Σάββατο 5 Ιανουαρίου 2019

Η αιώνια ερωμένη, η παντοτινή


Σύντομες είναι  οι "Μικρές αστόλιστες ιστορίες" (Εστία, 2018) της Νίκης Σταυρίδη, το λέει κι ο τίτλος "μικρές", όχι όμως κι "αστόλιστες", όπως μετριόφρονα τις ονόμασε η ίδια. Στολισμένες είναι, με μνήμες και νοσταλγία,  με ήχους από ούτι και λατέρνα, με έρωτα  και συλλογικό φόβο, με ενοχές και απελευθερώσεις, με τη γεύση των ιτσλί, με αγάπες και διαψεύσεις, με στάχτη και καπνούς από παλιά βιβλία…
Μα εκείνο που ξεχωρίζει τις ιστορίες αυτές από άλλα βιβλία που γράφτηκαν για την Κωνσταντινούπολη είναι η ερωτική σχέση της Σταυρίδη με την πόλη αυτή. Κι αυτός ο έρωτας για τη "μήτρα" Πόλη, αυτός ο σεβντάς,  ξεχύνεται σαν χείμαρρος ορμητικός μέσα από τις σελίδες της συλλογής:

"Με γέννησες, με βύζαξες, με ανοιγόκλεισες μέσα στα οστρακοειδή σου - μύδια και στρείδια – για να βυζαίνω το αφροδισιακό τους υγρό και τα μάτια μου να μαθαίνουν το σχήμα του φρούτου σου και τα δόντια να κρατούν  ανάμεσά τους το φωτεινό μαργαριτάρι."

"Πόλη που ζητιάνεψα δεκάρα δεκάρα την αγάπη σου, που ικέτεψα την αποδοχή σου."

 "Πόλη που υποτάχτηκα στους φρουρούς και στους αφέντες σου για να μ’ αφήσεις να σε περπατώ."

"Εσύ ήσουν η γκόμενά μου και σ’ άφησα κι έφυγα. Τώρα, τι να μου κάνεις. Τι κι αν επιστρέφω…"

Και επιστρέφει πάντα η συγγραφέας σ’ αυτή την πιστή - άπιστη ερωμένη, επιστρέφει για ν’ αναζωογονηθεί πατώντας,  ως άλλος Ανταίος, στα χώματά της, να αναβαπτισθεί στα νάματά της σε ένα διαρκές ταξίδι ενηλικίωσης.
Επειδή  είναι και μια πορεία προς την ενηλικίωση αυτές οι ιστορίες:
Με το μικρό κορίτσι που βλέπει τα καράβια με την ελληνική σημαία στο λιμάνι- "Θα πω μυστικά στη φιληνάδα μου, στο σχολείο, ότι σήμερα το πρωί είδα την ελληνική σημαία"- και  την νεαρή έφηβη να διεκδικεί ένα κλειδωμένο συρτάρι στο μπουφέ για να κρύβει όσα γράφει. 
Με τις πρώτες ανησυχίες για τη διαφύλαξη της παρθενιάς, την προσμονή και το φόβο για το σεξ, την έλξη προς τον απαγορευμένο έρωτα με Τούρκο…
Με τον έρωτα που έρχεται όταν πια το κορμί γνωρίζει τι ζητά, αλλά και την ωριμότητα να αρκείσαι ακόμη και σε κάτι φευγαλέο, όπως "να σου ξαναχαρίσει η ζωή μια στιγμή μαζί".
 Με τον στοχασμό για τη θέση των γυναικών, που δεν μας έχουν ικανές  για "μεγάλα σχέδια", αλλά ξέρουμε  "να φτιάχνουμε γλυκό το πικρό νεράντζι" κι αφήνουμε το βιολί – τον "Γκιούλιβερ"- να το αιχμαλωτίσουν τα παιδιά μας, μπορούμε όμως να γίνουμε πολύ σκληρές προς τα πρόσωπα που εξουσιάζουμε.
Και να συνεχίζεται η πορεία αυτή με την επίσκεψη στον οικογενειακό τάφο, ο οποίος είχε πάνω του ένα ανοιχτό μαρμάρινο βιβλίο όπου χάραζαν τα ονόματα των θαμμένων…  "Ξήλωσα τον κισσό, βγήκε το ανοιχτό βιβλίο στη μέση, έπλυνα το μνήμα, πήγα ήρθα στη βρύση. Ήμουν σαράντα χρόνων και. Κάτι άρχισα να καταλαβαίνω από τη λάτρα των τάφων."

Μικρές νυχτερινές μουσικές τα τριάντα τρία διηγήματα και η "νυχτερινή αφιέρωση" που αποτελούν τη συλλογή. Πεζός λόγος, γεμάτος ποίηση. Η ποίηση εξάλλου είναι πανταχού παρούσα, αφού στίχοι του Ορχάν Βελί Κανίκ και του Ναζίμ Χικμέτ, του Πολ Ελιάρ, της Σαπφούς και του Σολωμού, ξεπηδούν κάθε τόσο και στολίζουν κι αυτοί της αστόλιστες ιστορίες, για να μην ξεχάσουμε και τη σκιά του Καβάφη που πέφτει πάνω στις σελίδες τους. Με τον Καβάφη δε, συνειρμικά μου έρχεται στο μυαλό η Αλεξάνδρεια κι ο Λόρενς Ντάρελ. Στο Αλεξανδρινό Κουαρτέτο βλέπει κι αυτός την πόλη σαν μια γυναίκα – ερωμένη. Πόλεις, μωσαϊκά φυλών και παλίμψηστα πολιτισμών, που εμπνέουν τον έρωτα.
Είμαι σίγουρη ότι οι διηγήσεις, έτσι αποκαλεί τις ιστορίες της η Νίκη Σταυρίδη, θα διαβαστούν  με απόλαυση. Λίγοι, - ελάχιστοι ελπίζω-  ίσως να δυσαρεστηθούν επειδή η συγγραφέας τους θίγει κάποια θέματα που ήταν (ή και είναι;) ταμπού. Ναι, κάποια πράγματα ίσως έμεναν στο σκοτάδι, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν υπήρχαν και δεν ζούσαν τη μυστική ζωή τους κάτω από την επιφάνεια. Νομίζω, ωριμάσαμε αρκετά ώστε να μπορούμε να μιλήσουμε πια για όλα. Άλλωστε αυτά που γράφει κανείς έχουν αξία αν προκύπτουν από πηγαία συναισθήματα και γνήσιους προβληματισμούς, πράγμα που ισχύει για τις διηγήσεις της συλλογής.