Σάββατο 31 Δεκεμβρίου 2011

Να διαβούμε το κατώφλι


Η Ρίτα, είναι χωρισμένη, ο πρώην σύζυγός της έχει βρει καινούρια αγάπη, κατά καιρούς όμως, όταν είναι απογοητευμένος από την νέα του σύντροφο ή από τη δουλειά του επιστρέφει στη Ρίτα κι εκείνη τον δέχεται και τον αφήνει να γείρει στον ώμο της, τον παρηγορεί. Η κατάσταση αυτή της δημιουργεί ελπίδες πως ίσως και να γυρίσει κάποτε σ’ αυτήν. Ήδη έχουν περάσει πέντε χρόνια, και η Ρίτα  γνωρίζει βαθιά μέσα της, πως τα πράγματα θα μείνουν έτσι, όπως βολεύουν τον πρώην. Το σκέφτεται, αλλά δεν αποφασίζει να κόψει το σχοινί και να ξαναρχίσει τη δική της ζωή. Και τα χρόνια περνούν.
Ο Γιάννης μπήκε από φοιτητής στη νεολαία ενός κόμματος, κι από τότε έχει παραμείνει πιστός οπαδός. Η τελευταία κρίση που πέρασε η χώρα μας, τον έκανε να δει πόσο λίγοι είναι οι πολιτικοί μας και πόσο κατώτερη των περιστάσεων αποδείχτηκε η ηγεσία του κόμματος, στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι μπορεί μεν να ωφελήθηκε ο ίδιος, αλλά στην ουσία δεν βοήθησε καθόλου την πατρίδα του. Τώρα, θέλει να φύγει απ’ το κόμμα, ντρέπεται όμως, τους φίλους του, φοβάται πως θα τον πουν αχάριστο, πως θα του γυρίσουν την πλάτη και θα μείνει μόνος. Αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση από την οποία θέλει να βγει, αλλά δεν τολμά.
Η Χαρά, μια νέα κοπέλα,  καταπιέζεται από τον αυστηρό πατέρα της. Τελείωσε τη Νομική, ακολουθώντας την επιθυμία του, ενώ δική της λατρεία είναι το θέατρο. Εργάζεται τώρα στο δικηγορικό γραφείο ενός φίλου του πατέρα της. Μισεί τη δουλειά αυτή, η οποία της τρώει όλο το χρόνο της, λαχταρά το θέατρο, ο μισθός όμως που παίρνει την έχει βολέψει.
Τα ονόματα είναι ψεύτικα, τα περιστατικά όμως είναι αληθινά.
Πόσοι άνθρωποι, φίλοι μας, γνωστοί μας, εμείς οι ίδιοι, δεν αισθανόμαστε πολλές φορές, να ασφυκτιούμε μέσα σε μια κατάσταση που δεν μας ικανοποιεί, μας πνίγει, αλλά φοβόμαστε να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα που θα μας βγάλει απ’ το τέλμα.
«Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, ένα κατώφλι. Μέσα από το κατώφλι αυτό είσαι βολεμένος και, πολλές φορές, αν και υπάρχουν πράγματα που σε δυσαρεστούν τα αγνοείς, για να μην ξεβολευτείς. Απ’ έξω, είναι όλα όσα επιθυμείς αλλά σε τρομάζουν, ένα  άγνωστο, επιθυμητό κι απειλητικό συγχρόνως» λέει ένας από τους ήρωες μου, ο άστεγος, στην ηρωίδα, στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Η αστυνομικίνα είχε άγγελο» Ωκεανίδα, 2011. «Έρχεται όμως  κάποια στιγμή, συμβαίνει ένα γεγονός και σε σπρώχνει να περάσεις το κατώφλι σου», συνεχίζει. «Μερικοί κρατιούνται, μένουν μέσα στη σιγουριά τους και πληρώνουν το τίμημα. Άλλοι, βρίσκουν την ευκαιρία και πετάγονται έξω, ελευθερώνονται. Κι αυτοί όμως θα υποστούν κάποιες συνέπειες. Βλέπεις στη ζωή πληρώνεις για το κάθε τι, τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει λοιπόν να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Ήρθε η στιγμή να περάσεις το κατώφλι; Έφτασες στα όριά σου ή θα το αντέξεις και θα συμβιβαστείς;»
Δεν είναι εύκολο να περάσει κανείς το κατώφλι, όσο εγκλωβισμένος κι αν αισθάνεται. Πρέπει όμως να σκεφτεί σοβαρά, ότι για μερικά πράγματα αξίζει να διακινδυνέψει κανείς και να ξεβολευτεί. Ακόμα κι αν αποδειχθεί πως κακώς έκανε το βήμα, αν δεν το δοκιμάσει, θα μένει πάντα να αναρωτιέται «αν το είχα κάνει;» κι η ζωή του θα φαρμακώνεται από την αμφιβολία αυτή.
Εύχομαι την καινούρια χρονιά να βρούμε τη δύναμη να περάσουμε το δικό του κατώφλι ο καθένας, να βγούμε  από το κλουβί και το πέταγμα αυτό να μας βγει σε καλό. 

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

Δες το αλλιώς


Έφτασαν και πάλι τα Χριστούγεννα. Έτσι, κοινότυπα, θα μπορούσε να αρχίζει μια σχολική έκθεση. Kι όμως, μια τόσο τετριμμένη διαπίστωση μπορεί να λειτουργεί κατευναστικά. Γιατί αυτή η επανάληψη του κύκλου των εορτών κάθε χρόνο είναι καθησυχαστική. Μέσα σε όλη την αβεβαιότητα που ζούμε, ειδικά τον τελευταίο καιρό, είναι μια παρηγοριά να υπάρχουν κάποια σταθερά πράγματα, να ξέρουμε πως ό,τι και να γίνει, τα Χριστούγεννα θα έρθουν, και μετά η Πρωτοχρονιά, τα Φώτα, το Πάσχα, ο δεκαπενταύγουστος... και πάλι απ’ την αρχή.
Και φέτος, λοιπόν, όπως κάθε χρόνο, πιστεύοντες και μη πιστεύοντες θα γιορτάσουν τα Χριστούγεννα όπως μπορούν, θα στολίσουν, τα σπίτια τους, θα κάτσουν με φίλους και συγγενείς γύρω από τραπέζια - φτωχικά ή πλούσια-, θα τσουγκρίσουν τα ποτήρια τους και θα ευχηθούν τα «Χρόνια Πολλά».
Γιορτάζουμε, άλλωστε, μια γέννηση που σημάδεψε όλο τον δυτικό πολιτισμό. Ακόμη και η Ιστορία χωρίστηκε στα δύο με βάση εκείνη την ημέρα: Προ Χριστού και μετά Χριστόν.
Σήμερα, όμως,  πόσο ζωντανό είναι το πνεύμα των Χριστουγέννων; Τι μήνυμα μπορεί να μας φέρει η γιορτή αυτή, μέσα στην κρίση που ζούμε, στην απογοήτευση, στο φόβο για το μέλλον, στην καταχνιά;
Ένας προεόρτιος ύμνος των Χριστουγέννων που μ’ αρέσει πολύ και για τη μελωδία του, λέει τα εξής:
«Η Παρθένος σήμερον, τον προαιώνιον Λόγον, εν σπηλαίω έρχεται, αποτεκείν απορρήτως. Χόρευε, η οικουμένη ακουτισθείσα, δόξασον, μετά Αγγέλων και των ποιμένων, βουληθέντα εποφθήναι, Παιδίον νέον, τον προ αιώνων Θεόν».
Όπως το καταλαβαίνω εγώ, η επανάσταση που φέρνει η γέννηση του Χριστού, είναι ακριβώς αυτό το Νέον Παιδίον, το οποίο, όμως, ταυτόχρονα, είναι και κάτι πολύ παλιό. Ο προ αιώνων Θεός, ο Θεός στον οποίο επί αιώνες πίστευαν οι Εβραίοι, έρχεται στον κόσμο και είναι καινούριος. Είναι σαν να μας καλεί,  ο ύμνος, να δούμε τον Θεό με άλλα μάτια, από άλλη οπτική γωνία, σαν κάτι νέο, όχι όπως τον έβλεπαν μέχρι τότε οι άνθρωποι, σαν αυστηρό Θεό που τιμωρεί και εκδικείται, αλλά σαν Θεό της Αγάπης, ελεήμονα και συγχωρητικό. Ανθρώπινο.
Με το ίδιο κάλεσμα είναι σαν να μας προτρέπει να δούμε με καινούρια μάτια, τον κόσμο μέσα στον οποίο ζούμε, κι όχι μόνο αυτόν, αλλά και τους γύρω μας, καθώς και τον εαυτό μας μέσα σ’ αυτόν.
Αν αλλάξουμε τον τρόπο που κοιτάζουμε το κουνέλι της εικόνας, θα δούμε μια πάπια ξαπλωμένη στο χορτάρι. Με τον ίδιο τρόπο μπορούμε να κοιτάξουμε όλα τα πράγματα με νέο βλέμμα.
Ίσως τότε μπορέσουμε να δούμε πως το παλιό μπορεί να μεταμορφωθεί σε καινούριο, αυτά που νομίζαμε σωστά να τα βρούμε λάθος, όσα πιστεύαμε για σίγουρα να κλονιστούν, κι αυτά που νομίζαμε πως θα μας κάνουν ευτυχείς, να μας φανούν άχρηστα. Να αναθεωρήσουμε τις σχέσεις μας, τις αξίες στις οποίες πιστεύαμε μέχρι σήμερα. Να δούμε τον παλιό μας εαυτό σαν κάτι άλλο, και να αφουγκραστούμε τις πραγματικές ανάγκες του, αυτές που βγαίνουν από μέσα μας κι όχι αυτές που μας επιβάλλονται απ’ έξω. Τότε ίσως βρούμε ένα καινούριο νόημα  στη ζωή μας, το οποίο θα μας βοηθήσει να αντέξουμε στις δύσκολες μέρες που έρχονται μετά τις γιορτές.
Σας εύχομαι, να μπορέσετε να νιώσετε ένα τέτοιο μήνυμα από τα Χριστούγεννα, ακόμα κι αν δεν πιστεύετε, και να δείτε τον εαυτό σας αλλιώς, σαν Παιδίον Νέον, με όλες τις ελπίδες και τις υποσχέσεις για το μέλλον, που κουβαλά μέσα του κάθε παιδί.
Καλά Χριστούγεννα!

Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011

Ο εαυτός που μας δόθηκε

Είναι η μοίρα του καθενός προδιαγεγραμμένη; Είμαστε αυτοί που είμαστε επειδή έτσι γεννηθήκαμε;
Οι επιστήμονες λένε ότι πάρα πολλά από όσα μέλλουν να μας συμβούν είναι «γραμμένα», κατά κάποιον τρόπο,  στα γονίδια μας. Μπορούμε όμως να επέμβουμε στον εαυτό που μας δόθηκε και να τον αλλάξουμε στην πορεία της ζωής μας ή είμαστε ανήμποροι να ξεφύγουμε από το πεπρωμένο; Τέτοια ερωτήματα ξεπετάγονται καθώς διαβάζει κανείς το βιβλίο του Μάκη Πανώριου, τον οποίο γνώριζα  ως ηθοποιό, ομολογώ, όμως, πως δεν είχα ιδέα ότι είναι και ένας καταξιωμένος συγγραφέας φανταστικής λογοτεχνίας, από τους λίγους που έχουμε στην Ελλάδα. Το έμαθα, διαβάζοντας το βιβλίο του «Η σιωπή στο τέλος του δρόμου», Οξύ (2010)





Μια αφήγηση που ακροβατεί μεταξύ πραγματικότητας και φαντασίας και  σε παρασύρει γλυκά στον φανταστικό κόσμο της, χωρίς να το καταλάβεις.
Μιλά για έναν Ταξιδιώτη, το βιβλίο, τον Αλέξανδρο, και καταλαβαίνεις πως αυτός ο ταξιδιώτης μπορεί να είναι ο καθένας μας. Γιατί το ταξίδι του, το οποίο έχει γνωστό προορισμό – τη Μητρόπολη – αλλά απρόβλεπτη διαδρομή γεμάτη απρόοπτα, είναι η πορεία του καθενός μας από τη ζωή προς το αναπόφευκτο τέλος. Το ταξίδι, λοιπόν, το οποίο όμως είναι μοναδικό για τον κάθε άνθρωπο.
Οι άνθρωποι που συναντά ο Αλέξανδρος στο δρόμο του είναι συμβολικές μορφές, αυτοί που καθορίζουν τον κάθε σταθμό,  σαν ορόσημα σ’ αυτή την υπαρξιακή αναζήτηση.
Στο ταξίδι του διασχίζει ονειρικούς τόπους και μπαινοβγαίνει σε παράξενα κτίρια, με σκάλες που δημιουργούνται σκαλί σκαλί καθώς τις κατεβαίνεις, καταπακτές, πόρτες ή παράθυρα που εμφανίζονται και εξαφανίζονται μυστηριωδώς και μου θύμισαν τα πέρα από τη λογική κτίρια του Escher. Ακριβώς όπως πέρα από τη λογική είναι καμιά φορά και τα όνειρά μας, οι φόβοι και οι επιθυμίες μας.


Ακολουθώντας τον Αλέξανδρο ο αναγνώστης παρασύρεται σε στοχασμό γύρω από τη ζωή και την ανθρώπινη μοίρα, το πεπρωμένο, για τον εαυτό που μας δόθηκε.  
Τον οποίο, ακόμα κι αν τον βλέπουμε ως κατάρα, «πρέπει να προσπαθήσουμε να τον μεταμορφώσουμε μέσα μας σε ευλογία , αναζητώντας τα θετικά στοιχεία του, για να μπορέσουμε να επιβιώσουμε, αφού δεν μπορούμε να απαλλαγούμε απ’ αυτόν».
Προς το τέλος του ταξιδιού ο Αλέξανδρος συναντά μια άλλη μορφή σύμβολο τον Παρατηρητή και η μεταξύ τους συνομιλία είναι ένα από τα δυνατά σημεία του βιβλίου:
Λέει ο Αλέξανδρος για τους ανθρώπους «… Πλάστηκαν ενδεχομένως ως τέρατα. Αλλά η ωραιότητά τους είναι ότι «κατασκευάζουν» την ωραιότητα που δεν τους δόθηκε».
«Βέβαια», είπε ο Παρατηρητής. «Έχεις απόλυτο δίκιο. Μπορεί να είμαστε δυστυχισμένοι, ασθενείς, κτηνώδεις, πεπερασμένοι, θλιβεροί, άθλιοι, ζωώδεις, φριχτοί, βρομεροί, αποκρουστικοί ή και τόσα άλλα πολύ πιο ακατανόητα κι από την Ιστορία μας ακόμη, ακόμη κι από την ιστορία του Άντρα (έχει προηγηθεί αναφορά στο μύθο του Οιδίποδα), όμως πέρα απ’ όλα αυτά είμαστε οι αναζητητές της ανωτερότητάς μας. Κι αυτό,  πιθανώς μας δικαιώνει».
Κάθε αναγνώστης παίρνει το δικό του μήνυμα από το κάθε βιβλίο κι εγώ κρατώ αυτά τα λόγια:  Να ψάχνουμε τα θετικά στοιχεία του εαυτού μας, να προσπαθούμε να κατασκευάζουμε την ωραιότητα που δεν μας δόθηκε για να αντέξουμε στα δύσκολα της πορείας μας.
Και τι βρίσκεται στο τέλος του δρόμου; Η σιωπή, δηλώνει  ο συγγραφέας, ήδη από τον τίτλο. Αλλά,  ας προσπαθήσουμε να χαρούμε το ταξίδι κι όσο για τη σιωπή…  Τι να πούμε; Ας σιωπήσουμε.... 

Δευτέρα 5 Δεκεμβρίου 2011

Να έχεις ή να είσαι


«Να έχεις ή να είσαι», είναι ο τίτλος ενός βιβλίου του Έριχ Φρομ, το οποίο διάβασα αρκετά χρόνια πριν. Το ξαναθυμήθηκα πριν από λίγες μέρες, όταν βρέθηκα σε μια συντροφιά και καθώς γνώριζα ελάχιστους, παρακολουθούσα σιωπηλά τις συζητήσεις. Μετά από λίγο συνειδητοποίησα πως στην κουβέντα κυριαρχούσε κι επαναλαμβανόταν μια μικρή λεξούλα:
«Έχω».
«Έχω ένα αυτοκίνητο…», «Έχω ένα σκύλο…», «Έχω το i-pod…» , «έχω το νέο cd της ... » και πάει λέγοντας. Αναρωτήθηκα με ποιες άλλες λέξεις θα μπορούσε να εκφραστεί κανείς για να πει τα ίδια πράγματα:
«Κυκλοφορώ με ένα αυτοκίνητο…», «Υιοθέτησα ένα σκύλο…», «Χρησιμοποιώ το i-pod…», «Ακούω το νέο cd της…».
Το ίδιο ρήμα ακούγεται όχι μόνο όταν αναφερόμαστε στα πράγματα που κατέχουμε, αλλά και όταν μιλάμε για άλλα, πιο σημαντικά θέματα.
«Έχω τρία παιδιά», «Έχω τόσους φίλους στο facebook»...
«Έχω αγόρι», μου εκμυστηρεύθηκε η κόρη μιας φίλης, προχθές. Και σκέφτηκα πόσο πιο πλούσια και τρυφερά συναισθήματα για το δεσμό της, θα μου μετέδιδε η φράση «Είμαι μ’ ένα αγόρι». 
Οι λέξεις, λοιπόν, προδίδουν αυτό που εμείς αρνούμαστε να παραδεχτούμε.
Η αλλαγή στη γλώσσα, η αλλαγή στη χρήση των λέξεων που διαλέγουμε - ασυναίσθητα ίσως – όταν μιλάμε, δείχνουν τις αξίες μας, την αντίληψη μας για τον κόσμο, εκφράζουν τη σημασία που δίνουμε στα πράγματα, φανερώνουν την αυτοεπιβεβαίωση που εισπράττουμε κατέχοντας πράγματα και δηλώνοντάς το. Φτάσαμε στο σημείο να λατρεύουμε τα πράγματα, να αισθανόμαστε καλύτερα όσο περισσότερα έχουμε, το «έχω άρα υπάρχω» έγινε η φράση κλειδί της εποχής μας. Προσπαθώντας, όμως,  να έχουμε στην κατοχή μας όσο το δυνατόν περισσότερα ξεχάσαμε να «είμαστε». Το πώς νοιώθουμε, το πόσο μοναδικό και ανεπανάληπτο ον είναι ο καθένας μας, ο εσωτερικός πλούτος που κρύβουμε εντός μας, όλα αυτά πέρασαν σε δεύτερη μοίρα.
Ίσως η κρίση είναι μια ευκαιρία για να διαπιστώσουμε πως δεν είναι το παν «να έχεις», αλλά «να είσαι». Ίσως μας βοηθήσει να ανοίξουμε τα μάτια μας και να αναγνωρίσουμε αυτό που πραγματικά «είναι» οι φίλοι μας, οι γείτονές μας, οι συνάνθρωποί μας. Μας κάνει να μιλήσουμε για συναισθήματα, για εμπειρίες, για χαρές και λύπες, και όχι για άψυχα «πράγματα». Ίσως μας οδηγήσει να μοιραστούμε πράγματα και μας ελευθερώσει από τη σκλαβιά του καταναλωτισμού. Και το κυριότερο: Μπορεί να μας βοηθήσει να ανακαλύψουμε τον εαυτό μας απ’ την αρχή και να τον αγαπήσουμε γι αυτό που είναι κι όχι γι αυτά που έχει.
Στο κάτω κάτω της γραφής όλοι «έχουμε» μια καρδιά.
Λάθος πρόταση.
Στο στήθος του κάθε ανθρώπου χτυπά μια καρδιά. 

Τετάρτη 23 Νοεμβρίου 2011

Άνθρωποι μονάχοι


Ξεκίνησα να γράψω ένα κείμενο σχετικά με την τέχνη και την δημιουργικότητα, αλλά αυτό με οδήγησε σ’ ένα βιβλίο που διάβασα το καλοκαίρι και προτίμησα να μιλήσω γι αυτό, μια και μιλά για την τέχνη. Tο βιβλίο είναι του Μισέλ Ουελμπέκ και έχει τον άχαρο, αλλά και τόσο σημαντικό τίτλο «Ο χάρτης και η επικράτεια» (βιβλιοπωλείον της Εστίας, 2011).
Είναι το δεύτερο βιβλίο του συγγραφέα που διαβάζω, η πρώτη μου γνωριμία μαζί του έγινε με τα «Στοιχειώδη σωματίδια» (Εστία, 2002). Τότε, χωρίς να μπορώ να πω ότι ενθουσιάστηκα, είχα την αίσθηση ότι διάβαζα κάτι καλό. Τώρα είμαι βέβαιη πως πρόκειται για έναν σημαντικό και ξεχωριστό σύγχρονο συγγραφέα.
Αν ψάξετε στο Διαδίκτυο θα βρείτε πολλά παράξενα φερσίματά του και θα καταλάβετε γιατί τον θεωρούν εκκεντρικό. Η μαγκιά του είναι ότι στο βιβλίο  βρίσκει το χιούμορ να διακωμωδήσει ακριβώς αυτές τις πλευρές του χαρακτήρα του - ένας από τους ήρωες του είναι ο ίδιος - και στην κορύφωση της πλοκής να δολοφονήσει τον εαυτό του με εξαιρετική αγριότητα.
Κεντρικός ήρωας είναι ο Ζεντ Μαρτέν, ένας καλλιτέχνης που γίνεται διάσημος όταν κάνει μια έκθεση με φωτογραφίες λεπτομερειών από τους χάρτες της Μισελέν. Εδώ είναι και το πρώτο σχόλιο του Ουελμπέκ για τη σύγχρονη κοινωνία, η οποία εθισμένη στο θέαμα, δίνει περισσότερη σημασία στον ίδιο το χάρτη, παρά στην περιοχή, την επικράτεια, την οποία αυτός αναπαριστά.
Ο συγγραφέας κριτικάρει έντονα την αγορά της Τέχνης, αλλά αποτίνει φόρο τιμής στην ίδια την Τέχνη, ως δημιουργία. Πέρα, όμως, και πιο βαθιά από μια ιστορία για την Τέχνη το βιβλίο είναι ένας στοχασμός για τον άνθρωπο, για τις χαμένες ευκαιρίες του και τα αδιέξοδα, για τη μοναξιά του. Όλοι οι ήρωες είναι μόνοι, ο Ζεντ, ο ηλικιωμένος πατέρας του, ο Ουελμπέκ. Ο Ζεντ ενώ βρίσκει τον έρωτα στο πρόσωπο της Όλγας, - «η ζωή κάποια στιγμή μας δίνει μια ευκαιρία» -  την αφήνει να χαθεί μέσα απ’ τα χέρια του και του απομένει η αίσθηση ότι «απλώς φανήκαμε ανάξιοι του δώρου που μας είχε δοθεί».
Έτσι, ο ήρωας πορεύεται μόνος, με μόνη παρηγοριά του την Τέχνη, η οποία όμως αδυνατεί να αντικαταστήσει τα πρόσωπα, τα οποία γεμίζουν κι ομορφαίνουν τη ζωή μας.
Προς το τέλος του βιβλίου, όπου προφητικά αναφέρεται η οικονομική κρίση που θα πλήξει τη Γαλλία και θα την κάνει τουριστικό προορισμό για Κινέζους και Ρώσους, ο Ζεντ δημιουργεί τα πιο συνταρακτικά - για μένα  - έργα του:
Παίρνει τις φωτογραφίες όλων των ατόμων που γνώρισε, όσων είχε τη φωτογραφία. Τις στερεώνει στο ύπαιθρο, μπροστά στο σπίτι του και τις φιλμάρει αφήνοντας να λειτουργήσει η φυσική αποσύνθεση, μέχρι τα πρόσωπα να εξαφανιστούν και το χαρτί να λιώσει, να αποσυντεθεί.
Με την αποσύνθεση και διάλυση των μορφών αυτών, αλλά και άλλων συμβόλων της εποχής του καταναλωτισμού, υπονοείται πως μια αδηφάγος φύση  θα καταπιεί τον άνθρωπο και τον βιομηχανικό πολιτισμό που δημιούργησε. "Ο θρίαμβος της βλάστησης είναι απόλυτος".

Τετάρτη 16 Νοεμβρίου 2011

Για την πατρίδα, ρε γαμώτο


Οι Έλληνες, εδώ και λίγο καιρό, αισθανόμαστε ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι καθώς είδαμε τους «ισχυρούς» της Ευρώπης να μας επιτιμούν, να μας λοιδορούν και να απειλούν πως θα μας πετάξουν έξω  από τον ευρωπαϊκό παράδεισο. Και ενώ μέχρι τώρα δεχόμασταν την «ελληνική ιδιαιτερότητα» - δανείζομαι τον τίτλο από τον Καστοριάδη - ως μετάλλιο τιμής, αυτή γίνεται πλέον στίγμα, που απειλεί να μας ρίξει στον Καιάδα των οικονομικά ανήμπορων.
Ο πατριωτισμός μας, πληγωμένος, αναδύεται από το βάθος του συνειδητού μας, όπου τον είχαμε καταχωνιάσει  - φοβούμενοι μήπως χαρακτηριστούμε εθνικιστές - και διεκδικεί τη θέση του στη ζωή μας.
Ο πατριωτισμός είναι θέμα συναισθήματος, σε αντίθεση με τον εθνικισμό που είναι ιδεολογία, υποστηρίζει ο Kwame Anthony Appiah στο άρθρο του «Κοσμοπολίτες πατριώτες» («Υπέρ Πατρίδος, Πατριωτισμός ή Κοσμοπολιτισμός;», Martha Nussbaum κ.ά., Scripta, Αθήνα 1999):


« Αν υπάρχει ένα συναίσθημα το οποίο μας δημιουργεί ο πατριωτισμός, αυτό είναι οπωσδήποτε η υπερηφάνεια. Όταν παίζεται ο εθνικός ύμνος, όταν κερδίζει η εθνική ομάδα, όταν επικρατεί ο εθνικός στρατός, υπάρχει αυτή η ανατριχίλα στη σπονδυλική στήλη, μια ηλεκτρισμένη αναμονή, η συγκίνηση ότι είσαι με τους κερδισμένους. Αλλά ο πατριώτης είναι οπωσδήποτε ο πρώτος που υποφέρει από τη ντροπή της χώρας του: ο πατριώτης είναι εκείνος που υποφέρει όταν μια χώρα εκλέγει λάθος ηγέτες, ή όταν αυτοί οι ηγέτες υπεκφεύγουν, μεγαλαυχούν, παίζουν θέατρο ή προδίδουν τις αρχές μας».
Θα νόμιζε κανείς πως τα λόγια αυτά είναι γραμμένα για την περίπτωσή μας. Ντρεπόμαστε, πράγματι για την κατάντια των πολιτικών μας. Εμείς όμως τους εκλέξαμε και πρέπει να σκεφτούμε πώς και γιατί αφεθήκαμε να μας ξεγελάσουν. Μήπως επειδή είχαμε τοποθετήσει γύρω από μας και τα μέλη της οικογένειάς μας έναν προστατευτικό κλοιό και βολευτήκαμε με τις διαβεβαιώσεις τους, πως αυτός θα διαφυλαχτεί; Επειδή ελπίζαμε πως αυτοί θα φρόντιζαν να διαιωνίζεται αυτή η πελατειακή σχέση «μεταξύ πολιτικού και ψηφοφόρου, κατά την οποία ο μεν ψηφοφόρος παρέχει υποστήριξη προσδοκώντας προστασία, ενώ ο πολιτικός εκποιεί το κράτος στους ψηφοφόρους με αντάλλαγμα να το κατέχει ο ίδιος, δηλαδή να θεμελιώνει την ισχύ του στη δυνατότητα να διανέμει – αυτός, κι όχι κάποιος άλλος – προσοδοφόρες θέσεις κι αξιώματα»; («Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας», Π. Κονδύλης, Θεμέλιο).
Συναισθανόμαστε τώρα, τις συνέπειες του γητέματος, στο οποίο αφεθήκαμε  και η πατρίδα αποκτά μια νέα σημασία, καθώς βλέπουμε πως αν αυτή καταρρεύσει θα μας πάρει μαζί της. Επιστρέφουμε λοιπόν στον πατριωτισμό. Είναι άραγε η λύση;  
Αν φανταστούμε τον εαυτό μας και την οικογένειά μας στο κέντρο ομόκεντρων κύκλων δεν μπορούμε να φτάσουμε στους εξωτερικούς κύκλους όπου βρίσκονται οι συμπατριώτες μας αν δεν περάσουμε από άλλους μικρότερους στους οποίους στέκονται οι γείτονές μας και οι συμπολίτες μας.

Είναι δυνατόν, άραγε, ένας τέτοιος πατριωτισμός, ο οποίος ξεκινά με την κατανόηση του ευαγγελικού «τις εστί μου πλησίον» και  απλώνει τους κύκλους του προς τα έξω,  να ωφελήσει την πατρίδα και να αφήσει ανοιχτή την προοπτική για ένα άνοιγμα προς τους εξώτερους κύκλους, προς μια πιο ανθρώπινη ανθρωπότητα;
Ίσως, ναι, αλλά φοβάμαι, πως θα απαιτήσει ένα  ικανό απόθεμα ηθικών πόρων και  μια αναθεώρηση στο πλέγμα αξιών που διαμορφώθηκε τα τελευταία χρόνια, μια αλλαγή Παραδείγματος.
Αξίζει όμως τον κόπο να προσπαθήσουμε. Για την πατρίδα, ρε γαμώτο. 

Σάββατο 12 Νοεμβρίου 2011

Οι άνθρωποι μέσα μου



Πόσους ανθρώπους κρύβουμε μέσα μας;
Εγώ, συχνά έχω την αίσθηση πως δεν είμαι ένας μόνο άνθρωπος. Σαν να υπάρχουν μέσα μου διάφοροι τύποι, πολύ διαφορετικοί ο ένας απ’ τον άλλο. Πότε είμαι ένα ξένοιαστο κοριτσόπουλο και άλλοτε ένας σοφός γέρος. Σήμερα είμαι μοντέρνα και προοδευτική κι αύριο παλιομοδίτικη. Συντηρητική κι επιφυλακτική συνήθως, ξεπετιέται κάπου κάπου μια τυχοδιώκτρια που με σπρώχνει να ρισκάρω. Κρύβω μέσα μου έναν κυνηγημένο περιθωριακό, αλλά καμιά φορά ξεμυτίζει κι ένας σκληρός ρατσιστής. Διορατική και αφελής.  Ειλικρινής και υποκρίτρια και… πολλά άλλα.
Φαντάζομαι πως όλοι νοιώθουν το ίδιο πολλές φορές. Εγώ το συνειδητοποίησα όταν άρχισα να γράφω λογοτεχνία. Όταν έγραψα το πρώτο μου μυθιστόρημα, «Οι Ποδηλάτισσες», πολλοί με ρωτούσαν ποια από τις τρεις αδελφές - ηρωίδες, είμαι εγώ.
Κατάλαβα τότε, πως κάθε ήρωας μου, αν και πίστευα πως τον είχα πλάσει με πρότυπο κάποιο πρόσωπο έξω από μένα, στην πραγματικότητα είναι ένας άνθρωπος που βγαίνει από μένα, από μέσα μου. Κάποιες φορές η αίσθηση αυτή είναι τρομακτική, συγχρόνως όμως μου προσφέρει την ικανοποίηση – ίσως την αυταπάτη -  πως δεν είμαι ένα βαρετό άτομο, αλλά μια ενδιαφέρουσα και πολύπλευρη προσωπικότητα.  
Το βέβαιο είναι πως αυτοί οι πολλαπλοί εαυτοί μου θέλουν να εκφραστούν, κι επειδή μέσα από τα  βιβλία μου δεν μπορούν να εκφράσουν τις απόψεις τους για όλα τα θέματα που τους απασχολούν και τους ενδιαφέρουν, δημιούργησα αυτό το ιστολόγιο. Για τον λόγο αυτό κι οι αναρτήσεις μου μπορεί να έχουν διαφορετικό χαρακτήρα κάθε φορά. Πεζογραφία, ποίηση, επικαιρότητα, μουσική, σινεμά, εικαστικά, ανθρώπινα και καθημερινά, επιστημονικά κι ό,τι άλλο προκύψει.