Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η ώρα της ευθύνης

 

Πολλά έχουν γραφτεί για το Ολοκαύτωμα, δεν έχουμε όμως πολλά κείμενα σχετικά με τα δεινά που υπέστησαν οι Εβραίοι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα τέτοιο κείμενο είναι η νουβέλα της  Κύπριας Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος (Πόλις,2021 ),  όπου η λέξη κάμπος σημαίνει στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το  γεγονός: Οι Βρετανοί δημιουργούν στην Κύπρο στρατόπεδα κράτησης για τους Εβραίους, οι οποίοι στο τέλος του Β ΄ Παγκοσμίου πολέμου λαχταρώντας μια δική τους πατρίδα προσπαθούν να φτάσουν στη γη της επαγγελίας, την Παλαιστίνη, η οποία είναι υπό βρετανική κηδεμονία. Επειδή η Βρετανία βλέπει πως η ισορροπία μεταξύ Αράβων και Εβραίων διαταράσσεται εις βάρος των πρώτων, και μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τους Άραβες, θέτει όριο στον αριθμό των Εβραίων εποίκων. Αρχίζει τότε μια παράνομη διακίνηση Εβραίων με υπερφορτωμένα σαπιοκάραβα τα οποία οι Βρετανοί εμποδίζουν να προσεγγίσουν στην Παλαιστίνη και τα κατευθύνουν στην Κύπρο, όπου δημιουργούνται στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και οι  Βρετανοί δεν σταματούν εκεί, αλλά φέρνουν στο νησί και Γερμανούς αιχμαλώτους τους οποίους επιφορτίζουν με την κατασκευή των στρατοπέδων για τους Εβραίους! Έτσι οι Εβραίοι που μόλις απελευθερώθηκαν από τα γερμανικά στρατόπεδα βρίσκονται ξανά αιχμάλωτοι δίπλα στους διώκτες τους. 

Όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ (1948) τα στρατόπεδα αυτά έχασαν τον λόγο ύπαρξης τους,  όμως οι τελευταίοι Εβραίοι έφυγαν από το νησί το 1949.  Στα τρία χρόνια μεταξύ 1946 -1949 που λειτούργησαν τα στρατόπεδα πολλές χιλιάδες ανθρώπων (περίπου 53.000) πέρασαν από το νησί.

Ένα ιστορικό γεγονός – όχι πολύ γνωστό -  καταφέρνει η Διονυσίου να το επεξεργαστεί με μια ποιητική γραφή κρατώντας την ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα, την πληροφορία, το σχόλιο, το μήνυμα και γράφοντας για το χτες με τη ματιά στραμμένη στο σήμερα …

Η υπόθεση: Ένας Κύπριος δημοσιογράφος έρχεται σ’ ένα τέτοιο στρατόπεδο Εβραίων έξω από την Αμμόχωστο, με την έγκριση των Βρετανών, για να γράψει ένα άρθρο για τις συνθήκες κράτησης. Τον ζήτησαν οι πρόσφυγες – ειδικά αυτόν – επειδή δεν έγραφε για «φορτία μεταναστών», όπως οι άλλοι δημοσιογράφοι, ούτε για «εποίκους, τρομοκράτες ή πράκτορες», όπως έλεγαν οι Άγγλοι. Έγραφε για «ανθρώπους».  

Σε ένα νησί που καταπιέζεται από τους «νόμους του Πάλμερ» οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είχαν καταργήσει την ελευθεροτυπία, του γίνεται σαφές  πως «ισχύουν οι γενικοί περιορισμοί».  Ο Ρίτσαρντ Πάλμερ ήταν Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου τα χρόνια 1933- 1939, ο οποίος πήρε σκληρά δικτατορικά μέτρα που καταπίεζαν τον κυπριακό λαό.

Όμως, « για τον καθένα μας έρχεται η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει μια για πάντα σε τι θα ωφελήσει η ζωή του». Ο Κύπριος δημοσιογράφος αποφασίζει πως με τις λέξεις μόνο μπορεί να πολεμήσει για την ανθρωπιά και το δίκιο. Λέγοντας την αλήθεια. «Για να μην καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα».

Η ποίησηΗ αφήγηση στηρίζεται στην ποίηση του εβραϊκής καταγωγής ποιητή Πάουλ Τσέλαν,  η παρουσία του οποίου στοιχειώνει τα όνειρα, αλλά και τον ξύπνιο του δημοσιογράφου. Ο ποιητής  έγραψε στα Γερμανικά,  στη γλώσσα των διωκτών της φυλής του το ποίημα «Η φούγκα του θανάτου», ένα δικό του αλλιώτικο Kaddish (προσευχή των πενθούντων Εβραίων), σαν μνημόσυνο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. «Ακούγοντας» το ποίημα αυτό ο  Κύπριος δημοσιογράφος νοιώθει τα δεινά των κρατουμένων και ταυτίζεται με τον «άνθρωπο με το παλτό». Εκτός από τη « Φούγκα», σκόρπιοι στίχοι από ποιήματα του Τσέλαν πέφτουν σ’ όλο το κείμενο, καθώς  κι ένα εκτενέστερο απόσπασμα από το ποίημά του «Μαύρες νιφάδες», το οποίο έγραψε  για τη μητέρα του που θανατώθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ο Πάουλ Τσέλαν (1920 -1970)

Εκτός από την ποίηση του Paul Celan η οποία κυριαρχεί στο κείμενο, ακούγεται ο απόηχος της φωνής του Σεφέρη, αλλά και  του Ομήρου και του Σολωμού (τουλάχιστον αυτούς αναγνώρισα εγώ)…

Ακόμη, ένα σεφαραδίτικο τραγούδι που μιλά για τη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης μας μεταφέρει την απόγνωση των κυνηγημένων από την κάθε είδους «φωτιά».

Οι παρενθέσεις: Τρία περιστατικά, τρία μικρά διηγήματα παρεμβάλλονται στις ημερολογιακές καταγραφές του δημοσιογράφου. Τα δύο από αυτά – «Πορτοκάλια»  και «Νερό» -  μας βγάζουν έξω από το στρατόπεδο για να μας μεταδώσουν τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων που ζουν κοντά στον καταυλισμό και προσπαθούν με μικρές πράξεις συμπόνιας, όπως μπορεί ο καθένας, να απαλύνουν τον πόνο των κρατουμένων, ενώ στο τρίτο –«Θάλασσα» - μια γυναίκα κρατούμενη στο στρατόπεδο θυμάται το παρελθόν της και βρέχει το στόμα της με το νερό της θάλασσας σαν μεταλαβιά, - «αφού ο Θεός στη θάλασσα βρίσκεται» - μνημονεύοντας τους χαμένους αγαπημένους της.

Η «καλοσύνη»: Ένα μήνυμα ανθρωπιάς είναι η νουβέλα της Διονυσίου,  από την απλή αγρότισσα που συμπονά τον Γερμανό κρατούμενο και τον νεαρό οδηγό του βυτιοφόρου ο οποίος βγάζει κρυφά τα παιδιά από το στρατόπεδο για μια βόλτα στο περιβόλι μέχρι την απόφαση του δημοσιογράφου να πάει «με τη μεριά της απόγνωσης κι όχι με τους λύκους», αφού «ήμασταν μαθημένοι να τη στοχαζόμαστε αλλιώς την καλοσύνη».

Το χτες και το σήμερα: «Μα γιατί να λείψω ποτέ απ’ τον τόπο μου», αναρωτιέται η γυναίκα στο διήγημα «Πορτοκάλια»... 

H συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των Εβραίων προσφύγων κι έχει στο μυαλό της τους Κύπριους που ξεριζώθηκαν από τη γη τους με την τουρκική εισβολή, μα και τις σύγχρονες καραβιές των απελπισμένων που πνίγονται στα νερά της Μεσογείου.  Μιλά για τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη ματιά στραμμένη στους σημερινούς πολέμους που είναι πάντα «πολύδακροι», σαν τον καινούριο πόλεμο που μαίνεται στη χώρα που τραγούδησε στα ποιήματά του ο Πάουλ Τσέλαν.  Ο Τσέλαν γεννήθηκε στην πόλη  Τσερνιφτσί,  η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία αλλά εκείνη την εποχή ανήκε στο τότε Βασίλειο της Ρουμανίας και αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Η λέξη «Ουκρανία», επαναλαμβάνεται συχνά στα ποιήματά του και κυρίως σ΄ αυτά που μιλά για τη μητέρα του, όχι όμως ως χώρα αλλά ως περιοχή.

 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Διαβάζοντας στη Σάρα

 

Εδώ και λίγο καιρό αποκτήσαμε με μια φίλη τη συνήθεια  μια φορά την εβδομάδα να διαβάζουμε ένα - δυο διηγήματα και να τα συζητάμε μετά πίνοντας καφέ ή τσάι. Η φίλη έχει και μια γάτα παιχνιδιάρα και ναζιάρα, τη Σάρα, η οποία δεν ενδιαφέρεται για τα διαβάσματά μας, αλλά προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μας από τα βιβλία για να παίξουμε μαζί της.

Πριν από τις γιορτές αρχίσαμε  να διαβάζουμε τα Διηγήματα του Σαμπαχαττίν Αλή (Εκδόσεις  Τσουκάτου, 2021, σελ.125) σε μετάφραση από τα Τουρκικά του Θάνου Ζαράγκαλη. 


Παρατηρήσαμε ότι η συμπεριφορά της γάτας άλλαξε κι άρχισε να ανεβαίνει πάνω στις πολυθρόνες όπου καθόμαστε και να παρακολουθεί ήσυχη την ανάγνωση. Άλλοτε πάνω απ’ το κεφάλι μας, άλλοτε δίπλα μας, στο μπράτσο, και άλλοτε στην αγκαλιά.


Διαβάζοντας στη Σάρα (1)


Η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται βέβαια στον  συγγραφέα και τη γραφή του, μάλλον η Σάρα συνήθισε αυτή τη ρουτίνα, το πήρε απόφαση πως όσο διαρκεί η ανάγνωση δεν θα της δώσουμε σημασία και θα σκέφτηκε πως αφού δεν μπορεί να το αποφύγει, καλύτερα να το απολαύσει.

Ας αφήσουμε όμως τη Σάρα, και ας πούμε δυο λόγια για τον  Σαμπαχαττίν Αλή, αυτόν τον αδικοχαμένο Τούρκο συγγραφέα και ποιητή και για τα Διηγήματά του, τα οποία πιστεύω πως αξίζει να διαβαστούν.

Ο Σαμπαχαττίν Αλή, λοιπόν, γεννήθηκε το 1907 και δολοφονήθηκε το  1948, αν και πολλοί υποστηρίζουν πως πέθανε από βασανιστήρια στα χέρια της αστυνομίας. Θεωρήθηκε αριστερός, αντικεμαλιστής και γενικά «επικίνδυνο» άτομο και στη διάρκεια της σύντομης ζωής του διώχθηκε και φυλακίστηκε .

Ο Σαμπαχαττίν Αλή


Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση και παρόλο που έγραψε και τρία μυθιστορήματα είναι περισσότερο γνωστός ως διηγηματογράφος

Στα Διηγήματα έχουμε μια συλλογή από ερωτικά και κοινωνικά διηγήματα, με ρεαλιστικές περιγραφές που αφήνουν όμως ρωγμές για να εισχωρεί κάπου κάπου ένα εξωπραγματικό στοιχείο, ενώ άλλα είναι αλληγορικά, θα τα έλεγα παραβολές  – φαντάζομαι πως αυτό γινόταν ίσως και για να αποφεύγει  τη λογοκρισία.

«Η ιστορία του δάσους»,  το οποίο αν και πολύ σύντομο  μου θύμισε το εκτενές μυθιστόρημα της Άννυ Πρου, Οι άνθρωποι του δάσους (Καστανιώτης),  μιλά για την καταστροφή της φύσης και την αποψίλωση των δασών.

«Η Τσιλλή» είναι ένα διήγημα για την καταπίεση της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία της εποχής.

Για  τους καρεκλοκένταυρους που απομυζούν τον κόπο του λαού κι  αυτούς που πλουτίζουν σε βάρος των αδύναμων μας μιλούν τα διηγήματα «Το γυάλινο κτίριο» και η αριστοτεχνικά γραμμένη «Ιστορία ενός ναύτη». Στα δύο αυτά προτείνονται και λύσεις διαφυγής από την καταπίεση.

Στο «Τσιρκίντζε»,  που είναι μια ιστορία για την παρακμή του ελληνικού χωριού Κιρκιντζέ μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μιλά για την εκμετάλλευση των χωρικών από τους άρχοντες. Στο διήγημα αυτό φαίνεται η αγάπη και ο θαυμασμός του συγγραφέα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Όσο για τα ερωτικά διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλιαράκι έχουμε  «Το βιολοντσέλο», ένα αισθαντικό διήγημα για τον έρωτα που δεν σβήνει με τον θάνατο, «Ο μύλος», μια συγκλονιστική ιστορία για την θυσία που κάνει ο ερωτευμένος για να σμίξει με την αγαπημένη του, «Τα χελιδόνια», μια αλληγορία με δυο ερωτευμένα χελιδόνια που μας θύμησε τον Μικρό πρίγκιπα,  ενώ «H ιστορία της καντήλας που έσβησε ξαφνικά» είναι ένα διήγημα σε στυλ gothic.

Στη γραφή του Σαμπαχαττίν Αλή γίνεται εμφανής η ποιητική του φλέβα, και σ' αυτό είναι σημαντική η συμβολή του μεταφραστή. Ο Θάνος Ζαράγκαλης, ο οποίος εκτός από μεταφραστής είναι και ο ίδιος συγγραφέας, μετέφρασε αστυνομικά μυθιστορήματα του Αχμέτ Ουμίτ και το έκανε πολύ καλά.   Στα Διηγήματα, όμως, φαίνεται πως με το γράψιμό του ο Σαμπαχαττίν Αλή άγγιξε την ψυχή και ξεδίπλωσε μια ποιητική πτυχή του μεταφραστή του. Έτσι, μας έδωσε όμορφα  κείμενα αποδίδοντας με τέχνη το πρωτότυπο και προσφέροντας πραγματικά σ΄ αυτούς που τα διαβάζουν την  αναγνωστική απόλαυση.

Ίσως, μάλιστα,   - λέμε τώρα - η Σάρα, ακούγοντας την ανάγνωση να έπιασε  στον αέρα  με τα ευαίσθητα μουστάκια της  την αίσθηση της απόλαυσης που μας έδινε το κείμενο και σ’ αυτό να οφείλεται  η αλλαγή στην συμπεριφορά της.

Διαβάζοντας στη Σάρα (2)