φαίνεται πως με το γράψιμό του ο Σαμπαχαττίν Αλή άγγιξε την ψυχή και ξεδίπλωσε μια ποιητική πτυχή του μεταφραστή του. Έτσι, μας έδωσε όμορφα  κείμενα αποδίδοντας με τέχνη το πρωτότυπο και προσφέροντας πραγματικά σ΄ αυτούς που τα διαβάζουν την  αναγνωστική απόλαυση.

Ίσως, μάλιστα,   - λέμε τώρα - η Σάρα, ακούγοντας την ανάγνωση να έπιασε  στον αέρα  με τα ευαίσθητα μουστάκια της  την αίσθηση της απόλαυσης που μας έδινε το κείμενο και σ’ αυτό να οφείλεται  η αλλαγή στην συμπεριφορά της.

Διαβάζοντας στη Σάρα (2)


Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Στο σκότος της ψυχής μας

Τζόζεφ Κόνραντ, Στην καρδιά του σκότους, Μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πατάκης 2004. 
Ένα χαστούκι στην πρόοδο και τον πολιτισμό μας, είναι το βιβλίο αυτό του Κόνραντ, το οποίο ξαναδιάβασα πρόσφατα. 
Ένα κατηγορώ για τον πολιτισμένο άνθρωπο και τη φρίκη που αυτός μπορεί να προκαλέσει με πρόσχημα την ιδέα εκπολιτισμού των βαρβάρων.
Ένα ξεγύμνωμα του λευκού ιμπεριαλιστή, η ψυχή του οποίου αποκαλύπτεται τόσο μαύρη όσο μαύρο είναι το πετσί αυτών που εκμεταλλεύεται. 
Αλλά είναι κι ένα κάλεσμα στον κάθε αναγνώστη να ψάξει εντός του για τον κρυμμένο του εαυτό, να τον ανασύρει και να τον κοιτάξει κατάματα, - ειδικά μετά από όσες ειδήσεις καλούμαστε να αφομοιώσουμε το τελευταίο διάστημα. Γι' αυτό και παραμένει διαχρονικά επίκαιρο - όπως όλα τα μεγάλα έργα. 





Σ΄ αυτή την αφήγηση συγκρούονται δύο κόσμοι. Η Ευρώπη, με την υποταγμένη στον άνθρωπο φύση της, «ο κόσμος όπου έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την αλυσοδεμένη μορφή του θεριού», και η Αφρική, το λευκό στο χάρτη, το απάτητο, το ανεξερεύνητο, το αρχέγονο, ο κόσμος όπου υπάρχει κάτι «θηριώδες και ελεύθερο». 
Και οι δύο αυτοί κόσμοι αντιπροσωπεύονται από τα ποτάμια τους: 
 Από τη μια ο Τάμεσης, «ο σεβάσμιος ποταμός», «το γέρικο ποτάμι», «αδιατάραχτο στην άπλετη κοίτη του, ύστερα από αιώνες πιστών υπηρεσιών στο γένος που κατοικούσε στις όχθες του», «ένας δίαυλος που οδηγούσε στα πέρατα της γης». Από τα νερά του έπλευσαν «όνειρα ανθρώπων, σπόροι κοινοπολιτειών, σπέρματα αυτοκρατοριών» προς τα «μυστήρια κάποιας άγνωστης γης». 
Από την άλλη ο ποταμός Κογκό, σαν «πελώριο ξετυλιγμένο φίδι», με το ανέβασμά του να μοιάζει «με ταξίδι στις απαρχές του κόσμου» ή και με προσέγγιση στις πύλες της Κόλασης. Ένα έρημο ποτάμι μέσα σε απόλυτη σιγή, τριγυρισμένο από αδιαπέραστο δάσος. Κι αυτή η ασάλευτη ζωή «ήταν η ακινησία μιας ακατάσχετης δύναμης που εξύφαινε κάποιον ανεξιχνίαστο σκοπό.» 
Κυριαρχεί στο κείμενο η αίσθηση μιας ελλοχεύουσας απειλής ή ενός πλανερού καλέσματος καθώς ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τη ζούγκλα, «τη σιωπηλή απάτητη ερημιά» σαν «κάτι τεράστιο και απόρθητο, σαν το κακό ή την αλήθεια…», όπου «το θεόρατο τείχος της βλάστησης… …έμοιαζε με ξέφρενη έφοδο αθόρυβης ζωής, έτοιμο να σαρώσει τις ασήμαντες ζωούλες μας από προσώπου γης.» 
Η φύση αρχέγονη με το παρθένο δάσος της, το «υπερκόσμιο ον», προκαλεί δέος καθώς «υψώνεται θεόρατο σαν πρόσοψη ναού». Και ο αφηγητής, ο Μάρλοου, ένας ναυτικός ο οποίος αναλαμβάνει μια αποστολή στα ενδότερα της Αφρικής από λαχτάρα για το άγνωστο, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι καθόλου παράλογο αυτό το δέος όταν γνωρίζει τον ήρωα του Κόνραντ, τον Κουρτς. 
Αν και το όνομα του Κουρτς αναφέρεται πολλές φορές, ο ίδιος κάνει την εμφάνισή του προς το τέλος της ιστορίας και είναι ο άνθρωπος με τη φήμη αυτού που φέρνει τα μεγαλύτερα κέρδη στην Εταιρεία, καθώς είναι ο πιο ικανός στην «εξόρυξη»   του ελεφαντόδοντου, εφαρμόζοντας τις δικές του απάνθρωπες μεθόδους. Και μόνο η λέξη "εξόρυξη" είναι αρκετή για να μας δώσει μια ιδέα για τον τρόπο αντιμετώπισης της φύσης και των πλασμάτων της και είναι  ενδεικτική της φιλοσοφίας των εκμεταλλευτών αυτού του φυσικού πλούτου.  
Ο Κουρτς είναι σύμφωνα με τον αφηγητή η ενσάρκωση του Κακού – μου θύμισε τον Δικαστή του Κόρμακ Μακάρθι - και παρουσιάζεται ως ένας στυγνός δαίμονας ή «θεός» που κάνει υποχείριό του μια φυλή, η οποία τον λατρεύει και υπακούει στις διαταγές του. Και ενώ είναι ένας άνθρωπος που φεύγει από την Αγγλία με όνειρα, αφήνοντας πίσω του την σεμνή και αφοσιωμένη μνηστή του, η οποία κρατά την ανάμνηση από «το μεγαλείο του, το σπάνιο μυαλό του, την ευγενική καρδιά του» και την καλοσύνη του «που έλαμπε σε κάθε του πράξη», όταν βρίσκεται στην άγρια ερημιά, μακριά από κάθε έλεγχο και φραγμό και γνωρίζει αυτόν τον καινούριο κόσμο όπου μπορεί να κάνει ό, τι θέλει, μεταμορφώνεται. Μυείται στα μυστήρια αυτού του κόσμου, αποκτά μια νέα μνηστή «μια άγρια και εξαίσια οπτασία», «ανήμερη και μεγαλειώδη», η οποία του αφοσιώνεται κι αυτή απόλυτα. Αυτός ο καινούριος κόσμος τον διαφθείρει και βγάζει όλη την σκοτεινή ψυχή του στην επιφάνεια, «μια ψυχή κορεσμένη από πρωτόγονες συγκινήσεις, άπληστη για ψεύτικη δόξα, για κούφιες διακρίσεις, για όλες τις επιφάσεις της δύναμης και της επιτυχίας». 
Μένει σε μας να λυπηθούμε για την κάθοδο αυτής της ψυχής στην καρδιά του σκότους, χωρίς να βιαστούμε να λιθοβολήσουμε, καθώς η φρίκη ελλοχεύει και δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα εμφανιστεί μπροστά μας. 
Ας έχουμε στο μυαλό μας πως ναι μεν, το βιβλίο εκδόθηκε το 1902, ίσως και ως καταγγελία κατά του Λεοπόλδου Β’ ο οποίος πήρε το Κογκό ως προσωπική του ιδιοκτησία και με τρομερά βασανιστήρια εξολόθρευσε τον μισό περίπου πληθυσμό της χώρας για προσωπικό του πλουτισμό από το ελεφαντόδοντο και το καουτσούκ, αλλά και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, οι απάνθρωπες μέθοδοι του Κουρτς για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο εξακολουθούν να υφίστανται με διάφορες μορφές. 
Όπως μας πληροφορεί το  Global Slavery Index πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι καταγράφονται στις μέρες μας ως θύματα της σύγχρονης σκλαβιάς (Modern Slavery). Ο εξαναγκασμός γυναικών και παιδιών σε πορνεία, ο εξαναγκασμός μεταναστών (και παιδιών) σε εξοντωτική εργασία με λίγη ή χωρίς καθόλου αμοιβή, το ξεχρέωμα των προγόνων με υποχρεωτική εργασία, ο υποχρεωτικός γάμος και ο γάμος ενηλίκων με παιδιά, η αφαίρεση με τη βία οργάνων για μεταμόσχευση είναι μερικές μόνο από τις μορφές της σύγχρονης δουλείας, με πιο ευάλωτες τις γυναίκες και τα παιδιά. Αν και οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας έχουν την πρωτιά (Ινδία, Κίνα, Πακιστάν) σε όλες τις χώρες ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες γίνεται διακίνηση αυτών των σύγχρονων σκλάβων. Και, για να μην βγάζουμε έξω την ουρά μας, η Ελλάδα καταγράφεται ως η χώρα με 89.000 ανθρώπους να ζουν σε συνθήκες σύγχρονης σκλαβιάς.   https://www.globalslaveryindex.org/2018/data/maps/#prevalence 
Άλλωστε, το πόσο εύκολα πέφτουν θύματα βίας και εκμετάλλευσης και στη χώρα μας οι γυναίκες και τα παιδιά το βλέπουμε και το ακούμε καθημερινά πια στα δελτία ειδήσεων.
Η καρδιά του σκότους δεν είναι μακριά μας.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Αναζητώντας την παρηγοριά


Πάρε πάρε με στην αγκαλιά σου /και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα 

Οδ. Ελύτης, Της Σελήνης της Μυτιλήνης

Οι απαρηγόρητοι, Καζούο Ισιγκούρο,  Ψυχογιός, 2021 (Δεύτερη έκδοση), Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου, σ.641.

Ένας διάσημος πιανίστας, ο Ράιντερ έρχεται σε μια μικρή πόλη, μάλλον της Κεντρικής Ευρώπης - δεν κατονομάζεται στο μυθιστόρημα -, για να δώσει ένα ρεσιτάλ. Μόλις φτάνει στο ξενοδοχείο τον υποδέχεται ένας αχθοφόρος, ο Γκούσταβ και μπαίνουν μαζί στο ασανσέρ για να του δείξει το δωμάτιό του. Καθώς ο ανελκυστήρας ανεβαίνει και οι δύο άντρες συζητούν, ο πιανίστας ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως στο ασανσέρ υπάρχει και ένα άλλο άτομο, μια γυναίκα. Από τη σελίδα 19, λοιπόν, αρχίζουν να συμβαίνουν παράδοξα και υπερφυσικά γεγονότα. Εμφανίζονται σε περίκλειστους χώρους πρόσωπα που δεν υπήρχαν πριν, ο πιανίστας είναι σε θέση να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων και να ξέρει τι τους απασχολεί, πρόσωπα από το παρελθόν του Ράιντερ στην Αγγλία εμφανίζονται μπροστά του στους δρόμους και στο τραμ της πόλης, το δωμάτιο του ξενοδοχείου μοιάζει με το δωμάτιό του στο πατρικό του σπίτι.  Ο ήρωας κινείται μέσα σε μια πόλη η οποία μοιάζει με λαβύρινθο ή περισσότερο θα έλεγα με τις παράδοξες κατασκευές του Έσερ: ατελείωτες σκάλες, πόρτες και διάδρομοι, κτίρια που ενώ βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά και περνάς δάση και λίμνες για να πας από το ένα στο άλλο, ξαφνικά επικοινωνούν κι από ένα μικρό πορτάκι μπορείς να γυρίσεις πίσω σε δευτερόλεπτα.

Όπως ο Ισιγκούρο διπλώνει και ξεδιπλώνει τον χώρο παίζοντας αυτό το παιχνίδι με την τοπογραφία της πόλης, έτσι παίζει και με το χρόνο. Στις 641 σελίδες του βιβλίου ο Ράιντερ ζει τρεις μέρες, μέσα στις οποίες πηγαίνει σε μέρη και κάνει πράγματα που δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Και ενώ προσπαθεί μέσα σε καφκικές καταστάσεις να προλάβει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που έχει αναλάβει και να ανταποκριθεί στις παρακλήσεις των διαφόρων προσώπων, είτε παλιών φίλων που εμφανίστηκαν απρόσμενα είτε των νέων προσώπων που γνωρίζει, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που διαβάζουμε και είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε τους κριτικούς οι οποίοι έδωσαν στο βιβλίο το βραβείο του χειρότερου μυθιστορήματος.


Καζούο Ισιγκούρο

Ο Ισιγκούρο (Νόμπελ λογοτεχνίας 2017) έδωσε μια  συνέντευξη για  το βιβλίο αυτό στο Paris Review.  Στο απόσπασμα της συνέντευξης αυτής που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου διαβάζουμε : «Άρχισα να αναρωτιέμαι, ποια η γραμματική των ονείρων;» και παρακάτω «…διακρίνω παραλληλισμούς ανάμεσα στη μνήμη και στα όνειρα…». Αυτή η λέξη, λοιπόν, «το όνειρο», μου έδωσε το κλειδί για να ξεκλειδώσω το κείμενο. Πράγματι όλα όσα συμβαίνουν στον πιανίστα μέσα σ’ αυτές τις τρεις μέρες είναι σαν ένα όνειρο, όπου τίποτα δεν έχει συνοχή, τίποτα από τα παράδοξα που συμβαίνουν εκεί δεν ξαφνιάζει, επειδή στα όνειρα τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τα όνειρα όμως έχουν την πηγή τους στο υποσυνείδητό μας και βγάζουν στην επιφάνεια κρυμμένες πτυχές του εαυτού μας, φόβους και επιθυμίες, αλλά και τον φόβο  (Angst), όπως τον εννοεί ο Χάιντεγκερ, έναν φόβο που πηγάζει από τον εαυτό μας για τον ίδια μας  την ύπαρξη και τη θέση μας στον κόσμο.

Διαβάζοντας το βιβλίο από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να δούμε με άλλα μάτια τον χαρακτήρα του Ράιντερ. Ο πιανίστας είναι ένα άτομο που ταλανίζεται από διάφορες έγνοιες. Αγωνιά να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει φτάνοντας σ’ αυτή την πόλη. Πέρα από το ρεσιτάλ που θα δώσει οι κάτοικοι της πόλης περιμένουν από αυτόν να δράσει ως καταλύτης σε ένα πολιτιστικό θέμα που έχει προκύψει. Κάθε στιγμή κάποιος του ζητά μια χάρη κι αυτός υπόσχεται, έχει όλη τη διάθεση να φανεί χρήσιμος καθώς τον κυριεύει η επιθυμία να τον αποδεχθούν, μπλέκει όμως σε έναν κυκεώνα υποχρεώσεων και πνίγεται από το άγχος. Αυτό το άγχος που εκδηλώνεται καμμιά φορά στα όνειρά μας και μας κάνει να ξυπνάμε κάθιδροι.

 Κουβαλά όμως και ένα τραύμα από την προβληματική σχέση των γονιών του για την οποία αισθάνεται υπεύθυνος, ενώ και η δική του σχέση με τη γυναίκα και το παιδί του περνάει μια κρίση. Κατά τη συνάντησή του μαζί τους θυμάται την εποχή που ήταν ο ίδιος παιδί, την βιώνει ξανά, θα έλεγα, μέσω του δικού του αγοριού, του Μπόρις.

Ελπίζει να δει τους γονείς του ενωμένους να τον καμαρώνουν στο ρεσιτάλ αυτό και ταυτίζεται με τον Στέφαν, τον γιο του ξενοδόχου, ο οποίος θέλει να παίξει τέλεια το κομμάτι του στο πιάνο για να κάνει περήφανους και να φέρει κοντά τους δικούς του γονείς.

Αυτή η δίψα για αποδοχή είναι ένα κυρίαρχο μοτίβο στο μυθιστόρημα. Το βλέπουμε και στο επεισόδιο με τον Μπρόντσκι, τον μαέστρο της μικρής πόλης, ο οποίος μετά από μια περίοδο κατάθλιψης και αλκοολισμού θέλει να επιστρέψει θριαμβευτής στο κοινό του και να καταπλήξει την παλιά σύντροφό του, την δεσποινίδα Κόλινς. Μοιάζει σαν ο Ράιντερ να προβάλλει σ’ αυτόν τον μελλοντικό εαυτό του.

«Εγώ, η μουσική, δεν είμαστε τίποτα παραπάνω για σένα από τις ερωμένες που θέλεις να έχεις γύρω σου να σε παρηγορούν. Πάντα θα επιστρέφεις στη μία και μοναδική σου αγάπη. Στο τραύμα σου!», λέει η αγαπημένη του Μπρόντσκι στον άντρα που αγάπησε, και είναι σαν να το λέει στον ίδιο τον Ράιντερ, ο οποίος πιστεύει  πως μόνο η αποδοχή και η αναγνώρισή του ως καλλιτέχνη αλλά και ως ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή των άλλων μπορεί να απαλύνει  «το τραύμα» που κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. 

Όση όμως κι αν είναι η αναγνώριση και η αποδοχή το τραύμα δεν επουλώνεται αν δεν αποφασίσει κανείς να το γιατρέψει ο ίδιος. Η παρηγοριά δεν έρχεται έξωθεν.

Υστερόγραφο: Το μυθιστόρημα έχει πολλές πτυχές και  θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά ακόμα:  για την αποξένωση που επέρχεται σταδιακά σε μια σχέση όταν οι άνθρωποι εμμένουν στη σιωπή τους και  κάποια λόγια δεν λέγονται την κατάλληλη στιγμή…, για την ομοιότητα του πολυσέλιδου αυτού ονείρου με τη σύγχρονη πραγματικότητα και την πολυδιάσπαση του ανθρώπου, ο οποίος ζει το δικό του άγχος στην εποχή της γρήγορης εναλλαγής των εικόνων, των γεγονότων, των πληροφοριών…, μα θα έπρεπε να γράψω κι εγώ μια πολυσέλιδη παρουσίαση. Άλλωστε ό,τι επιλέγουμε να τονίσουμε δείχνει κάτι και για μας τους ίδιους.



Παρασκευή 2 Ιουλίου 2021

Η Σούλα Μπόζη και ο πολιτισμός της γεύσης

Καρβάλη, Μαλακοπή, Λιβίσι, Βουρλά, Αραβάνι, Μουταλάσκη, Προκόπι, Ρίζα, Κοτύωρα… 

Ένα προσκλητήριο τόπων όπου άνθισε ο ελληνισμός αλλά και μια μνημόνευση των χαμένων πατρίδων, όπως τα ονόματα που δίνουν οι γυναίκες στους παπάδες την ημέρα των Ψυχών, σαν βεβαίωση πως αυτοί που χάθηκαν δεν ξεχάστηκαν, μας άφησαν το σημάδι τους.

Αυτές τις σκέψεις έκανα ξεφυλλίζοντας το βιβλίο της ακάματης ερευνήτριας Σούλας Μπόζη, Ο γευστικός πολιτισμός των Ρωμιών της Πόλης και της Μικράς Ασίας, Εκδόσεις Τόπος, 2021. 

Εδώ και χρόνια, μεθοδικά και με πλήρη γνώση του αντικειμένου της, η συγγραφέας θησαυρίζει τις ψηφίδες της γευστικής παράδοσης της Πόλης, της Καππαδοκίας, της Ιωνίας, του Πόντου και διασώζει τις συνταγές της Μικρασιατικής γαστρονομίας. Στο τελευταίο της βιβλίο οι συνταγές δίνουν τη θέση τους σε πολύτιμα ιστορικά και λαογραφικά στοιχεία σχετικά με τις καλλιέργειες, την κτηνοτροφία, το ψάρεμα, εστιάζοντας στις πρώτες ύλες που υπήρχαν σε κάθε τόπο, αυτές που αποτελούσαν τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν για να εξελιχθεί, από την απλή μορφή σε μια πιο εξεζητημένη, η μαγειρική της κάθε περιοχής. 

Μας βάζει η Σούλα Μπόζη μέσα στα σπίτια των χωριών και των πόλεων, εκεί όπου οι νοικοκυρές είτε στην ταπεινή κουζίνα του φτωχικού τους είτε στις μεγάλες κουζίνες των αρχοντικών δημιουργούσαν την γαστρονομική παράδοση του τόπου τους. Μας μιλά ακόμη η συγγραφέας για τα έθιμα των τόπων αυτών, οι οποίοι υπάρχουν και στην Ελλάδα με ένα «Νέο» μπροστά από το όνομά τους. Αυτά τα έθιμα τα οποία έφεραν μαζί τους οι πρόσφυγες και ζουν ακόμη στις περιοχές όπου αυτοί ρίζωσαν. Εμπλουτίστηκε με τον τρόπο αυτό η ελλαδική παράδοση με νέα έθιμα, συνταγές και συμπεριφορές γύρω από την «ιεροτελεστία του τραπεζιού», όπως γράφει η ίδια στην εισαγωγή της. 

Με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό της έκδοσης μια πινακοθήκη ανθρώπων ξεπηδά μέσα από τις σελίδες του βιβλίου. Έμποροι με τα κοστούμια και τα καπέλα τους, νοικοκυρές με τα καλά τους ρούχα περιστοιχισμένες από παιδιά και εγγόνια, χωριατοπούλες του Πόντου που ανακατεύουν το φουντούκι για να ξεραθεί. Κάθε μια φυσιογνωμία, είτε μεγάλος βουτυρέμπορος είτε απλή νοικοκυρά, είτε πεπειραμένος τεχνίτης, άφησε τη σφραγίδα της στη γευστική παράδοση του τόπου της. Εγώ για παράδειγμα στάθηκα στη φωτογραφία του Φίλιππου Λένα του ιδρυτή του σπουδαίου ζαχαροπλαστείου Μπαϊλάν και του γιου του Χάρη, ο οποίος ήταν ο πρώτος στην Τουρκία που σπούδασε ζαχαροπλαστική στην Ευρώπη. Στο ζαχαροπλαστείο αυτό εργάστηκε και ο θείος μου Ευτύχιος Μαυρομμάτης, τον οποίο μου φάνηκε ότι διέκρινα σε μια ομαδική φωτογραφία με όλο το προσωπικό. 

Μια ακόμη έκπληξη με περίμενε στο κεφάλαιο «Ιμβρος»: Ο πατέρας μου, Νίκος Παλαιόπουλος, αφηγείται πώς εκμαίευσε από την πεθερά του – και γιαγιά μου – Κυριακούλα Χριστοδουλίδου, τα εφτασφράγιστα μυστικά του ξακουστού κρασιού της. 

Μελετώντας την καταγωγή των υλικών η συγγραφέας ξετυλίγει γαστρονομικά νήματα των οποίων η μια άκρη είναι αγκιστρωμένη σε παλιές εποχές και η άλλη φτάνει μέχρι τις μέρες μας. Ένα παράδειγμα είναι ο γάρος, η σάλτσα με την οποία οι Βυζαντινοί συνόδευαν τα ψάρια και την παρασκεύαζαν από τα εντόσθια και το αίμα της παλαμίδας τα οποία άφηναν στον ήλιο για μήνες και μετά αραίωναν με κρασί ή νερό. Ο Andrew Dalby, Άγγλος πανεπιστημιακός και συγγραφέας βιβλίων για την ιστορία των τροφίμων, στο βιβλίο του Σειρήνια Δείπνα, γράφει πως αναζήτησε τη συνταγή αλλά οι γνωστοί Τούρκοι γαστρονόμοι που ρώτησε δεν ήξεραν να του πουν, οπότε θεώρησε ότι πρόκειται περί μυθευμάτων. Η Μπόζη όμως, σε ένα χειρόγραφο τετράδιο συνταγών μιας Πολίτισσας, ανακάλυψε τη συνταγή γάρου με τον τίτλο «γάρος του Μαρμαρά», όπου Μαρμαράς, η Προκόννησος ή Προικόννησος της Προποντίδας. Πρόσφυγες από τον Μαρμαρά στα Νέα Παλάτια Ωρωπού, παρασκευάζουν ακόμη τον γάρο, σημειώνει, η συγγραφέας. 

Μια άλλη ιστορία που μου έκανε εντύπωση είναι αυτή που μας λέει πώς δεν καταργήθηκαν οι νηστείες. Αυτήν όμως δεν θα σας την διηγηθώ για να τη διαβάσετε στο βιβλίο. 

Τέτοιες νόστιμες και ενδιαφέρουσες ιστορίες έχει να διηγηθεί η Σούλα Μπόζη, η οποία βασισμένη στις πηγές ξένων περιηγητών, γνωστών λαογράφων και συγγραφέων Ελλήνων και Τούρκων, αλλά και σε μαρτυρίες παλαιών Μικρασιατών, όπως η πιανίστρια Έλλη Μουράτογλου από τα Άδανα, η Σινασίτισα Αννίκα Βασιλάκη, η Αναστασία Σταματιάδου από τα Θείρα κ.ά., μας εισάγει σε έναν κόσμο ο οποίος κι αν μοιάζει πως έχει χαθεί πια από τους τόπους όπου γεννήθηκε, παραμένει εν τούτοις ζωντανός και διαιωνίζεται χάρη στη συλλογική μνήμη της γεύσης.