Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2012

Για την Πόλη, που αλλάζει...


Ένα αστυνομικό μυθιστόρημα για την Πόλη!

 «Παρακολούθησα τα έργα που ξεκοίλιασαν την πόλη... ...Το 1958... ...είδα μηχανές πελώριες, μηχανοκίνητους δεινόσαυρους να γκρεμίζουν τα σπίτια το ένα μετά το άλλο. Εκείνη την εποχή φωτογράφιζα μέρα νύχτα την πόλη που είχαν βαλθεί να καταστρέψουν», λέει ο φωτογράφος  Ara Güler  στον συγγραφέα Daniel Rondeau,  περιγράφοντάς του πώς καταστράφηκε η Κωνσταντινούπολη, στην προσπάθεια να ανοικοδομηθεί (Από το βιβλίο «Η Πόλη», Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 2008) . 

Και πριν από λίγες μέρες τα ελληνικά μπλογκ πήραν φωτιά από μια είδηση, η οποία αναφέρει πως γκρεμίζεται ό,τι θυμίζει Ελλάδα στην Κωνσταντινούπολη:
 «Με το πρόσχημα του εξωραϊσμού και της αναβάθμισης κατεδαφίζονται και τα τελευταία ελληνικά κτίσματα στην Πόλη, με απόφαση «κατεπείγουσας απαλλοτρίωσης».
 
Ίσως τα πράγματα να μην είναι έτσι ακριβώς, αλλά είναι σίγουρο πως η καταστροφή, αυτή που περιγράφει ο  Ara Güler, συνεχίζεται ακόμη μέχρι τις μέρες μας. Κι αυτή η αλλοίωση της ιστορικής φυσιογνωμίας της Πόλης, απασχολεί και τον Ahmet Ümit, συγγραφέα του βιβλίου «Μνήμες της Κωνσταντινούπολης» (Πατάκης, 2012) .




Αυτήν, όμως, την αγωνία του μας την περνά με μεγάλη τέχνη μέσα από μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα αστυνομική ιστορία. Μια σειρά φόνων, οι οποίοι φαίνεται να έχουν σχέση με το ιστορικό παρελθόν της Πόλης, αφού καθένα από τα θύματα τοποθετείται σε κάποιο ιστορικό μνημείο με ένα νόμισμα της αντίστοιχης χρονικής περιόδου στα χέρια του, είναι το αστυνομικό αίνιγμα που μας συναρπάζει. 



Με όχημα το αίνιγμα αυτό, όμως, ο Ahmet Ümit μας παρουσιάζει με αριστοτεχνικό τρόπο πώς καταστρέφεται η Κωνσταντινούπολη στο βωμό του κέρδους και στο όνομα της κακώς εννοούμενης ανάπτυξης, θυμίζοντάς μας καταστάσεις που τις ζήσαμε και τις ζούμε σε κάθε γωνιά της Ελλάδας.

Μέσα σ’ αυτή την πόλη, λοιπόν, που μεταβάλλεται ραγδαία, ο έρωτας, η φιλία, η απληστία, η απώλεια, σημαδεύουν τους ανθρώπους και τους αλλάζουν κι αυτούς, τους μεταμορφώνουν.

Κι ενώ η «κατάλευκη ομίχλη σκεπάζει ό,τι άσχημο υπήρχε» στη σύγχρονη Πόλη, ο αστυνόμος Νεβζάτ καλείται να ανασηκώσει το πέπλο που θα του αποκαλύψει  ό, τι πιο σκοτεινό κρύβεται πίσω από τους φόνους.



Ο αναγνώστης παρακολουθεί με κομμένη ανάσα τις ανατροπές, ενώ ταυτόχρονα ιχνηλατεί το παρελθόν της μοναδικής αυτής πόλης, από την εποχή του Βύζαντα μέχρι τη σημερινή εποχή.
Πρόκειται σίγουρα για ένα αστυνομικό μυθιστόρημα αλλιώτικο απ’ τ’ άλλα. Διαβάστε το αξίζει! Κι όποιος υποψιαστεί τον δολοφόνο προτού το επιτρέψει ο συγγραφέας, να μου γράψει.

Το βιβλίο το διάβασα πρώτα στα Τουρκικά. Πιστεύω, όμως, πως ευτύχησε και στην ελληνική του μετάφραση από τον Θάνο Ζαράγκαλη.

Α, ναι! Στην δημιουργία της ατμόσφαιρας συμβάλλει κι η υπέροχη φωνή της Müzeyyen Senar, η οποία μας «συνοδεύει» στην ανάγνωση.
Αν κι έψαξα πολύ, δεν βρήκα τραγουδισμένο απ’ την ίδια,  το “Dönülmez akşamın ufkundayız”, ένα τραγούδι με πολύ ωραίους στίχους, το οποίο «ακούγεται» και στο βιβλίο,  κι έτσι διάλεξα ένα άλλο για ν’ ακούσετε τη φωνή της.



Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Όταν σάπισαν τα σκόρδα


Μόλις διάβασα το μυθιστόρημα του φετινού νομπελίστα Μο Γιαν, «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (Εκδόσεις Καστανιώτης).

Δεν μπορεί κανείς να κρίνει από ένα και μόνο έργο έναν συγγραφέα, αυτό που διάβασα πάντως, μου έκανε εντύπωση. Όταν έκλεισα το βιβλίο ένοιωθα τα ρουθούνια μου γεμάτα από τη δυσωδία του σάπιου σκόρδου. Γιατί το σκόρδο παίζει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα και κάθε σελίδα του Μο Γιαν είναι διαποτισμένη με τη μυρωδιά του. 



Αχνιστές σκορδόσουπες και ζωμός σκόρδου στα σπίτια, σκορδίλα στα φιλιά των ερωτευμένων, οσμή από ξεραμένους καυλούς σκόρδου στις αυλές, χνώτα που ζέχνουν σκόρδο στο κελί της φυλακής και, πάνω απ’ όλα, η αποφορά των σαπισμένων σκόρδων, η οποία καλύπτει σαν σύννεφο την κινεζική επαρχία, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Αυτή την επαρχία της οποίας τη φύση  ο Μο Γιαν περιγράφει με ειδυλλιακές  εικόνες. Ποιητικά. Με αγάπη για τη χώρα του.



Η ποίηση όμως της φύσης έρχεται σε αντίθεση με τη δύσκολη ζωή των χωρικών που καταγράφει με τρομακτικό ρεαλισμό ο Κινέζος συγγραφέας. Χωρικοί, οι οποίοι έγιναν καλλιεργητές σκόρδου μετά από προτροπή – ίσως και διαταγή - της Κυβέρνησης, και μια χρονιά υπερπαραγωγής βλέπουν τα σκόρδα τους, από την πώληση των οποίων εξαρτάται πια η επιβίωσή τους,  να μένουν απούλητα και να σαπίζουν. Χωρικοί, οι οποίοι ξέφυγαν από την καταπίεση των αρχόντων και των γαιοκτημόνων για να πέσουν στην εκμετάλλευση των αξιωματούχων του Κόμματος και της Κυβέρνησης.



Καθώς λοιπόν, τεράστιες ποσότητες σκόρδου αρχίζουν να σαπίζουν, η δυσωδία τους καλύπτει σαν βαρύ σύννεφο όλη την επαρχία, ακριβώς όπως η δυσοσμία από την διαφθορά των αξιωματούχων μπαίνει σ’ όλα τα σπίτια και δηλητηριάζει τη ζωή των χωρικών, ακριβώς όπως η αποφορά της απελπισίας κόβει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.

 «Είσαι νέος ακόμα», είπε ο τέταρτος θείος. «Για σένα δεν έχει στερέψει ακόμα η ελπίδα».
«Η ελπίδα για ποιο πράγμα; Στα τριάντα είσαι μεσήλικας, στα πενήντα σε φυτεύουν στη γη. Είμαι σαράντα ενός, ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον πρωτογέννητό σου. Το χώμα μου φτάνει ήδη ως τις μασχάλες».

Η ρεαλιστική, άγρια περιγραφή του Μο Γιαν, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την αξεπέραστη ομορφιά των εικόνων της κινεζικής φύσης, τονίζει τη βασανισμένη ζωή των αγροτών οι οποίοι κάθε άλλο παρά ως άγιοι εμφανίζονται, καθώς, όπως όλοι οι άνθρωποι ερωτεύονται, προδίδουν, απελπίζονται, μισούν, ονειρεύονται, επαναστατούν, συμβιβάζονται, γεννούν και πεθαίνουν…

Μια ιστορία για μια μακρινή κι άγνωστη μας χώρα, αλλά και


μια ιστορία για οικεία σε όλους μας πάθη, λύπες, αγώνες και λίγες, ελάχιστες χαρές.



Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Δάσκαλοι ακροβάτες


Κάθε Σεπτέμβρη, από τότε που πήρα σύνταξη, με κυριεύει μια νοσταλγία για το σχολείο. Και θυμάμαι διάφορα περιστατικά, ευχάριστα τα περισσότερα. Αν υπάρχουν κάποια δυσάρεστα είναι κυρίως από τους πρώτους μήνες μες την τάξη.
Τότε που δεν ήξερα πώς να διδάξω.
Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω πως έπρεπε να σκέπτομαι από πριν τον τρόπο που θα σχεδιάσω και το παραμικρό πάνω στον πίνακα έτσι ώστε να γίνεται κατανοητό απ’ τα παιδιά, να προετοιμάζω κάθε βήμα της διδασκαλίας, κάθε ερώτηση που θα κάνω, με κάθε λεπτομέρεια. Μόνη μου κατάλαβα πώς έπρεπε να απλώνω τη διδασκαλία και να καλύπτω το χρόνο υπολογίζοντας το σαρανταπεντάλεπτο που είχα στη διάθεσή μου κι αυτό θα μπορούσα να το πετύχω, πάλι, μόνο με προσεκτική προετοιμασία.
Ευτυχώς τώρα γίνονται σεμινάρια για τους νεοδιόριστους και μαθαίνουν αυτά τα στοιχειώδη.


Μακάρι, βέβαια, το θέμα να τελείωνε με την προετοιμασία. Το επάγγελμα  όμως του εκπαιδευτικού έχει ιδιαιτερότητες, γιατί ασχολείται με τον άνθρωπο, και μάλιστα το παιδί!
Τι συμβαίνει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τριάντα ζευγάρια μάτια, τα οποία σε ακτινογραφούν και βλέπουν όλα όσα προσπαθείς επιμελώς να κρύψεις; Πώς επικοινωνείς με το «κοινό» αυτό; Τι είδους σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σε σένα και το καθένα από τα τριάντα αυτά παιδιά;
Θα είσαι αυστηρός ή επιεικής, θα γίνεις φίλος τους ή κάποιος που τον φοβούνται;
Αυτά, δυστυχώς, τα μαθαίνεις στην πορεία, - στου κασίδη το κεφάλι- μέσα από δοκιμές και λάθη. Μέχρι την τελευταία μέρα στο σχολείο, μάθαινα…
«Ζογκλέρ, ο νέος καθηγητής», λέει ο συνάδελφος και συγγραφέας Αντρέας Ι. Κασσέτας και σας έχω εδώ ένα απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Σχοινοβάτες», στο βιβλίο του «Η Άρκτος, η Πρέσπα, η Παρασκευή» (Κάτοπτρο, 1992), όπου περιγράφει την πρώτη μέρα μέσα στην τάξη:
«…. μπροστά στο κατώφλι μιας λυκειακής αίθουσας, πάνω, δηλαδή, σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, αγκαλιά μ’ ένα τριακοντακέφαλο τέρας. «Τώρα θα μας δείξετε το ακροβατικό σας ταλέντο» μας είπαν.


Το σκοινί συνέδεε και εξακολουθεί να συνδέει τις δυο γνωστές όχθες. Στη μία ευδοκιμεί το σχολείο το παραδοσιακό. Η «τάξη»,η επανάληψη, η τελετουργικότητα των κινήσεων, η λογική του άρτιου και η απουσία του περιττού, η οργάνωση του μαθήματος, η άσκηση της καθηγητικής εξουσίας, η σοβαροφάνεια, το μεγάλο κύρος των αριθμο/βαθμών 18, 19, 20, οι προσεκτικές διατυπώσεις. Μια μικροκοινωνία κυψέλης, ίσως και μυρμηγκοφωλιάς, όπου την αντιστεκόμενη εξηκονταποδαρούσα μπορείς να τη δαμάσεις χωρίς να αναλώνεσαι ιδιαίτερα γι αυτό.
Στην απέναντι όχθη κατασκηνώνει το απρόβλεπτο, η ανοιχτή επικοινωνία, η δυνατότητα να «ακούγεται» η δυσφορία, η αδιαφορία και η διαφορά, ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής και οι πιθανές αναφλέξεις. Εκεί το τριακοντακέφαλο αποσυντίθεται, διατηρώντας τη δυνατότητα να ανασυντεθεί, αλλά και σαρκάζει, συμπάσχει, κουνάει ορισμένα από τα εξήντα πόδια του, μαθαίνει κάποια πράγματα, αλλά και σε διδάσκει ένα σωρό…
Και στα δύο άκρα το σχολείο μαραίνεται, λέει ο Κασσέτας, και καθώς πορευόμαστε πάνω σ’ αυτό το σχοινί, γέρνουμε άλλοι προς τη μια κι άλλοι προς την αντίθετη πλευρά. Γιατί, όπως λέει ο Ζωρζ Μοκό στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Εκπαίδευση», (Καστανιώτης 1997), ο δάσκαλος διδάσκει αυτό που είναι ο ίδιος. «Διδάσκουμε αυτό που είμαστε», κι αν το καλοσκεφτεί κανείς αυτό, τρομάζει.


Τρομάζει γιατί κι ο εκπαιδευτικός, όπως κάθε άνθρωπος, κουβαλά τραύματα, ανασφάλειες, εμμονές, επιθυμίες, άγχη, ευαισθησίες, κι αυτά τα προβάλλει ασυνείδητα,  στους μαθητές του.
Και μόνο η αγάπη για τα παιδιά και για το επάγγελμα/λειτούργημά μας μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε αυτή τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στις δύο όχθες, να γίνουμε ικανοί να μπούμε στη θέση του παιδιού, αλλά, και την ίδια στιγμή, να κρατήσουμε την πρέπουσα απόσταση αναγνωρίζοντας το ως αυτόνομη προσωπικότητα και, τέλος, να ισορροπήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο για να διδάξουμε ό,τι «καλό» είμαστε.
Όπως λέει ο Καστοριάδης σε μια συνέντευξη του «Αν δεν υπάρχει έρωτας μες την εκπαίδευση, δεν υπάρχει εκπαίδευση».

Ο έρωτας με μισθούς πείνας δεν ζει, μπορεί να πει κανείς. Και πολλοί λένε, πως αν οι εκπαιδευτικοί  έπαιρναν καλύτερους μισθούς θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά τους.
Θα ήταν λιγότερο πιεσμένοι, ναι. Αλλά, πιστεύει κανείς, πως ένας κακός δάσκαλος θα γίνει καλύτερος αν κερδίζει περισσότερα;
Κι από την άλλη, πόσο αποτιμάται η αγάπη και η αναγνώριση που εισπράττει κανείς απ’ τα παιδιά; Πόσο αξίζει ν’ ακούσει κανείς εκείνο το «Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ», όταν οι μαθητές του τον αποχαιρετούν;


Έχω δει στα σχολεία που δούλεψα πολλούς καθηγητές με πάθος για τη δουλειά τους, αυτόν τον «έρωτα», που λέει ο Καστοριάδης, κι αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο, το πρόσωπο και καθόλου με το μισθό. 
Όπως λέει ο Yeats:
«΄Ο,τι φλογοβολεί μέσα στη νύχτα
του ανθρώπου η καρδιά με το ρετσίνι της το θρέφει


Καλή σχολική χρονιά!


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Για να μην ξεχνάμε


Ένα κείμενο για να θυμηθούμε τον τρόμο που έζησαν οι Έλληνες της Πόλης στα γεγονότα, γνωστά ως Σεπτεμβριανά,  - το πογκρόμ, δηλαδή, που έγινε εναντίον τους τον Σεπτέμβριο του 1955-  και να αναλογιστούμε πως η βία, από όπου κι αν προέρχεται, όποιους κι αν στοχεύει, κάνει τον άνθρωπο να χάσει την ανθρωπιά του.


Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Οι Ποδηλάτισσες», που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. 
Μεταφράστηκε στα τουρκικά από την  Mufide Pekin και κυκλοφόρησε στην Τουρκία με τίτλο «Pedal Ceviren Kadinlar» (Metis Yayinlari, 2006).

«Αγαπημένο μου ημερολόγιο

Τα σπασίματα

Τι ήταν αυτό που περάσαμε. Ακόμη τρέμω που το σκέφτομαι. Μόλις νυχτώνει αρχίζω να περιμένω τις πέτρες να πέσουν. Αλλά ας τα πάρω απ’ την αρχή. Ο μπαμπάς γύρισε νωρίς χτες και ήταν ανήσυχος γιατί είδε πολλούς άντρες μαζεμένους σε διάφορα σημεία να σιγοκουβεντιάζουν. «Καμιά διαδήλωση θα έχουν πάλι για την Κύπρο», είπε η μαμά. Είχε νυχτώσει και τηγάνιζε κολοκυθάκια για να φάμε. Είδαμε απ’ το παράθυρο πολύ κόσμο, όλο άντρες, μαζεμένους κάτω απ’ τον πλάτανο, και λέγαμε γιατί να μαζεύτηκαν. Σιγά σιγά άρχιζαν να φωνάζουν, ξεχώριζες το «γκιαουρλάρ» (άπιστοι). Έτσι μας λένε οι κακοί Τούρκοι. Μας φάνηκε περίεργο, γιατί τις διαδηλώσεις τις κάνουν στο Ταξίμ και όχι στο χωριό. Ο μπαμπάς είπε να σβήσουμε το φως για μη μας βλέπουν. Ακούσαμε καθαρά πια μια φωνή: «Καχρολσούν γκιαουρλάρ» (Ανάθεμα στους άπιστους), και την ίδια ώρα μια μεγάλη πέτρα πέρασε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και χτύπησε το κρύσταλλο της βιτρίνας όπου έχουμε το κινέζικο σερβίτσιο. Το κρύσταλλο έγινε θρύψαλα μαζί μ’ ένα πιατάκι απ’ το σερβίτσιο. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν άγρια χτυπήματα στην εξώπορτα, κάτω. «Κώστα, για μας είναι», τσίριξε η μαμά.
Για πότε μας άρπαξαν, ενώ οι πέτρες συνέχιζαν να πέφτουν, και μας έχωσαν κάτω απ’ το μεγάλο κρεβάτι κι έβαλαν μπροστά μας τις δύο μεγάλες βαλίτσες, αυτές που παίρνουμε στην Ίμβρο, δεν το κατάλαβα. Η Μαργαρίτα έκλαιγε κι η Σοφία της έκλεισε το στόμα με το χέρι της για να μην ακούγεται. Η μαμά πήρε τη γιαγιά και κρύφτηκαν στο δωμάτιο της θείας. Ο μπαμπάς έβαλε το σύρτη και στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα. Κρατούσε το μπαστούνι της γιαγιάς…..


….Σε λίγο ο τρόμος μας έγινε πιο μεγάλος, γιατί ακούσαμε την πόρτα να σπάει και πολλές άγριες φωνές. Ήθελα τη μαμά μου. Τι θα μας έκαναν άραγε;

Ακούστηκαν βήματα στα πρώτα σκαλοπάτια και ξαφνικά μια δυνατή φωνή σκέπασε τη φασαρία. Ήταν η φωνή του Τοτού: «Ντούρουν, Αμερικάν τεμπασί» (Σταθείτε, Αμερικάνός υπήκοος).  Έγινε ησυχία και μια άλλη φωνή ακούστηκε: «Ντογρού, Αμερικάν τεμπασί» (σωστά, Αμερικανός υπήκοος), μουρμουρητά και βήματα που κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και μετά σπασίματα και φωνές απ’ τα διπλανά σπίτια. Για λίγη ώρα δεν κουνηθήκαμε καθόλου, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε πως έφυγαν. Κι αν ξαναγύριζαν;
Ανέβηκε τότε ο Τοτός και φώναξε: «Κύριε Κώστα, φύγανε, μη φοβάστε». Βγήκαμε όλοι απ’ τις κρυψώνες μας κι αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε και φιλούσαμε τον Τοτό που μας γλίτωσε. Και δεν είδαμε τις φλόγες και τους καπνούς που έβγαιναν απ’ την κουζίνα. Τα κολοκυθάκια είχαν γίνει κάρβουνο και το λάδι πήρε φωτιά στο τηγάνι. «Γλιτώσαμε απ’ τους σερσερήδες (αλήτες) και παραλίγο να καούμε ζωντανοί», είπε μετά η μαμά, όταν η φωτιά είχε σβήσει και καθίσαμε χωρίς ν’ ανάψουμε τα φώτα κι ακούγαμε τις άγριες φωνές και τα χτυπήματα στις άλλες πόρτες και τα τζάμια, τζάμια να σπάνε. Είχε η γειτονιά μας τόσο πολλά τζάμια και δεν τελείωναν τόσες ώρες που έσπαναν; Και στα αντικρινά, στο μέρος της Πόλης, είδαμε φωτιές και δεν ξέραμε τι να γίνονται οι θείες μας. Κι όταν όλα ησύχασαν, θα ήταν περασμένες δύο, πέσαμε για ύπνο όλοι μαζί, κουλουριασμένοι στο μεγάλο κρεβάτι. Αυτά ήταν τα σπασίματα…»


Ε, δεν έγινε και τίποτα, ένα πιατάκι απ’ το σερβίτσιο έσπασε, θα μπορούσε να πει κανείς. Κάποιος που δεν κατανοεί τον τρόμο όταν παραβιάζεται το ιερό άσυλο του σπιτιού, εκεί όπου ο καθένας μας αισθάνεται ασφαλής. Κάποιος που δεν άκουσε τις άγριες φωνές: «Bugun maliniz, yarin caniniz., δηλαδή: «Σήμερα η περιουσία σας, αύριο η ζωή σας.».


Εξάλλου, πέρα από τις καταστροφές και τις λεηλασίες περιουσιών, έγιναν και άγριοι ξυλοδαρμοί, βιασμοί και φόνοι.

Τα Σεπτεμβριανά υπήρξαν καταλυτικά για την τύχη του Ελληνισμού της Πόλης γιατί ανάγκασαν πολλούς να  εγκαταλείψουν την Τουρκία, καθώς δεν άντεχαν να ζουν μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια.

Και επειδή τελευταία, συμβαίνουν ανησυχητικά φαινόμενα στη χώρα μας, είναι μια ευκαιρία η ανάμνηση αυτού του πογκρόμ, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς μπορεί ο ρατσισμός, υποδαυλιζόμενος με τον κατάλληλο τρόπο,  να δηλητηριάσει την ψυχή των απλών ανθρώπων και να τους οδηγήσει σε πράξεις βίας, οι οποίες τους κάνουν να χάσουν την ανθρωπιά τους. 

Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Μας διασκεδάζει η βία;

Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, κάπου γύρω στα δεκατρία με δεκατέσσερα, ανακάλυψα τη ΜΑΣΚΑ και το ΜΥΣΤΗΡΙΟ, δυο περιοδικά της εποχής με αστυνομικά διηγήματα και ήρωες όπως ο Ντετέκτιβ Χ, ο άνθρωπος Αράχνη, ο Άγιος, ο Ζορό και πολλοί άλλοι. 
Όταν η θεία μου είδε «τι διαβάζει το κορίτσι», έφριξε. Μάλωσε τους γονείς μου και μου είπε να μην τα ξαναπιάσω στα χέρια μου. Εγώ όμως είχα ένα ατράνταχτο επιχείρημα:
«Είναι καλά» είπα, «γιατί στο τέλος οι κακοί συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται και ο καλός θριαμβεύει» και δεν μπόρεσαν να με αντικρούσουν.
Μεγαλώνοντας γνώρισα πολλούς αστυνομικούς συγγραφείς, αν και τώρα τελευταία προτιμώ άλλου είδους διαβάσματα. Παρατήρησα όμως, πως δίπλα σ’ αυτά που ονομάζουμε κλασικά αστυνομικά, όπως  της Χάισμιθ, της Κρίστι, του Μαρή, του Τσάντλερ, του Σιμενόν,
άρχισε να αναπτύσσεται κι ένα άλλο είδος αστυνομικών μυθιστορημάτων με κατά συρροήν δολοφόνους. Αυτοί βέβαια υπήρχαν από την εποχή του «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» και του «Ψυχώ», από τότε, όμως,  τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ, καθώς οι δολοφόνοι και βιαστές γίνονται όλο και πιο σατανικοί, πιο ευφάνταστοι, με τα πτώματα να ξεπηδούν κάθε δέκα σελίδες και με τις περιγραφές βιαιοτήτων να γίνονται όλο και πιο αρρωστημένες. Και τα βιβλία αυτά γίνονται μπεστ-σέλλερ, γυρίζονται ταινίες και σπάνε τα ταμεία, ενώ και στην τηλεόραση αποσπούν ένα μεγάλο μερίδιο τηλεθέασης.
Ο "Κώδικας Ντα Βίντσι", εκτός από ταινία έγινε και βίντεο γκέιμ

Να σημειώσω ότι στο είδος αυτό, των κατά συρροήν δολοφόνων, ειδικεύονται οι Σκανδιναυοί συγγραφείς, όπως ο Λάρσον, ο Στόλεσεν, ο Μάνκελ, ο Νέσμπο, - για να απαριθμήσω μόνον όσους έχω διαβάσει - χωρίς να αποκλείονται άλλες εθνικότητες.
Πρόσφατα διάβασα την τριλογία MILLENNIUM του Στιγκ Λάρσον,  ο οποίος έγινε διάσημος με το πρώτο βιβλίο, «Το κορίτσι με το τατουάζ» (Ψυχογιός, 2009), το οποίο γυρίστηκε και ταινία. Η αλήθεια είναι πως όταν αρχίσεις το μυθιστόρημα και μπεις στην ατμόσφαιρα, δεν μπορείς πια να το αφήσεις απ’ το χέρι σου. Όταν το έκλεισα όμως, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ, γιατί αυτού του είδους τα αναγνώσματα και θεάματα είναι τόσο δημοφιλή.

Έψαξα, λοιπόν, στο Διαδίκτυο,  - αν και δεν είμαι τόσο ικανή σ’ αυτό, όσο η Λίσμπετ Σαλάντερ, η ηρωίδα του Λάρσον - και βρήκα μερικές απαντήσεις, λιγότερο ως περισσότερο ικανοποιητικές:
  1. Σήμερα ζούμε σ’ έναν ανήσυχο κόσμο κι έχουμε συνειδητοποιήσει πως ο άνθρωπος μάχεται για επιβίωση σε παγκόσμιο, αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Γι αυτό καταφεύγουμε  στα αστυνομικά ή θρίλλερ για να ξεφύγουμε από ένα άδικο κόσμο. Όσο βίαιες και δυσάρεστες κι αν είναι οι υποθέσεις, γνωρίζουμε ότι στο τέλος θα αποκατασταθεί κάποια μορφή ηθικής τάξης. Το είδος αυτό προσφέρει μια «αρμονία» στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας, και μας βεβαιώνει ότι μια κοινωνία με νόμους μπορεί να λειτουργήσει. Ο αντίλογος εδώ, είναι ότι σε πολλές ιστορίες οι ήρωες καταφεύγουν στην παρανομία ή στη βία, ακριβώς επειδή οι νόμοι έχουν καταπατηθεί κι έχουν βιώσει την αδικία.
  2.  Μια άλλη άποψη, υποστηρίζει πως διαβάζουμε (ή βλέπουμε ταινίες) για να ξορκίσουμε τους φόβους μας. Όπως όταν είμαστε μικροί διαβάζουμε παραμύθια με κακιές μάγισσες, λύκους κι ανθρωποφάγους δράκους, ως ενήλικες διαβάζουμε για απάτες, για φόνους και για βιασμούς. Γνωρίζοντας  πως αυτό που διαβάζουμε είναι φανταστικό δεν το συγχέουμε καθόλου με την πραγματικότητα. Είναι καθησυχαστικό να διαβάζεις κάτι φοβερό και να ξέρεις ότι αυτό συμβαίνει μόνο στη φαντασία του συγγραφέα.


3. Μερικοί το κάνουν επειδή προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να περάσει την κόκκινη γραμμή και να παρανομήσει. Βέβαια, το κακό συνυπάρχει μέσα μας με το καλό. Όλοι έχουμε έναν κακό εαυτό, τον οποίο, όμως, έχουμε μάθει να ελέγχουμε.  Άρα κάποιοι ενδιαφέρονται για τις συγκρούσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στα προσωπικά μας θέλω και στην τάξη την οποία επιβάλλει η κοινωνία. Το πώς και το γιατί καταφεύγει κανείς στη βία και ποιες ανάγκες του προσπαθεί να καλύψει.  Τους ενδιαφέρει δηλαδή, το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων.

4. Μια άλλη άποψη, πηγαίνει πολύ πίσω στα βασικά μας ένστικτα, τα οποία αναζητούν στη βία τους παράγοντες που εκλύουν κάποιες ουσίες στον οργανισμό μας, όπως για παράδειγμα την αδρεναλίνη και την ντοπαμίνη, οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο, πράγμα το οποίο μας κάνει να αισθανόμαστε δυνατοί κι ικανοποιημένοι απ’ τον εαυτό μας. Την ίδια αίσθηση της ικανοποίησης που αναζητούμε – κάποιοι – κι όταν κάνουμε ακραία σπορ, ή απλώς τα παρακολουθούμε. 
Αφού λοιπόν ο κίνδυνος μας ανεβάζει, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος προσπαθούν να μας βάλλουν σε παρόμοιες καταστάσεις με όλο και περισσότερη βία, την οποία είναι απίθανο – οι περισσότεροι – να συναντήσουμε στην καθημερινή μας ζωή. Όσοι από μας αναζητούμε παρόμοιες συγκινήσεις, στο τέλος μένουμε ικανοποιημένοι και τελικά – ναι – διασκεδάζουμε. Αν βέβαια ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, τότε θα αναζητούσαμε διαρκώς αυτή τη διασκέδαση. Ο ανθρώπινος ψυχισμός, όμως, είναι πολύπλοκος και το μυαλό δεν ξεγελιέται. Γνωρίζει πως αυτή είναι μια ψεύτικη κατάσταση και κρατά τις αποστάσεις του. 
Θα έλεγα πως όλα τα παραπάνω, λίγο ως πολύ, μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο, υποψιάζομαι, όμως, πως υπάρχει και κάτι ακόμα, που συνδέεται με βαθύτερα, αρχέγονα κι ανομολόγητα ένστικτα, τα οποία συνδέουν τη βία με τον ερωτισμό. Αυτό, το υποθέτω, επηρεασμένη κι απ’ το βιβλίο «Ο ερωτισμός» (Ίνδικτος 2001), όπου ο Ζωρζ Μπατάιγ συνδέει τη βία, το φόνο και το θάνατο με το σεξ και τον ερωτισμό.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…
Παίζει ρόλο βέβαια και ο στόχος του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη. Αν θέλει απλά να σοκάρει και να προκαλέσει τα ένστικτα του αναγνώστη/θεατή ή να κάνει κάποιο κοινωνικό σχόλιο, όπως για παράδειγμα οι βιασμοί και δολοφονίες γυναικών που απαριθμεί ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στο «2666» (Άγρα, 2011), με στόχο να τραβήξει την προσοχή στις πραγματικές δολοφονίες γυναικών που παραμένουν ανεξιχνίαστες σε μια πόλη του Μεξικού, - χωρίς να βάζω το βιβλίο αυτό στο ίδιο τσουβάλι με τα υπόλοιπα -
 ή του Στιγκ Λάρσον, ο οποίος στηλιτεύει τη βία εναντίον των γυναικών, το τράφικιν και την διαφθορά των κρατικών υπηρεσιών στη Σουηδία. Δεν παύει, όμως,  η συνεχής περιγραφή/προβολή βιαιοτήτων να δημιουργεί έναν επικίνδυνο εθισμό στη βία, έτσι ώστε να μη μας προκαλεί πια εντύπωση στην πραγματική ζωή.
Όπως και νά’ χει οι υγιείς άνθρωποι μπορούν να ελέγξουν τα ένστικτά τους και να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Το πρόβλημα είναι για τους ψυχικά διαταραγμένους, οι οποίοι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα, δεν ελέγχουν τις πράξεις τους και ξεσπούν με βία, όπως πρόσφατα ο δολοφόνος στον κινηματογράφο, όπου παιζόταν η  ταινία του Μπάτμαν.  

Πέμπτη 19 Ιουλίου 2012

Ίμβρος, η γαλανή


Έγραφα στις ΠΟΔΗΛΑΤΙΣΣΕΣ (Ωκεανίδα, 2004) για την ηρωίδα μου, τη Μαργαρίτα, η οποία έφευγε από τη μια πατρίδα την Τουρκία, για να εγκατασταθεί στην Ελλάδα:
«…Σηκώθηκε ξανά και κοιτάχτηκε στο καθρεφτάκι της. «Ποια είμαι; Τι είμαι;» αναρωτήθηκε. Πώς  να σχεδιάσει τον χάρτη της πατρίδας της, όταν η γεωγραφία μπερδεύεται με τη ζωή και την καρδιά; Πολίτης της Τουρκικής Δημοκρατίας, Ρουμ Ορτοντόξ, έλεγε το νουφούσι της και ήταν ρωμιά και Χριστιανή, πάνω απ’ όλα. Ευρωπαία ασφαλώς, συγχρόνως όμως και ανατολίτισσα, γέννημα και θρέμμα αυτής εδώ της γης… Κρίση ταυτότητας
Αυτή την κρίση ταυτότητας, λίγο ως πολύ την αισθάνονται όλοι όσοι έζησαν ή αναγκάστηκαν να ζήσουν σε δύο πατρίδες, όσοι νιώθουν  πως η μισή τους καρδιά είναι εδώ κι η άλλη μισή κάπου εκεί, πέρα, βρίσκεται…
Ένα ταξίδι ζωής του φίλου μας, του Γιώργου, από τα ελληνικά νησιά του Αιγαίου σε Ίμβρο, Τένεδο και Πόλη με ιστιοπλοϊκό, μ’ έκανε να ξανασκεφτώ το θέμα αυτό και μου θύμισε πως στην πραγματικότητα έχω τρεις πατρίδες. Την Πόλη όπου γεννήθηκα κι έζησα πολλά χρόνια, την Ίμβρο, –τόπο καταγωγής της μητέρας μου – όπου έζησα αρκετά χρόνια κι όλα τα καλοκαίρια των παιδικών και νεανικών μου χρόνων και την Ελλάδα, που με δέχθηκε και μ’ αγκάλιασε.
Το ταξίδι του Γιώργου ξύπνησε πάλι τη νοσταλγία, που κοιμάται μέσα μας, ενώ νομίζουμε ότι έφυγε. Αυτή όμως, είναι εκεί και με το παραμικρό σκούντημα, πετάγεται πάνω αλαφιασμένη: «Εδώ είμαι, καλέ, απλά με πήρε λίγο ο ύπνος», λέει ένοχα, κάθε φορά.
Γι αυτό αποφάσισα η σημερινή ανάρτηση να είναι αφιερωμένη στην Ίμβρο, όπου βρίσκεται το ένα τρίτο της καρδιάς μου. Όταν έφυγα από κει, δεν ξέρω γιατί, αλλά δεν μου στοίχισε τόσο, όσο μου στοίχισε ο αποχωρισμός από την Πόλη. Έλεγα πως η πατρική πλευρά με τραβούσε προς την Πόλη, αν κι ο πατέρας μου αγάπησε την Ίμβρο πολύ περισσότερο απ’ τη μητέρα μου.
Μετά από χρόνια, όμως, όταν με τον σύζυγό μου κάναμε ένα ταξίδι στη Σαμοθράκη, μόλις το αυτοκίνητο έστριψε σε μια στροφή και φάνηκε στο βάθος μια γαλάζια κυματιστή σιλουέτα, η καρδιά μου άρχισε να χτυπά πιο γρήγορα και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα.
«Η Ίμβρος», του είπα.
«Μα πώς το ξέρεις, μπορεί να είναι η Λήμνος», μου είπε.
Η Ίμβρος, όπως φαίνεται από την παραλία Κήπων της Σαμοθράκης

Ήταν η Ίμβρος! 
Τότε, κοιτώντας από μακριά αυτή τη γαλανή λουρίδα ξηράς, κατάλαβα πόσο αγαπούσα αυτό το νησί, με μια αγάπη που κοιμόταν μέσα μου για χρόνια, και τότε αποφάσισα να γράψω τις Ποδηλάτισσες για να περιγράψω πώς ζούσαμε εκεί και γιατί φύγαμε.

Ειδική περίπτωση η Ίμβρος κι η Τένεδος.
Ελληνικότατα νησιά, βρέθηκαν, τότε που οι μεγάλοι μοίραζαν τους μικρούς, όπως τους συνέφερε, στην Τουρκία. Ναι, υπήρχε μια διεθνής συνθήκη, η Συνθήκη της Λοζάννης, η οποία όριζε πώς θα διοικούνται τα νησιά, με όρους ευνοϊκούς για τους Έλληνες, αλλά…
Ένας χάρτης του νησιού ζωγραφισμένος από τον πατέρα μου Νίκο Παλαιόπουλο (Paleo)

Η Ίμβρος, λοιπόν και ό,τι θυμάμαι απ’ αυτήν…

Θάλασσα! Άγρια θάλασσα, βαθιά, σε σκούρο μπλε με μεγάλα κύματα που σκάνε στα βράχια. Αλλά και απέραντες αμμουδιές, γαλάζια ήρεμα νερά. Εκεί, όπου μάθαμε να κολυμπάμε... Κι αν το αλάτι τσούζει τα μάτια περισσότερο απ’ τις θάλασσες της Πόλης, στην Ίμβρο υπάρχει και φυσικό ντους, για μετά το μπάνιο! 

Βουνά! Απρόσιτα κάποια και γυμνά, κι άλλα δασωμένα και φιλόξενα με τρεχούμενα νερά, όπως  η Σπηλιά και η Αρασιά, το αγαπημένο μου βουνό. Ένα από τα καλύτερα δώρα που δέχτηκα ποτέ, ήταν ένα δεμάτι ρίγανης από την Αρασιά, που μου έφερε η φίλη μου, η Μαγδαληνή. Το μύριζα και δεν χόρταινα να ρουφάω αναμνήσεις.


Ελιές, αμπέλια, βελανιδιές – ρουπάκια στα ιμβριώτικα - , αμυγδαλιές, συκιές, απιδιές, κυδωνιές…
Είχαμε δύο αμπέλια, το ένα έβγαζε επιτραπέζια "τσαούσια" και το άλλο μαύρα για κρασί. Το πρώτο, το απαλλοτρίωσαν και έμεινε το δεύτερο για να παρηγοριέται ο πατέρας μου, να έχει να σκαλίζει και να κλαδεύει... Μέχρι που το χάλασαν κι αυτό τα κοπάδια των εποίκων, και κόντεψε να πάθει εγκεφαλικό, ο καημένος.

Ξωκλήσια! Εκτός από τις μεγάλες εκκλησίες σε κάθε χωριό, αναρίθμητα ξωκλήσια ξεφύτρωναν σε κάθε ραχούλα. Έλεγαν, αν και βρίσκω υπερβολικά μεγάλο τον αριθμό,  πως υπήρχαν τριακόσια εκκλησάκια διάσπαρτα σ’ όλο το νησί!

Χωριά! Επτά όμορφα χωριά με ελληνικότατα ονόματα, Παναγία, όπου ήταν και το σπίτι μας, Σχοινούδι, Αγρίδια, Αγιοι Θεόδωροι, Γλυκύ, Κάστρο, Ευλάμπιο - το χωριό της μαμάς. 

Αγρίδια

Άγιοι Θεόδωροι
Η Αγία Βαρβάρα στο Ευλάμπιο
Το  παλιό λιμάνι του Κάστρου με τον Αϊ Νικόλα 

Άνθρωποι! Φιλήσυχοι άνθρωποι που καλημέριζαν γνωστούς κι αγνώστους με χαμόγελο. Όταν αργότερα η Ίμβρος εποικίστηκε, η γιαγιά μου εξακολουθούσε να καλημερίζει ακόμα και τους κατάδικους των αγροτικών φυλακών που χτίστηκαν στο νησί, οι οποίοι κυκλοφορούσαν ελεύθεροι στα χωριά:
«Καλημέρα σας», τους έλεγε χαμογελώντας και μετά από λίγο άρχισαν κι εκείνοι να τη χαιρετούν: «Καλημέρα, μαντάμ».

Πανηγύρια! Λειτουργία στην εκκλησία ή στο ξωκλήσι που γιόρταζε, κιλίμια και κουρελούδες στρωμένα χάμω, φαγητά, κρασί και μετά βιολιά και σαντούρια και χοροί κυκλοτεροί και …ειδύλλια…

Και μετά όλα άλλαξαν. Η πολιτική, όρμησε για άλλη μια φορά στη ζωή του νησιού και σάρωσε ό,τι είχε απομείνει όρθιο.
1964: Η κυβέρνηση αποφασίζει να κλείσει τα ελληνικά σχολεία. Το πρώτο χτύπημα, καίριο, όμως. Οι Ίμβριοι έδιναν πάντα μεγάλη σημασία στη μόρφωση, στα γράμματα. Τότε ξαναγύρισα κι εγώ στην Πόλη, για να συνεχίσω το Γυμνάσιο.
Το ερειπωμένο σχολείο των Αγίων Θεοδώρων
Μετά ήρθε ο στρατός, οι αγροτικές φυλακές, οι απαλλοτριώσεις – για ένα κομμάτι ψωμί- , τα πράγματα αγρίεψαν.
Ο κόσμος άρχιζε να φεύγει.
Τα ξωκλήσια έγιναν στάβλοι…, τα βιολιά και τα σαντούρια σίγησαν…Ερήμωση…

Μέχρι και το τουρκικό όνομα της Ίμβρου  - Imroz - αλλάζει σε Gokceada (Γκιοκτσέαντα), για να μην παραπέμπει σε κάτι ελληνικό, ακριβώς όπως στο θεατρικό έργο «Μεταφράσεις» του Ιρλανδού Μπράιαν Φρίελ, οι Άγγλοι καταβάλλουν προσπάθεια  για να μεταφραστούν στα Αγγλικά όλα τα ιρλανδικά τοπωνύμια, υποδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό, ποιος είναι ο κυρίαρχος, ενώ ταυτόχρονα  καταδικάζουν τη ιρλανδική γλώσσα στη λήθη. 
Άρα, αυτό που διακυβεύεται και στην Ίμβρο είναι πλέον η διατήρηση ζωντανής της μνήμης. 
Φωτογραφία του Γιώργου από την πρωτεύουσα, την Παναγία

Σήμερα, που στο νησί, τουλάχιστον στην πρωτεύουσα,   ελάχιστα πράγματα, - ίσως μόνον η εκκλησία και η Μητρόπολη - θυμίζουν ελληνισμό, κάποιοι προσπαθούν να μην σβήσουν οι μνήμες. 
Κάθε καλοκαίρι το νησί ανασταίνεται, τα έθιμα αναβιώνουν. Οι Ίμβριοι της διασποράς δεν ξεχνούν τον τόπο τους, οι Σύλλογοι κάνουν διαβήματα. 
Θα ανοίξει πάλι ένα ελληνικό σχολείο, κι ας είναι τα παιδιά ελάχιστα… 
Σπίτια  ανακαινίζονται, ξωκλήσια αναστηλώνονται... 
Κάποιοι μπορεί να επιστρέψουν. Υπάρχει μια ελπίδα πως κάτι, ίσως, αρχίζει να ζωντανεύει…
Ο φίλος μου ο Γιώργος, όμως,  όταν έφτασε στην Ίμβρο με το σκάφος του, με πήρε τηλέφωνο και μου ανακοίνωσε: «Είμαστε στο Κουζού λιμάνι!».
Πώς να ξέρει, ότι η τοποθεσία λεγόταν παλιά Άγιος Κήρυκος, απ’ το ομώνυμο εκκλησάκι, το οποίο δεν γνωρίζω αν στέκει ακόμα εκεί… 

Αν θέλετε να διαβάσετε περισσότερα για την Ίμβρο:  Σύλλογος Ιμβρίων 


Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Υπόγεια ρεύματα


1.Ο Χρόνης Μπότσογλου, σύγχρονος και σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος, για πολλά χρόνια πήγαινε κάθε Κυριακή να συντροφεύει τη μητέρα του, η οποία ήταν άρρωστη,  και τις ώρες που καθόταν απέναντί της, έκανε διάφορες σκέψεις για κείνην και συγχρόνως τη ζωγράφιζε. Έτσι μας έδωσε μια θαυμάσια σειρά από δεκάδες πορτραίτα της μητέρας του.

«Όλα τα έργα έγιναν εκ του φυσικού. Πήγαινα και καθόμουν μαζί της. Ήταν ο μόνος τρόπος για ν’ αντέξω τελικά. Όταν τελείωσα και έδειξα τα έργα, έκανα δυο χρόνια να πάω να δω τη μητέρα μου. Μέσω της ζωγραφικής ήταν σαν να την είχα κηδέψει.» λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.



Στο βιβλίο του «Σάββατο» (Νεφέλη 2006), ο Βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν περιγράφει μια σαββατιάτικη μέρα από τη ζωή του Χένρυ, ενός γιατρού.

Μέσα στις υποχρεώσεις τη μέρας αυτής είναι και μια επίσκεψη στη μητέρα του. Έτσι, το συγκεκριμένο Σάββατο, όπως κάθε εβδομάδα, κάνει την καθιερωμένη επίσκεψη στη μητέρα του, σε κάποιο οίκο ευγηρίας.  Προσπαθώντας μάταια να κρατήσει μια συζήτηση  με την πάσχουσα από άνοια μητέρα του, κοιτάζει μια νεανική φωτογραφία της και αναπολεί τις παλιές εποχές. Κι εμείς διαβάζουμε μερικές σελίδες έξοχης λογοτεχνίας για τη σχέση του γιου με τη μητέρα, σχέση η οποία μας βάζει σε σκέψεις κοιτάζοντας και τα έργα του Μπότσογλου.


2.Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ το κέρδισε φέτος ο Γιώργος Μητάς. Το γεγονός με χαροποίησε γιατί το βιβλίο του το διάβασα το χειμώνα, με ενθουσίασε και το πρότεινα θερμά στους φίλους μου. Πρόκειται για τις «Ιστορίες του Χαλ» (Κίχλη 2011), τρία διηγήματα για την κρύα και σκοτεινή πόλη Χαλ, στη Βόρεια Αγγλία. 


Είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας μετασχηματίζει το παγωμένο σκοτάδι της μοναξιάς σε θερμό φως ανθρώπινης συντροφικότητας. Πώς παίρνει το μικρό, τετριμμένο και καθημερινό και το ανυψώνει σε κάτι μοναδικό.

Η τέχνη αυτή του συγγραφέα ήρθε συνειρμικά στο μυαλό μου όταν επισκέφθηκα  -την πρώτη μέρα της Άνοιξης - την έκθεση του Χρίστου Παπαδάκη, μια αναδρομική – επετειακή, όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος – έκθεση, στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας,   με έργα σε μικρή κλίμακα τα περισσότερα.
Γιατί και στα έργα του Παπαδάκη, όπως και στα διηγήματα του Μητά, το απλό γίνεται σπουδαίο. Το ταπεινό, αποκτά ένα μεγαλείο.

Ένα τσαμπί σταφύλι, ένα τόσο δα κλωναράκι ανθισμένης μυγδαλιάς, ένας εξαϋλωμένος γέροντας, ένας βράχος…  


Τα μολύβια του χαϊδεύουν μάγουλα κοριτσιών…




...και τα κάρβουνά του – το φόρτε, νομίζω, της έκθεσης – μετουσιώνουν τη μαυρίλα σε αστραφτερό φως, δίνουν σε μαύρο - άσπρο όλο το όργιο του καλοκαιριού, τον γαλανό ουρανό, τα καψαλισμένα απ’ τον ήλιο χόρτα όπως τα γέρνει ο άνεμος, και πέρα τη θάλασσα να στραφταλίζει στ’ ασήμια του μεσημεριού…σχεδόν ακούς «το σαματά των τζιτζικιών» που θά ’ναι κρυμμένα κάπου εκεί.


Με άγγιξε αυτό το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι στα έργα του Παπαδάκη.  Γιατί όπως λέει ο ίδιος, ο οποίος είναι και ποιητής :
«Ο ζωγράφος είναι ένα είδος υφαντουργού…ξηλώνει το σκοτάδι και το υφαίνει φως

3. Την ίδια μέρα πήγα στα εγκαίνια της έκθεσης «Ενθύμια Τόπων ΙΙ», της ζωγράφου Γεύσως Παπαδάκη – είδατε σύμπτωση με τα επίθετα; - στη γκαλερί ASTRA
Είχα μόλις τελειώσει το  βιβλίο  του Τζούλιαν Μπαρνς «Ένα κάποιο τέλος» (Μεταίχμιο 2011) (βλ. και προηγούμενη ανάρτηση, ), στο οποίο ο συγγραφέας μιλά για τη μνήμη και για τα παιχνίδια που μας παίζει.



Έτσι είδα τον κάθε πίνακα σαν ένα παράθυρο στη μνήμη της ζωγράφου. Μια καταγραφή των εντυπώσεων που μένουν αφού πια έχεις φύγει από έναν τόπο,  άλλες έντονες κι άλλες αχνές σαν αμυδρές αναμνήσεις, ανάλογα με τα βιώματα που έζησες εκεί. Θραύσματα εικόνων σε επάλληλες στρώσεις, ένας πύργος, μια αγορά, μια γέφυρα, ένα πρόσωπο σ’ ένα παράθυρο… και τόπους τόπους λευκός ο καμβάς, να υποδηλώνει κάτι σβησμένο απ’ τη μνήμη, κάτι εντελώς ξεχασμένο.


 Πολύ εύστοχα, ο Νίκος Βατόπουλος στην κριτική του (εδώ), έδωσε το χαρακτηρισμό «παλίμψηστο» στα έργα, έτσι καθώς τα στρώματα των εντυπώσεων επικαλύπτονται.


Μου άρεσε  αυτό που έβλεπα γιατί οι πίνακες ανέδιδαν έναν κοσμοπολιτισμό μαζί με μια εσωτερικότητα, προκαλώντας με να αναλογιστώ ταξίδια μακρινά, αλλά και  τόπους κοντινούς κι αγαπημένους, περιπλανήσεις σε σοκάκια πόλεων και σε δαιδάλους της μνήμης, αλλά κυρίως - επηρεασμένη κι από το βιβλίο - να στοχαστώ πάνω στην επιλεκτικότητα της μνήμης, η οποία μπερδεύει της αναμνήσεις όπως της αρέσει,  κρατά ό,τι θέλει και σβήνει τα υπόλοιπα.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση», όπως γράφει η Κική Δημουλά στο ποίημά της «Αυτοσυντήρηση».

Και τέλος, αναρωτήθηκα αν υπάρχουν υπόγεια ρεύματα που διατρέχουν τις ηπείρους, συνδέουν τους ανθρώπους, τους συγγραφείς, τους ζωγράφους, τους δημιουργούς σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ή αυτά υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας, στη μνήμη μας, η οποία με συνειρμούς ανακαλεί εικόνες και διαβάσματα και υφαίνει το δικό της δίχτυ παγιδεύοντας τους στοχασμούς μας…