Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Να διαβούμε το κατώφλι


Η Ρίτα, είναι χωρισμένη, ο πρώην σύζυγός της έχει βρει καινούρια αγάπη, κατά καιρούς όμως, όταν είναι απογοητευμένος από την νέα του σύντροφο ή από τη δουλειά του επιστρέφει στη Ρίτα κι εκείνη τον δέχεται και τον αφήνει να γείρει στον ώμο της, τον παρηγορεί. Η κατάσταση αυτή της δημιουργεί ελπίδες πως ίσως και να γυρίσει κάποτε σ’ αυτήν. Ήδη έχουν περάσει πέντε χρόνια, και η Ρίτα  γνωρίζει βαθιά μέσα της, πως τα πράγματα θα μείνουν έτσι, όπως βολεύουν τον πρώην. Το σκέφτεται, αλλά δεν αποφασίζει να κόψει το σχοινί και να ξαναρχίσει τη δική της ζωή. Και τα χρόνια περνούν.
Ο Γιάννης μπήκε από φοιτητής στη νεολαία ενός κόμματος, κι από τότε έχει παραμείνει πιστός οπαδός. Η τελευταία κρίση που πέρασε η χώρα μας, τον έκανε να δει πόσο λίγοι είναι οι πολιτικοί μας και πόσο κατώτερη των περιστάσεων αποδείχτηκε η ηγεσία του κόμματος, στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι μπορεί μεν να ωφελήθηκε ο ίδιος, αλλά στην ουσία δεν βοήθησε καθόλου την πατρίδα του. Τώρα, θέλει να φύγει απ’ το κόμμα, ντρέπεται όμως, τους φίλους του, φοβάται πως θα τον πουν αχάριστο, πως θα του γυρίσουν την πλάτη και θα μείνει μόνος. Αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση από την οποία θέλει να βγει, αλλά δεν τολμά.
Η Χαρά, μια νέα κοπέλα,  καταπιέζεται από τον αυστηρό πατέρα της. Τελείωσε τη Νομική, ακολουθώντας την επιθυμία του, ενώ δική της λατρεία είναι το θέατρο. Εργάζεται τώρα στο δικηγορικό γραφείο ενός φίλου του πατέρα της. Μισεί τη δουλειά αυτή, η οποία της τρώει όλο το χρόνο της, λαχταρά το θέατρο, ο μισθός όμως που παίρνει την έχει βολέψει.
Τα ονόματα είναι ψεύτικα, τα περιστατικά όμως είναι αληθινά.
Πόσοι άνθρωποι, φίλοι μας, γνωστοί μας, εμείς οι ίδιοι, δεν αισθανόμαστε πολλές φορές, να ασφυκτιούμε μέσα σε μια κατάσταση που δεν μας ικανοποιεί, μας πνίγει, αλλά φοβόμαστε να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα που θα μας βγάλει απ’ το τέλμα.
«Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, ένα κατώφλι. Μέσα από το κατώφλι αυτό είσαι βολεμένος και, πολλές φορές, αν και υπάρχουν πράγματα που σε δυσαρεστούν τα αγνοείς, για να μην ξεβολευτείς. Απ’ έξω, είναι όλα όσα επιθυμείς αλλά σε τρομάζουν, ένα  άγνωστο, επιθυμητό κι απειλητικό συγχρόνως» λέει ένας από τους ήρωες μου, ο άστεγος, στην ηρωίδα, στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Η αστυνομικίνα είχε άγγελο» Ωκεανίδα, 2011. «Έρχεται όμως  κάποια στιγμή, συμβαίνει ένα γεγονός και σε σπρώχνει να περάσεις το κατώφλι σου», συνεχίζει. «Μερικοί κρατιούνται, μένουν μέσα στη σιγουριά τους και πληρώνουν το τίμημα. Άλλοι, βρίσκουν την ευκαιρία και πετάγονται έξω, ελευθερώνονται. Κι αυτοί όμως θα υποστούν κάποιες συνέπειες. Βλέπεις στη ζωή πληρώνεις για το κάθε τι, τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει λοιπόν να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Ήρθε η στιγμή να περάσεις το κατώφλι; Έφτασες στα όριά σου ή θα το αντέξεις και θα συμβιβαστείς;»
Δεν είναι εύκολο να περάσει κανείς το κατώφλι, όσο εγκλωβισμένος κι αν αισθάνεται. Πρέπει όμως να σκεφτεί σοβαρά, ότι για μερικά πράγματα αξίζει να διακινδυνέψει κανείς και να ξεβολευτεί. Ακόμα κι αν αποδειχθεί πως κακώς έκανε το βήμα, αν δεν το δοκιμάσει, θα μένει πάντα να αναρωτιέται «αν το είχα κάνει;» κι η ζωή του θα φαρμακώνεται από την αμφιβολία αυτή.
Εύχομαι την καινούρια χρονιά να βρούμε τη δύναμη να περάσουμε το δικό του κατώφλι ο καθένας, να βγούμε  από το κλουβί και το πέταγμα αυτό να μας βγει σε καλό. 

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Δες το αλλιώς


Έφτασαν και πάλι τα Χριστούγεννα. Έτσι, κοινότυπα, θα μπορούσε να αρχίζει μια σχολική έκθεση. Kι όμως, μια τόσο τετριμμένη διαπίστωση μπορεί να λειτουργεί κατευναστικά. Γιατί αυτή η επανάληψη του κύκλου των εορτών κάθε χρόνο είναι καθησυχαστική. Μέσα σε όλη την αβεβαιότητα που ζούμε, ειδικά τον τελευταίο καιρό, είναι μια παρηγοριά να υπάρχουν κάποια σταθερά πράγματα, να ξέρουμε πως ό,τι και να γίνει, τα Χριστούγεννα θα έρθουν, και μετά η Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, το Πάσχα, ο δεκαπενταύγουστος... και πάλι απ’ την αρχή.
Και φέτος, λοιπόν, όπως κάθε χρόνο, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες θα γιορτάσουν τα Χριστούγεννα όπως μπορούν, θα στολίσουν, τα σπίτια τους, θα κάτσουν με φίλους και συγγενείς γύρω από τραπέζια - φτωχικά ή πλούσια-, θα τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους και θα ευχηθούν τα «Χρόνια Πολλά».
Γιορτάζουμε, άλλωστε, μια γέννηση που σημάδεψε όλο τον δυτικό πολιτισμό. Ακόμη και η Ιστορία χωρίστηκε στα δύο με βάση εκείνη την ημέρα: Προ Χριστού και μετά Χριστόν.
Σήμερα, όμως,  πόσο ζωντανό είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων; Τι μήνυμα μπορεί να μας φέρει η γιορτή αυτή, μέσα στην κρίση που ζούμε, στην απογοήτευση, στο φόβο για το μέλλον, στην καταχνιά;
Ένας προεόρτιος ύμνος των Χριστουγέννων που μ’ αρέσει πολύ και για τη μελωδία του, λέει τα εξής:
«Η Παρθένος σήμερον, τον προαιώνιον Λόγον, εν σπηλαίω έρχεται, αποτεκείν απορρήτως. Χόρευε, η οικουμένη ακουτισθείσα, δόξασον, μετά Αγγέλων και των ποιμένων, βουληθέντα εποφθήναι, Παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».
Όπως το καταλαβαίνω εγώ, η επανάσταση που φέρνει η γέννηση του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό το Νέον Παιδίον, το οποίο, όμως, ταυτόχρονα, είναι και κάτι πολύ παλιό. Ο προ αιώνων Θεός, ο Θεός στον οποίο επί αιώνες πίστευαν οι Εβραίοι, έρχεται στον κόσμο και είναι καινούριος. Είναι σαν να μας καλεί,  ο ύμνος, να δούμε τον Θεό με άλλα μάτια, από άλλη οπτική γωνία, σαν κάτι νέο, όχι όπως τον έβλεπαν μέχρι τότε οι άνθρωποι, σαν αυστηρό Θεό που τιμωρεί και εκδικείται, αλλά σαν Θεό της Αγάπης, ελεήμονα και συγχωρητικό. Ανθρώπινο.
Με το ίδιο κάλεσμα είναι σαν να μας προτρέπει να δούμε με καινούρια μάτια, τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, κι όχι μόνο αυτόν, αλλά και τους γύρω μας, καθώς και τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν.
Αν αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάζουμε το κουνέλι της εικόνας, θα δούμε μια πάπια ξαπλωμένη στο χορτάρι. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κοιτάξουμε όλα τα πράγματα με νέο βλέμμα.
Ίσως τότε μπορέσουμε να δούμε πως το παλιό μπορεί να μεταμορφωθεί σε καινούριο, αυτά που νομίζαμε σωστά να τα βρούμε λάθος, όσα πιστεύαμε για σίγουρα να κλονιστούν, κι αυτά που νομίζαμε πως θα μας κάνουν ευτυχείς, να μας φανούν άχρηστα. Να αναθεωρήσουμε τις σχέσεις μας, τις αξίες στις οποίες πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Να δούμε τον παλιό μας εαυτό σαν κάτι άλλο, και να αφουγκραστούμε τις πραγματικές ανάγκες του, αυτές που βγαίνουν από μέσα μας κι όχι αυτές που μας επιβάλλονται απ’ έξω. Τότε ίσως βρούμε ένα καινούριο νόημα  στη ζωή μας, το οποίο θα μας βοηθήσει να αντέξουμε στις δύσκολες μέρες που έρχονται μετά τις γιορτές.
Σας εύχομαι, να μπορέσετε να νιώσετε ένα τέτοιο μήνυμα από τα Χριστούγεννα, ακόμα κι αν δεν πιστεύετε, και να δείτε τον εαυτό σας αλλιώς, σαν Παιδίον Νέον, με όλες τις ελπίδες και τις υποσχέσεις για το μέλλον, που κουβαλά μέσα του κάθε παιδί.
Καλά Χριστούγεννα!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ο εαυτός που μας δόθηκε

Είναι η μοίρα του καθενός προδιαγεγραμμένη; Είμαστε αυτοί που είμαστε επειδή έτσι γεννηθήκαμε;
Οι επιστήμονες λένε ότι πάρα πολλά από όσα μέλλουν να μας συμβούν είναι «γραμμένα», κατά κάποιον τρόπο,  στα γονίδια μας. Μπορούμε όμως να επέμβουμε στον εαυτό που μας δόθηκε και να τον αλλάξουμε στην πορεία της ζωής μας ή είμαστε ανήμποροι να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο; Τέτοια ερωτήματα ξεπετάγονται καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο του Μάκη Πανώριου, τον οποίο γνώριζα  ως ηθοποιό, ομολογώ, όμως, πως δεν είχα ιδέα ότι είναι και ένας καταξιωμένος συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας, από τους λίγους που έχουμε στην Ελλάδα. Το έμαθα, διαβάζοντας το βιβλίο του «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου», Οξύ (2010)





Μια αφήγηση που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας και  σε παρασύρει γλυκά στον φανταστικό κόσμο της, χωρίς να το καταλάβεις.
Μιλά για έναν Ταξιδιώτη, το βιβλίο, τον Αλέξανδρο, και καταλαβαίνεις πως αυτός ο ταξιδιώτης μπορεί να είναι ο καθένας μας. Γιατί το ταξίδι του, το οποίο έχει γνωστό προορισμό – τη Μητρόπολη – αλλά απρόβλεπτη διαδρομή γεμάτη απρόοπτα, είναι η πορεία του καθενός μας από τη ζωή προς το αναπόφευκτο τέλος. Το ταξίδι, λοιπόν, το οποίο όμως είναι μοναδικό για τον κάθε άνθρωπο.
Οι άνθρωποι που συναντά ο Αλέξανδρος στο δρόμο του είναι συμβολικές μορφές, αυτοί που καθορίζουν τον κάθε σταθμό,  σαν ορόσημα σ’ αυτή την υπαρξιακή αναζήτηση.
Στο ταξίδι του διασχίζει ονειρικούς τόπους και μπαινοβγαίνει σε παράξενα κτίρια, με σκάλες που δημιουργούνται σκαλί σκαλί καθώς τις κατεβαίνεις, καταπακτές, πόρτες ή παράθυρα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μυστηριωδώς και μου θύμισαν τα πέρα από τη λογική κτίρια του Escher. Ακριβώς όπως πέρα από τη λογική είναι καμιά φορά και τα όνειρά μας, οι φόβοι και οι επιθυμίες μας.


Ακολουθώντας τον Αλέξανδρο ο αναγνώστης παρασύρεται σε στοχασμό γύρω από τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα, το πεπρωμένο, για τον εαυτό που μας δόθηκε.  
Τον οποίο, ακόμα κι αν τον βλέπουμε ως κατάρα, «πρέπει να προσπαθήσουμε να τον μεταμορφώσουμε μέσα μας σε ευλογία , αναζητώντας τα θετικά στοιχεία του, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, αφού δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτόν».
Προς το τέλος του ταξιδιού ο Αλέξανδρος συναντά μια άλλη μορφή σύμβολο τον Παρατηρητή και η μεταξύ τους συνομιλία είναι ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου:
Λέει ο Αλέξανδρος για τους ανθρώπους «… Πλάστηκαν ενδεχομένως ως τέρατα. Αλλά η ωραιότητά τους είναι ότι «κατασκευάζουν» την ωραιότητα που δεν τους δόθηκε».
«Βέβαια», είπε ο Παρατηρητής. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Μπορεί να είμαστε δυστυχισμένοι, ασθενείς, κτηνώδεις, πεπερασμένοι, θλιβεροί, άθλιοι, ζωώδεις, φριχτοί, βρομεροί, αποκρουστικοί ή και τόσα άλλα πολύ πιο ακατανόητα κι από την Ιστορία μας ακόμη, ακόμη κι από την ιστορία του Άντρα (έχει προηγηθεί αναφορά στο μύθο του Οιδίποδα), όμως πέρα απ’ όλα αυτά είμαστε οι αναζητητές της ανωτερότητάς μας. Κι αυτό,  πιθανώς μας δικαιώνει».
Κάθε αναγνώστης παίρνει το δικό του μήνυμα από το κάθε βιβλίο κι εγώ κρατώ αυτά τα λόγια:  Να ψάχνουμε τα θετικά στοιχεία του εαυτού μας, να προσπαθούμε να κατασκευάζουμε την ωραιότητα που δεν μας δόθηκε για να αντέξουμε στα δύσκολα της πορείας μας.
Και τι βρίσκεται στο τέλος του δρόμου; Η σιωπή, δηλώνει  ο συγγραφέας, ήδη από τον τίτλο. Αλλά,  ας προσπαθήσουμε να χαρούμε το ταξίδι κι όσο για τη σιωπή…  Τι να πούμε; Ας σιωπήσουμε.... 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Να έχεις ή να είσαι


«Να έχεις ή να είσαι», είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Έριχ Φρομ, το οποίο διάβασα αρκετά χρόνια πριν. Το ξαναθυμήθηκα πριν από λίγες μέρες, όταν βρέθηκα σε μια συντροφιά και καθώς γνώριζα ελάχιστους, παρακολουθούσα σιωπηλά τις συζητήσεις. Μετά από λίγο συνειδητοποίησα πως στην κουβέντα κυριαρχούσε κι επαναλαμβανόταν μια μικρή λεξούλα:
«Έχω».
«Έχω ένα αυτοκίνητο…», «Έχω ένα σκύλο…», «Έχω το i-pod…» , «έχω το νέο cd της ... » και πάει λέγοντας. Αναρωτήθηκα με ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσε να εκφραστεί κανείς για να πει τα ίδια πράγματα:
«Κυκλοφορώ με ένα αυτοκίνητο…», «Υιοθέτησα ένα σκύλο…», «Χρησιμοποιώ το i-pod…», «Ακούω το νέο cd της…».
Το ίδιο ρήμα ακούγεται όχι μόνο όταν αναφερόμαστε στα πράγματα που κατέχουμε, αλλά και όταν μιλάμε για άλλα, πιο σημαντικά θέματα.
«Έχω τρία παιδιά», «Έχω τόσους φίλους στο facebook»...
«Έχω αγόρι», μου εκμυστηρεύθηκε η κόρη μιας φίλης, προχθές. Και σκέφτηκα πόσο πιο πλούσια και τρυφερά συναισθήματα για το δεσμό της, θα μου μετέδιδε η φράση «Είμαι μ’ ένα αγόρι». 
Οι λέξεις, λοιπόν, προδίδουν αυτό που εμείς αρνούμαστε να παραδεχτούμε.
Η αλλαγή στη γλώσσα, η αλλαγή στη χρήση των λέξεων που διαλέγουμε - ασυναίσθητα ίσως – όταν μιλάμε, δείχνουν τις αξίες μας, την αντίληψη μας για τον κόσμο, εκφράζουν τη σημασία που δίνουμε στα πράγματα, φανερώνουν την αυτοεπιβεβαίωση που εισπράττουμε κατέχοντας πράγματα και δηλώνοντάς το. Φτάσαμε στο σημείο να λατρεύουμε τα πράγματα, να αισθανόμαστε καλύτερα όσο περισσότερα έχουμε, το «έχω άρα υπάρχω» έγινε η φράση κλειδί της εποχής μας. Προσπαθώντας, όμως,  να έχουμε στην κατοχή μας όσο το δυνατόν περισσότερα ξεχάσαμε να «είμαστε». Το πώς νοιώθουμε, το πόσο μοναδικό και ανεπανάληπτο ον είναι ο καθένας μας, ο εσωτερικός πλούτος που κρύβουμε εντός μας, όλα αυτά πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Ίσως η κρίση είναι μια ευκαιρία για να διαπιστώσουμε πως δεν είναι το παν «να έχεις», αλλά «να είσαι». Ίσως μας βοηθήσει να ανοίξουμε τα μάτια μας και να αναγνωρίσουμε αυτό που πραγματικά «είναι» οι φίλοι μας, οι γείτονές μας, οι συνάνθρωποί μας. Μας κάνει να μιλήσουμε για συναισθήματα, για εμπειρίες, για χαρές και λύπες, και όχι για άψυχα «πράγματα». Ίσως μας οδηγήσει να μοιραστούμε πράγματα και μας ελευθερώσει από τη σκλαβιά του καταναλωτισμού. Και το κυριότερο: Μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας απ’ την αρχή και να τον αγαπήσουμε γι αυτό που είναι κι όχι γι αυτά που έχει.
Στο κάτω κάτω της γραφής όλοι «έχουμε» μια καρδιά.
Λάθος πρόταση.
Στο στήθος του κάθε ανθρώπου χτυπά μια καρδιά.