Η Ρίτα, είναι χωρισμένη, ο πρώην σύζυγός της έχει βρει καινούρια αγάπη, κατά καιρούς όμως, όταν είναι απογοητευμένος από την νέα του σύντροφο ή από τη δουλειά του επιστρέφει στη Ρίτα κι εκείνη τον δέχεται και τον αφήνει να γείρει στον ώμο της, τον παρηγορεί. Η κατάσταση αυτή της δημιουργεί ελπίδες πως ίσως και να γυρίσει κάποτε σ’ αυτήν. Ήδη έχουν περάσει πέντε χρόνια, και η Ρίτα γνωρίζει βαθιά μέσα της, πως τα πράγματα θα μείνουν έτσι, όπως βολεύουν τον πρώην. Το σκέφτεται, αλλά δεν αποφασίζει να κόψει το σχοινί και να ξαναρχίσει τη δική της ζωή. Και τα χρόνια περνούν.
Ο Γιάννης μπήκε από φοιτητής στη νεολαία ενός κόμματος, κι από τότε έχει παραμείνει πιστός οπαδός. Η τελευταία κρίση που πέρασε η χώρα μας, τον έκανε να δει πόσο λίγοι είναι οι πολιτικοί μας και πόσο κατώτερη των περιστάσεων αποδείχτηκε η ηγεσία του κόμματος, στο οποίο είχε αφιερώσει τη ζωή του. Άνοιξε τα μάτια του και είδε ότι μπορεί μεν να ωφελήθηκε ο ίδιος, αλλά στην ουσία δεν βοήθησε καθόλου την πατρίδα του. Τώρα, θέλει να φύγει απ’ το κόμμα, ντρέπεται όμως, τους φίλους του, φοβάται πως θα τον πουν αχάριστο, πως θα του γυρίσουν την πλάτη και θα μείνει μόνος. Αισθάνεται εγκλωβισμένος σε μια κατάσταση από την οποία θέλει να βγει, αλλά δεν τολμά.
Η Χαρά, μια νέα κοπέλα, καταπιέζεται από τον αυστηρό πατέρα της. Τελείωσε τη Νομική, ακολουθώντας την επιθυμία του, ενώ δική της λατρεία είναι το θέατρο. Εργάζεται τώρα στο δικηγορικό γραφείο ενός φίλου του πατέρα της. Μισεί τη δουλειά αυτή, η οποία της τρώει όλο το χρόνο της, λαχταρά το θέατρο, ο μισθός όμως που παίρνει την έχει βολέψει.
Τα ονόματα είναι ψεύτικα, τα περιστατικά όμως είναι αληθινά.
Πόσοι άνθρωποι, φίλοι μας, γνωστοί μας, εμείς οι ίδιοι, δεν αισθανόμαστε πολλές φορές, να ασφυκτιούμε μέσα σε μια κατάσταση που δεν μας ικανοποιεί, μας πνίγει, αλλά φοβόμαστε να κάνουμε το αποφασιστικό βήμα που θα μας βγάλει απ’ το τέλμα.
«Για κάθε άνθρωπο υπάρχει μια διαχωριστική γραμμή, ένα κατώφλι. Μέσα από το κατώφλι αυτό είσαι βολεμένος και, πολλές φορές, αν και υπάρχουν πράγματα που σε δυσαρεστούν τα αγνοείς, για να μην ξεβολευτείς. Απ’ έξω, είναι όλα όσα επιθυμείς αλλά σε τρομάζουν, ένα άγνωστο, επιθυμητό κι απειλητικό συγχρόνως» λέει ένας από τους ήρωες μου, ο άστεγος, στην ηρωίδα, στο τελευταίο μου μυθιστόρημα «Η αστυνομικίνα είχε άγγελο» Ωκεανίδα, 2011. «Έρχεται όμως κάποια στιγμή, συμβαίνει ένα γεγονός και σε σπρώχνει να περάσεις το κατώφλι σου», συνεχίζει. «Μερικοί κρατιούνται, μένουν μέσα στη σιγουριά τους και πληρώνουν το τίμημα. Άλλοι, βρίσκουν την ευκαιρία και πετάγονται έξω, ελευθερώνονται. Κι αυτοί όμως θα υποστούν κάποιες συνέπειες. Βλέπεις στη ζωή πληρώνεις για το κάθε τι, τίποτα δεν σου χαρίζεται. Πρέπει λοιπόν να ρωτήσεις τον εαυτό σου: Ήρθε η στιγμή να περάσεις το κατώφλι; Έφτασες στα όριά σου ή θα το αντέξεις και θα συμβιβαστείς;»
Δεν είναι εύκολο να περάσει κανείς το κατώφλι, όσο εγκλωβισμένος κι αν αισθάνεται. Πρέπει όμως να σκεφτεί σοβαρά, ότι για μερικά πράγματα αξίζει να διακινδυνέψει κανείς και να ξεβολευτεί. Ακόμα κι αν αποδειχθεί πως κακώς έκανε το βήμα, αν δεν το δοκιμάσει, θα μένει πάντα να αναρωτιέται «αν το είχα κάνει;» κι η ζωή του θα φαρμακώνεται από την αμφιβολία αυτή.
Εύχομαι την καινούρια χρονιά να βρούμε τη δύναμη να περάσουμε το δικό του κατώφλι ο καθένας, να βγούμε από το κλουβί και το πέταγμα αυτό να μας βγει σε καλό.