Τετάρτη 16 Απριλίου 2014

Για της Πόλης τη χαμένη ψυχή

Διάβασα ένα πολύ ενδιαφέρον μυθιστόρημα, το οποίο μας ήρθε εκ Τουρκίας, με τον παράξενο τίτλο «Ξυλόκερκος πόρτα» (Εκδόσεις Κονιδάρη, 2013). Το έγραψε η Ογιά Μπαϊντάρ και το μετέφρασε από τα Τουρκικά η Νίκη Σταυρίδη.



Μια ιστορία με πολιτικό φόντο, καθώς στην πλοκή παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο επαναστάτες (ενεργοί και παλαιότεροι) και στη δράση περιλαμβάνονται οι απεργίες πείνας και οι νηστείες μέχρι θανάτου των κρατουμένων σε κελιά απομόνωσης, αλλά και των συγγενών τους που βρίσκονται έξω από τις φυλακές. Μια ιστορία για την διαρκή αναμέτρηση του θανάτου με τη ζωή, αλλά και του έρωτα, ο οποίος μοιάζει ν’ αποτελεί μια έκφανση και των δύο.

Παρά την έντονη πολιτική χροιά, ο προβληματισμός της Μπαϊντάρ μας παρασύρει στα εσώτερα βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στην αέναη αναζήτηση της φαντασιακής πόρτας, η οποία θα μας οδηγήσει  στον άγνωστο εαυτό μας ή σ’ αυτόν που γνωρίζουμε μεν καλά, αλλά τον έχουμε κρύψει επειδή δεν έχουμε το θάρρος να τον αντιμετωπίσουμε. Υπάρχει δηλαδή, το ενδεχόμενο να βρούμε την πόρτα, να την μισανοίξουμε και τρομαγμένοι να την ξανακλείσουμε…

Πέρα απ’ αυτά, το μυθιστόρημα είναι και μια αναζήτηση του πραγματικού προσώπου της Πόλης, της Κωνσταντινούπολης, της Ισταμπούλ. Είναι αλήθεια πως αυτή η μοναδική πόλη,  εμπνέει πολλούς Τούρκους συγγραφείς  καθώς αποτελεί ένα παλίμψηστο με αλλεπάλληλα στρώματα ιστορικών γεγονότων και λαών, αλλά και τάξεων. ( Δείτε παλαιότερη ανάρτηση για το βιβλίο του Αχμέτ Ουμίτ "Μνήμες Κωνσταντινούπολης" εδώ.)

Στο βιβλίο η Πόλη των παιδικών χρόνων του Τεό, ενός Έλληνα της Πόλης, συμβαδίζει με την βυζαντινή Κωνσταντινούπολη, μια και ως ιστορικός ενδιαφέρεται για μια μυστηριώδη πόρτα στα παλιά τείχη, μπλέκεται όμως και με την Ισταμπούλ της Ντερίν - μιας νεαρής γυναίκας από την ανώτερη τάξη της Τουρκίας - με τα οχυρωμένα και φρουρούμενα συγκροτήματα, τα πολυτελή ξενοδοχεία και τα πολύβουα κλαμπ. 
Αυτές συνυπάρχουν με την άλλη Ισταμπούλ, αυτή  του Κερέμ Αλί, την πόλη των φτωχομαχαλάδων, την επικράτεια των «μη λευκών Τούρκων» και των τρομοκρατών / επαναστατών – η λέξη αλλάζει ανάλογα με το ποιος είναι αυτός που τη χρησιμοποιεί -  των απεργών πείνας  κι αυτών που «ξαπλώνουν για να πεθάνουν»,  των αυθαιρέτων, των καπηλειών, των λαϊκών κι επαναστατικών τραγουδιών. 
Υπάρχει ακόμη η Πόλη της Ουλκιού, μιας πρώην επαναστάτριας.  Αν και είναι Τουρκάλα χρησιμοποιώ τον όρο «Πόλη» κι όχι «Ισταμπούλ», γιατί η δική της πόλη, η πόλη της νοσταλγίας της,  μοιάζει με την Πόλη του Τεό, είναι η πόλη των μικρών σπιτιών, της γειτονιάς με δρόμους που έχουν ονόματα λουλουδιών και πουλιών, της παιδικής χαράς με τον αμμόλακκο…

Ακόμα κι οι θρησκείες, παλιές και νέες, μπλέκονται, όταν οι γυναίκες με τα μαύρα τσαντόρ «προβάλλονται» ως καλόγριες.  Όταν δίπλα στις αναφορές σε λατρευτικές τελετές και  σε σύμβολα των Αλεβιτών, στον προφήτη Αλί και το Ζουλφικιάρ, το περίφημο σπαθί του, συναντάμε αναφορές σε πολλά χριστιανικά σύμβολα, πράγμα κάπως ασυνήθιστο σε τουρκικό μυθιστόρημα.
Συναντάμε τον Ιούδα και τον αμφισβητούμενο ρόλο του στην προδοσία του Ιησού, μορφές απ’ τα χριστιανικά εικονίσματα με τις οποίες παρομοιάζονται οι γυναίκες, την  Πιετά του Μιχαήλ Άγγελου με την Παναγία που κρατά τον νεκρό Χριστό στην αγκαλιά της κι είναι σαν να κυοφορεί το αγέννητο παιδί της,  και πάνω απ’ όλα τη θυσία ή μάλλον την αυτοθυσία, όχι με την έννοια που της δίνουν οι μαχητές του ιερού πολέμου,  αλλά με την χριστιανική έννοια της θυσίας αυτού που  θυσιάζεται με ελεύθερη βούληση για να μην θανατώσει, αλλά για να βοηθήσει την ανθρωπότητα, την κοινωνία. Μια θυσία όπως αυτή του Χριστού, ο οποίος σταυρώθηκε για να σώσει τον κόσμο.

Σύμβολο που ενώνει όλους αυτούς τους διαφορετικούς κόσμους, το ανθισμένο δέντρο της κουτσουπιάς, το δέντρο του Ιούδα, ή κερκίς η κερατοειδής, όπως είναι το επιστημονικό της όνομα. Από το ξύλο του δέντρου αυτού είναι φτιαγμένη και η μυστηριώδης πόρτα  - η Κερκόπορτα – που έδωσε και τον τίτλο στο βιβλίο.

Δεν γίνεται να μη σταθώ στη μετάφραση, στην οποία οφείλεται ένα μεγάλο μέρος της απόλαυσης που αντλεί κανείς από την ανάγνωση του βιβλίου. Η Νίκη Σταυρίδη μας βάζει στο κλίμα με τις πολύ κατατοπιστικές σημειώσεις της, απαραίτητες όχι μόνον για τους εξ Ελλάδος αναγνώστες, αλλά και για μας που μεγαλώσαμε στην Τουρκία. Πάνω απ’ όλα, όμως, με τη γλώσσα που χρησιμοποιεί, η οποία μ’ έκανε πολλές φορές ν’ αναρωτηθώ πώς να ήταν στα Τουρκικά κάποιες εκφράσεις. Όπως, για παράδειγμα, όταν γράφει για την «πεισιθάνατη απελπισία» που ένιωθε η Ουλκιού ή για τη γυναίκα του γιατρού, η οποία περιφερόταν ανάμεσα στους ασθενείς «ανεμίζοντας την ομορφιά της»…

Σαν επίγευση, τέλος, από το ωραίο κι ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα κρατώ την αγάπη για τη ζωή, τη λαχτάρα για την ανακάλυψη της  «πόρτας» μας, την αγωνία για την «ψυχή της Πόλης» που χάνεται και την πίκρα για το πόσο δύσκολο, για να μην πω αδύνατον, είναι να ξεφύγει κανείς απ’ το περιβάλλον του και να περάσει σ’ έναν καινούριο κόσμο.