Τετάρτη 16 Αυγούστου 2023

Ανοχύρωτη ψυχή

 

Τέτζου Κόουλ, Ανοχύρωτη πόλη, εκδ. Πλήθος, (2022), μετάφραση Στέφανος Μπατσής.

Φτάνεις στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία φράση, διαβάζεις και την τελευταία λέξη και κλείνεις το βιβλίο. Είναι η στιγμή της αποτίμησης, όταν νοιώθεις  ότι διάβασες κάτι καλό ή μένεις με ανάμεικτα συναισθήματα ή και μετανιώνεις για τον χρόνο που σπατάλησες. Μόλις έκλεισα το βιβλίο του Τέτζου Κόουλ και γράφω εν θερμώ με ένα αίσθημα ικανοποίησης και πληρότητας.



Ανοχύρωτη πόλη – Οpen city ο αγγλικός τίτλος του βιβλίου – είναι το Μεγάλο Μήλο, η πόλη της Νέας Υόρκης, όπου ζει ο ήρωας του Κόουλ, ένας νεαρός ψυχίατρος, ο Τζούλιους. Ο Κόουλ είναι νιγηριανός και μεγάλωσε στο Λάγκος. Από τη Νιγηρία, και μάλιστα από τη φυλή Γιορουμπά, με μητέρα Ευρωπαία όμως, είναι και ο Τζούλιους.

Στο βιβλίο δεν συμβαίνει τίποτα το συγκλονιστικό, δεν υπάρχει πλοκή. Ακολουθούμε τον ψυχίατρο στους μακριούς   περιπάτους του στην πόλη, καθώς στοχάζεται πάνω σε κάθε τι που  τραβάει την προσοχή του,  - ένα αγοράκι που παίζει, ένας συντηρητής του κλιματισμού στο μετρό, ένα κτίριο, μια ουρά μεταναστών έξω από μια δημόσια υπηρεσία  - και συνειρμικά μας δίνει θραύσματα από τη ζωή του στη Νιγηρία, μας μιλά για την κοπέλα του, διηγείται περιστατικά για τους ασθενείς του…

Υποθέτω πως όσοι γνωρίζουν τη Νέα Υόρκη και αναγνωρίζουν τα κτίρια, τους δρόμους και τα πάρκα που αναφέρονται θα βρουν ίσως το   βιβλίο περισσότερο ενδιαφέρον. Σε μένα όμως, που έλεγα πάντα πως η πόλη αυτή δεν μ’ ενδιαφέρει, άνοιξε την όρεξη για ένα ταξίδι, ένα οδοιπορικό με οδηγό το βιβλίο για  μια διαφορετική γνωριμία με την γιγάντια αυτή πόλη.

Και γιατί να διαβάσουμε ένα βιβλίο για μια πόλη την οποία ίσως ποτέ δεν θα επισκεφτούμε, ένα βιβλίο όπου τα πιο σημαντικά γεγονότα που συμβαίνουν είναι ο ξυλοδαρμός του Τζούλιους από κάποια δεκαπεντάχρονα που τον έκλεψαν, και η αποκάλυψη μιας κοπέλας που του λέει πως πολύ παλιά τη βίασε, γεγονός το οποίο ο ίδιος φαίνεται να έχει ξεχάσει…;

Νομίζω πως το βιβλίο μου άφησε αυτή την αίσθηση πληρότητας επειδή ο Τέτζου Κόουλ, οδηγώντας μας μέσα από τους - με αριθμούς για ονόματα οι περισσότεροι   -δρόμους της πόλης μας ξεναγεί παράλληλα στον λαβύρινθο της ανθρώπινης ψυχής με  τη «λίγη ευτυχία» και τη «λίγη δυστυχία» να διαδέχονται η μία την άλλη. Μας προβάλλει  αυτά που επιθυμούμε, αυτά που θυμόμαστε και  αυτά που επιλέγουμε να ξεχάσουμε, τον τρόπο που διαχειριζόμαστε τις σχέσεις μας με τους άλλους, το πώς αντιμετωπίζουμε τη μοναξιά, τον πόθο και τον έρωτα, τον πόνο αλλά και τον  θάνατο ….

Τα πουλιά, με τον Τζούλιους να παρατηρεί την πορεία τους από τα παράθυρά του και στο τέλος να μας αναφέρει τους μαζικούς θανάτους πουλιών,  παραπλανημένων από το φως του φάρου που έκαιγε σε παλαιότερες εποχές πάνω στον πυρσό του αγάλματος της Ελευθερίας, παίζουν κι αυτά το ρόλο τους στο βιβλίο. Και στο καλαίσθητο εξώφυλλο υπογραμμίζουν την έννοια του διαβατάρικου, του περαστικού που διέπει τη ζωή μας.

 

Σάββατο 17 Ιουνίου 2023

Σπάζοντας τα καλούπια

 

Διάβασα πρόσφατα το «Μεγάλο Τουρκικό Μυθιστόρημα» –  και το ονομάζω έτσι επειδή πιστεύω πως αν ήταν αμερικάνικο σ’ αυτή την κατηγορία (Great American Novel - GAN) θα το κατέτασσαν -  Αποσυνάγωγοι του Ογούζ Ατάι (εκδόσεις GUTENBERG, 2022, σε μετάφραση της Νίκης Σταυρίδη  και  απόδοση των ποιητικών τμημάτων από τον Δημήτρη Μαύρο). Μεγάλο Τουρκικό Μυθιστόρημα που μας φέρνει σε επαφή με την ουσία και την ψυχή της Τουρκίας, αναζητώντας μια ταυτότητα για τον Τούρκο.

Στο εξώφυλλο "Ο θάνατος του Μαρά" του Κυριάκου Κατζουράκη


O Ατάι ο οποίος γεννήθηκε το 1934 και έφυγε από τη ζωή το 1977 έζησε όλους τους μετασχηματισμούς της τουρκικής κοινωνίας, στις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του 70. Μιας κοινωνίας που ταλαντεύεται (μέχρι σήμερα) ανάμεσα στο παλιό και το καινούριο, την παράδοση και τις μεταρρυθμίσεις, την Ανατολή και τη Δύση, τον επαρχιωτισμό και την αστικοποίηση, την προσήλωση στη θρησκεία και την αμφισβήτησή της,  τον μοντερνισμό και το κατεστημένο… Αυτή την αβεβαιότητα, η οποία κατατρώει τα ανήσυχα πνεύματα της χώρας, την αγωνία τους  και την απογοήτευσή τους  μας μεταφέρει ο Ογούζ Ατάι «γεμίζοντας τον στυλογράφο του με αίμα», - σύμφωνα με τα λόγια του ήρωά του, του Σελίμ Ισίκ (σελ. 57)  - και γράφοντας το πιο μοντέρνο ( ή  μετα – μοντέρνο) μυθιστόρημα για την Τουρκία της εποχής του.

Ο ήρωας αυτοκτονεί στην αρχή του μυθιστορήματος και ο φίλος του, ο Τουργκούτ, θέλει να κατανοήσει τι είναι αυτό που εμπόδισε τον Σελίμ να ενταχθεί στην κοινωνία,  τι τον οδήγησε σ’ αυτό το απονενοημένο διάβημα. Στην προσπάθειά του αυτή ο Τουργκούτ  βρίσκει όλους τους παλιούς φίλους με τους οποίους ο Σελίμ είχε έρθει σε επαφή, μιλά με τη μητέρα του και την αγαπημένη του, ψαχουλεύει τα γραπτά και τα ημερολόγιά του,  εμμονικά προσπαθεί να ανασυστήσει την ζωή και την προσωπικότητα του φίλου του.

Μέσα από την έρευνα του Τουργκούτ γνωρίζουμε κι εμείς τον Σελίμ. Ένας αποσυνάγωγος είναι ο Σελίμ που δεν μπόρεσε να μπει στα καλούπια του γιού, του μαθητή, του φοιτητή, του υπαλλήλου,  του φίλου, του αγαπημένου, όπως θα ήθελε ο περίγυρός του.

Με λένε Σελίμ, του Νουμάν είμ’ ο γιος / Δεν φτάνει η φωνή μου στ΄ αυτιά κανενός

Και σ’ ό,τι πιστεύω έχω μείνει πιστός,/ όλα τα ρούχα είναι φαρδιά για μένα (σελ. 168)

 Υποφέρει γι αυτό  ο Σελίμ, θέλει να ταιριάξει, μα δεν μπορεί να χωρέσει τις ιδέες του, τις αξίες και τα θέλω του σ΄ αυτά τα ρούχα.

Από μικρός αμφισβητεί τη δασκάλα που διδάσκει Ιστορία, ψάχνει για τις ρίζες των Τούρκων με αναφορές στην καταγωγή τους από την Κεντρική Ασία, γράφει για τους φανταστικούς επτά προφήτες που αντιπροσωπεύουν τις ηθικές αξίες οι οποίες πρέπει να διέπουν τις σκέψεις και τις πράξεις των ανθρώπων, ονειρεύεται  την αποκατάσταση των αδικημένων, προβληματίζεται για τη θρησκεία. Να αναφέρουμε εδώ ότι ο Χριστός, ως ένας αποσυνάγωγος κι αυτός, απασχολεί τις σκέψεις του Σελίμ, ο οποίος σε μια από  τις τελευταίες καταγραφές στο ημερολόγιό του αναζητά την πραγματική ελευθερία: «Ο  Ιησούς Χριστός δείχνει τον δρόμο προς αυτήν. Ελευθερία δεν είναι να ξεφύγεις από το θάνατο. Ίσως μόνο πηγαίνοντας προς αυτόν μπορεί ο άνθρωπος να απελευθερωθεί. Μόνο εκείνη τη στιγμή μεταξύ ζωής και θανάτου μπορεί να πιάσει το αληθινό νόημα της ελευθερίας» ( σελ.890).

Ο  Τουργκούτ, σε αντίθεση με τον Σελίμ  δεν είναι αποσυνάγωγος, είναι ενταγμένος μέσα στο σύστημα, εργάζεται ως μηχανικός σε μια εταιρεία, έχει κάνει μια οικογένεια με σύζυγο και δυο κοριτσάκια. Κάτι όμως τον ωθεί να ερευνά και να μαθαίνει περισσότερα για τον νεκρό φίλο του και σταδιακά μπαίνει στο πετσί του Σελίμ.  Καθώς καταγράφει τις λεπτομέρειες της ζωής του φίλου του, αρχίζει να βλέπει την δική του κατάσταση με άλλα μάτια, η δουλειά του κι η οικογένειά του δεν τον ικανοποιούν πια και περνώντας σε μια κατάσταση που αγγίζει την τρέλα, με συντροφιά ένα φανταστικό πρόσωπο, τον Όλρικ, μια φωνή που του μιλά από μέσα του, τα εγκαταλείπει όλα για ένα ταξίδι με άγνωστο προορισμό στα ενδότερα της Τουρκίας. Μεταμορφώνεται ο Τουργκούτ, γίνεται ένας νέος Σελίμ Ισίκ, ένας αποσυνάγωγος ο οποίος δεν μπόρεσε να αντέξει το τέλμα της κανονικής ζωής  ή   ένας τον οποίο η κανονική ζωή τον ξέβρασε από μέσα της. Και χάνεται...

Αναρωτιέμαι στο τέλος αν οι δύο αυτοί ήρωες δεν είναι ένα και το αυτό πρόσωπο, το alter ego του ίδιου του συγγραφέα.

Ο Ογούζ Ατάι


Είναι ένας αποσυνάγωγος ο Ογούζ Ατάι;  Με μια  πρώτη ματιά όχι. Σπούδασε μηχανικός, είχε μια καλή δουλειά, έκανε οικογένεια – παντρεύτηκε δυο φορές – και έγινε συγγραφέας.  Τυχαία, όμως, οι συμφοιτητές του στο λεύκωμα της Σχολής τον αποκαλούν «εκ γενετής  διαφωνούντα», πνεύμα αντιλογίας, δηλαδή;  Και μήπως τα γραπτά του και οι ήρωές του δεν μας  αποκαλύπτουν όλα αυτά που στοχάζεται, αυτά που νιώθει για όλους όσοι δεν μπόρεσαν να συμβαδίσουν με το κατεστημένο, τους Δον Κιχώτες της ζωής αυτής, που αναζητούν τον τρόπο  να σπάσουν τα καλούπια και να ελευθερωθούν;

Μια απελευθέρωση, έξω από τα καλούπια, είναι και η γραφή του Ατάι, ένα όργιο λέξεων και φράσεων από γεγονότα,  σκέψεις, συνειρμούς, στίχους, ονειροφαντασίες, ωδές, αποσπάσματα από ημερολόγια, καταλόγους και λήμματα εγκυκλοπαίδειας, με διήγηση μέσα στη διήγηση… Μια τομή στην τουρκική λογοτεχνία…

Και εδώ πρέπει να μιλήσουμε για την μετάφραση, η οποία καταφέρνει να αποδώσει τις λεπτές αποχρώσεις της φωνής του συγγραφέα, το χιούμορ, την ειρωνεία, τα λογοπαίγνια, τον ατελείωτο εκείνο πολυσέλιδο μονόλογο χωρίς σημεία στίξης, την «κατήχηση»…. Δικαίως η Νίκη Σταυρίδη πήρε το βραβείο μετάφρασης του περιοδικού «Χάρτης» για την μετάφρασή της αυτή σε ένα κείμενο δύσκολο και απαιτητικό. Αυτές τις μέρες διαβάζω τον Οδυσσέα του Τζόις και έχω την εντύπωση πως το κείμενο του Ατάι, είναι πολύ δυσκολότερο.

Μας ενδιαφέρει όμως, ένα μυθιστόρημα που μιλά για την ψυχή της Τουρκίας; Μας αφορά μια αφήγηση για τις αγωνίες και τις αβεβαιότητες, για την αναζήτηση μια ταυτότητας   του Τούρκου; 

Μας αφορά πιστεύω, στο μέτρο που είμαστε όλοι άνθρωποι και κάθε χώρα, κάθε λαός αντιμετωπίζει παρόμοια διλήμματα μ’ αυτά που θέτει το μυθιστόρημα. Όλοι ήμαστε σε μια αναζήτηση ταυτότητας, ακόμη κι αν δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.

Και,  πολλές φορές νιώθουμε με τον ένα ή τον άλλο τρόπο αδικημένοι, ανικανοποίητοι ή σαν να ασφυκτιούμε μέσα στη βολεμένη μας ζωή.  Ίσως έστω και για μια μόνο φορά στον βίο μας όλοι θελήσαμε να κάνουμε κάτι για να σπάσουμε τα καλούπια μέσα στα οποία μας έχουν τοποθετήσει. Και από την άποψη αυτή το μυθιστόρημα είναι μεγάλο, επειδή  είναι γραμμένο από έναν Τούρκο για την Τουρκία και για τους Τούρκους, οι αγωνίες όμως που εκφράζει είναι πανανθρώπινες.

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2023

Η ώρα της ευθύνης

 

Πολλά έχουν γραφτεί για το Ολοκαύτωμα, δεν έχουμε όμως πολλά κείμενα σχετικά με τα δεινά που υπέστησαν οι Εβραίοι μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Ένα τέτοιο κείμενο είναι η νουβέλα της  Κύπριας Νάσιας Διονυσίου Τι είναι ένας κάμπος (Πόλις,2021 ),  όπου η λέξη κάμπος σημαίνει στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Το  γεγονός: Οι Βρετανοί δημιουργούν στην Κύπρο στρατόπεδα κράτησης για τους Εβραίους, οι οποίοι στο τέλος του Β ΄ Παγκοσμίου πολέμου λαχταρώντας μια δική τους πατρίδα προσπαθούν να φτάσουν στη γη της επαγγελίας, την Παλαιστίνη, η οποία είναι υπό βρετανική κηδεμονία. Επειδή η Βρετανία βλέπει πως η ισορροπία μεταξύ Αράβων και Εβραίων διαταράσσεται εις βάρος των πρώτων, και μη θέλοντας να δυσαρεστήσει τους Άραβες, θέτει όριο στον αριθμό των Εβραίων εποίκων. Αρχίζει τότε μια παράνομη διακίνηση Εβραίων με υπερφορτωμένα σαπιοκάραβα τα οποία οι Βρετανοί εμποδίζουν να προσεγγίσουν στην Παλαιστίνη και τα κατευθύνουν στην Κύπρο, όπου δημιουργούνται στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Και οι  Βρετανοί δεν σταματούν εκεί, αλλά φέρνουν στο νησί και Γερμανούς αιχμαλώτους τους οποίους επιφορτίζουν με την κατασκευή των στρατοπέδων για τους Εβραίους! Έτσι οι Εβραίοι που μόλις απελευθερώθηκαν από τα γερμανικά στρατόπεδα βρίσκονται ξανά αιχμάλωτοι δίπλα στους διώκτες τους. 

Όταν ιδρύθηκε το κράτος του Ισραήλ (1948) τα στρατόπεδα αυτά έχασαν τον λόγο ύπαρξης τους,  όμως οι τελευταίοι Εβραίοι έφυγαν από το νησί το 1949.  Στα τρία χρόνια μεταξύ 1946 -1949 που λειτούργησαν τα στρατόπεδα πολλές χιλιάδες ανθρώπων (περίπου 53.000) πέρασαν από το νησί.

Ένα ιστορικό γεγονός – όχι πολύ γνωστό -  καταφέρνει η Διονυσίου να το επεξεργαστεί με μια ποιητική γραφή κρατώντας την ισορροπία ανάμεσα στο συναίσθημα, την πληροφορία, το σχόλιο, το μήνυμα και γράφοντας για το χτες με τη ματιά στραμμένη στο σήμερα …

Η υπόθεση: Ένας Κύπριος δημοσιογράφος έρχεται σ’ ένα τέτοιο στρατόπεδο Εβραίων έξω από την Αμμόχωστο, με την έγκριση των Βρετανών, για να γράψει ένα άρθρο για τις συνθήκες κράτησης. Τον ζήτησαν οι πρόσφυγες – ειδικά αυτόν – επειδή δεν έγραφε για «φορτία μεταναστών», όπως οι άλλοι δημοσιογράφοι, ούτε για «εποίκους, τρομοκράτες ή πράκτορες», όπως έλεγαν οι Άγγλοι. Έγραφε για «ανθρώπους».  

Σε ένα νησί που καταπιέζεται από τους «νόμους του Πάλμερ» οι οποίοι, μεταξύ άλλων, είχαν καταργήσει την ελευθεροτυπία, του γίνεται σαφές  πως «ισχύουν οι γενικοί περιορισμοί».  Ο Ρίτσαρντ Πάλμερ ήταν Βρετανός κυβερνήτης της Κύπρου τα χρόνια 1933- 1939, ο οποίος πήρε σκληρά δικτατορικά μέτρα που καταπίεζαν τον κυπριακό λαό.

Όμως, « για τον καθένα μας έρχεται η ώρα που πρέπει ν’ αποφασίσει μια για πάντα σε τι θα ωφελήσει η ζωή του». Ο Κύπριος δημοσιογράφος αποφασίζει πως με τις λέξεις μόνο μπορεί να πολεμήσει για την ανθρωπιά και το δίκιο. Λέγοντας την αλήθεια. «Για να μην καθόμαστε με σταυρωμένα χέρια ενώ το κακό εξακολουθεί να συμβαίνει αδιάκοπα».

Η ποίησηΗ αφήγηση στηρίζεται στην ποίηση του εβραϊκής καταγωγής ποιητή Πάουλ Τσέλαν,  η παρουσία του οποίου στοιχειώνει τα όνειρα, αλλά και τον ξύπνιο του δημοσιογράφου. Ο ποιητής  έγραψε στα Γερμανικά,  στη γλώσσα των διωκτών της φυλής του το ποίημα «Η φούγκα του θανάτου», ένα δικό του αλλιώτικο Kaddish (προσευχή των πενθούντων Εβραίων), σαν μνημόσυνο για τα θύματα του Ολοκαυτώματος. «Ακούγοντας» το ποίημα αυτό ο  Κύπριος δημοσιογράφος νοιώθει τα δεινά των κρατουμένων και ταυτίζεται με τον «άνθρωπο με το παλτό». Εκτός από τη « Φούγκα», σκόρπιοι στίχοι από ποιήματα του Τσέλαν πέφτουν σ’ όλο το κείμενο, καθώς  κι ένα εκτενέστερο απόσπασμα από το ποίημά του «Μαύρες νιφάδες», το οποίο έγραψε  για τη μητέρα του που θανατώθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο συγκέντρωσης.

Ο Πάουλ Τσέλαν (1920 -1970)

Εκτός από την ποίηση του Paul Celan η οποία κυριαρχεί στο κείμενο, ακούγεται ο απόηχος της φωνής του Σεφέρη, αλλά και  του Ομήρου και του Σολωμού (τουλάχιστον αυτούς αναγνώρισα εγώ)…

Ακόμη, ένα σεφαραδίτικο τραγούδι που μιλά για τη πυρκαγιά της Θεσσαλονίκης μας μεταφέρει την απόγνωση των κυνηγημένων από την κάθε είδους «φωτιά».

Οι παρενθέσεις: Τρία περιστατικά, τρία μικρά διηγήματα παρεμβάλλονται στις ημερολογιακές καταγραφές του δημοσιογράφου. Τα δύο από αυτά – «Πορτοκάλια»  και «Νερό» -  μας βγάζουν έξω από το στρατόπεδο για να μας μεταδώσουν τα συναισθήματα των απλών ανθρώπων που ζουν κοντά στον καταυλισμό και προσπαθούν με μικρές πράξεις συμπόνιας, όπως μπορεί ο καθένας, να απαλύνουν τον πόνο των κρατουμένων, ενώ στο τρίτο –«Θάλασσα» - μια γυναίκα κρατούμενη στο στρατόπεδο θυμάται το παρελθόν της και βρέχει το στόμα της με το νερό της θάλασσας σαν μεταλαβιά, - «αφού ο Θεός στη θάλασσα βρίσκεται» - μνημονεύοντας τους χαμένους αγαπημένους της.

Η «καλοσύνη»: Ένα μήνυμα ανθρωπιάς είναι η νουβέλα της Διονυσίου,  από την απλή αγρότισσα που συμπονά τον Γερμανό κρατούμενο και τον νεαρό οδηγό του βυτιοφόρου ο οποίος βγάζει κρυφά τα παιδιά από το στρατόπεδο για μια βόλτα στο περιβόλι μέχρι την απόφαση του δημοσιογράφου να πάει «με τη μεριά της απόγνωσης κι όχι με τους λύκους», αφού «ήμασταν μαθημένοι να τη στοχαζόμαστε αλλιώς την καλοσύνη».

Το χτες και το σήμερα: «Μα γιατί να λείψω ποτέ απ’ τον τόπο μου», αναρωτιέται η γυναίκα στο διήγημα «Πορτοκάλια»... 

H συγγραφέας αφηγείται την ιστορία των Εβραίων προσφύγων κι έχει στο μυαλό της τους Κύπριους που ξεριζώθηκαν από τη γη τους με την τουρκική εισβολή, μα και τις σύγχρονες καραβιές των απελπισμένων που πνίγονται στα νερά της Μεσογείου.  Μιλά για τον  Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη ματιά στραμμένη στους σημερινούς πολέμους που είναι πάντα «πολύδακροι», σαν τον καινούριο πόλεμο που μαίνεται στη χώρα που τραγούδησε στα ποιήματά του ο Πάουλ Τσέλαν.  Ο Τσέλαν γεννήθηκε στην πόλη  Τσερνιφτσί,  η οποία σήμερα ανήκει στην Ουκρανία αλλά εκείνη την εποχή ανήκε στο τότε Βασίλειο της Ρουμανίας και αργότερα στη Σοβιετική Ένωση. Η λέξη «Ουκρανία», επαναλαμβάνεται συχνά στα ποιήματά του και κυρίως σ΄ αυτά που μιλά για τη μητέρα του, όχι όμως ως χώρα αλλά ως περιοχή.

 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Διαβάζοντας στη Σάρα

 

Εδώ και λίγο καιρό αποκτήσαμε με μια φίλη τη συνήθεια  μια φορά την εβδομάδα να διαβάζουμε ένα - δυο διηγήματα και να τα συζητάμε μετά πίνοντας καφέ ή τσάι. Η φίλη έχει και μια γάτα παιχνιδιάρα και ναζιάρα, τη Σάρα, η οποία δεν ενδιαφέρεται για τα διαβάσματά μας, αλλά προσπαθεί να τραβήξει την προσοχή μας από τα βιβλία για να παίξουμε μαζί της.

Πριν από τις γιορτές αρχίσαμε  να διαβάζουμε τα Διηγήματα του Σαμπαχαττίν Αλή (Εκδόσεις  Τσουκάτου, 2021, σελ.125) σε μετάφραση από τα Τουρκικά του Θάνου Ζαράγκαλη. 


Παρατηρήσαμε ότι η συμπεριφορά της γάτας άλλαξε κι άρχισε να ανεβαίνει πάνω στις πολυθρόνες όπου καθόμαστε και να παρακολουθεί ήσυχη την ανάγνωση. Άλλοτε πάνω απ’ το κεφάλι μας, άλλοτε δίπλα μας, στο μπράτσο, και άλλοτε στην αγκαλιά.


Διαβάζοντας στη Σάρα (1)


Η αλλαγή αυτή δεν οφείλεται βέβαια στον  συγγραφέα και τη γραφή του, μάλλον η Σάρα συνήθισε αυτή τη ρουτίνα, το πήρε απόφαση πως όσο διαρκεί η ανάγνωση δεν θα της δώσουμε σημασία και θα σκέφτηκε πως αφού δεν μπορεί να το αποφύγει, καλύτερα να το απολαύσει.

Ας αφήσουμε όμως τη Σάρα, και ας πούμε δυο λόγια για τον  Σαμπαχαττίν Αλή, αυτόν τον αδικοχαμένο Τούρκο συγγραφέα και ποιητή και για τα Διηγήματά του, τα οποία πιστεύω πως αξίζει να διαβαστούν.

Ο Σαμπαχαττίν Αλή, λοιπόν, γεννήθηκε το 1907 και δολοφονήθηκε το  1948, αν και πολλοί υποστηρίζουν πως πέθανε από βασανιστήρια στα χέρια της αστυνομίας. Θεωρήθηκε αριστερός, αντικεμαλιστής και γενικά «επικίνδυνο» άτομο και στη διάρκεια της σύντομης ζωής του διώχθηκε και φυλακίστηκε .

Ο Σαμπαχαττίν Αλή


Ξεκίνησε γράφοντας ποίηση και παρόλο που έγραψε και τρία μυθιστορήματα είναι περισσότερο γνωστός ως διηγηματογράφος

Στα Διηγήματα έχουμε μια συλλογή από ερωτικά και κοινωνικά διηγήματα, με ρεαλιστικές περιγραφές που αφήνουν όμως ρωγμές για να εισχωρεί κάπου κάπου ένα εξωπραγματικό στοιχείο, ενώ άλλα είναι αλληγορικά, θα τα έλεγα παραβολές  – φαντάζομαι πως αυτό γινόταν ίσως και για να αποφεύγει  τη λογοκρισία.

«Η ιστορία του δάσους»,  το οποίο αν και πολύ σύντομο  μου θύμισε το εκτενές μυθιστόρημα της Άννυ Πρου, Οι άνθρωποι του δάσους (Καστανιώτης),  μιλά για την καταστροφή της φύσης και την αποψίλωση των δασών.

«Η Τσιλλή» είναι ένα διήγημα για την καταπίεση της γυναίκας στην τουρκική κοινωνία της εποχής.

Για  τους καρεκλοκένταυρους που απομυζούν τον κόπο του λαού κι  αυτούς που πλουτίζουν σε βάρος των αδύναμων μας μιλούν τα διηγήματα «Το γυάλινο κτίριο» και η αριστοτεχνικά γραμμένη «Ιστορία ενός ναύτη». Στα δύο αυτά προτείνονται και λύσεις διαφυγής από την καταπίεση.

Στο «Τσιρκίντζε»,  που είναι μια ιστορία για την παρακμή του ελληνικού χωριού Κιρκιντζέ μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μιλά για την εκμετάλλευση των χωρικών από τους άρχοντες. Στο διήγημα αυτό φαίνεται η αγάπη και ο θαυμασμός του συγγραφέα για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό.

Όσο για τα ερωτικά διηγήματα που περιλαμβάνονται στο βιβλιαράκι έχουμε  «Το βιολοντσέλο», ένα αισθαντικό διήγημα για τον έρωτα που δεν σβήνει με τον θάνατο, «Ο μύλος», μια συγκλονιστική ιστορία για την θυσία που κάνει ο ερωτευμένος για να σμίξει με την αγαπημένη του, «Τα χελιδόνια», μια αλληγορία με δυο ερωτευμένα χελιδόνια που μας θύμησε τον Μικρό πρίγκιπα,  ενώ «H ιστορία της καντήλας που έσβησε ξαφνικά» είναι ένα διήγημα σε στυλ gothic.

Στη γραφή του Σαμπαχαττίν Αλή γίνεται εμφανής η ποιητική του φλέβα, και σ' αυτό είναι σημαντική η συμβολή του μεταφραστή. Ο Θάνος Ζαράγκαλης, ο οποίος εκτός από μεταφραστής είναι και ο ίδιος συγγραφέας, μετέφρασε αστυνομικά μυθιστορήματα του Αχμέτ Ουμίτ και το έκανε πολύ καλά.   Στα Διηγήματα, όμως, φαίνεται πως με το γράψιμό του ο Σαμπαχαττίν Αλή άγγιξε την ψυχή και ξεδίπλωσε μια ποιητική πτυχή του μεταφραστή του. Έτσι, μας έδωσε όμορφα  κείμενα αποδίδοντας με τέχνη το πρωτότυπο και προσφέροντας πραγματικά σ΄ αυτούς που τα διαβάζουν την  αναγνωστική απόλαυση.

Ίσως, μάλιστα,   - λέμε τώρα - η Σάρα, ακούγοντας την ανάγνωση να έπιασε  στον αέρα  με τα ευαίσθητα μουστάκια της  την αίσθηση της απόλαυσης που μας έδινε το κείμενο και σ’ αυτό να οφείλεται  η αλλαγή στην συμπεριφορά της.

Διαβάζοντας στη Σάρα (2)