Δευτέρα 29 Οκτωβρίου 2012

Όταν σάπισαν τα σκόρδα


Μόλις διάβασα το μυθιστόρημα του φετινού νομπελίστα Μο Γιαν, «Οι μπαλάντες του σκόρδου» (Εκδόσεις Καστανιώτης).

Δεν μπορεί κανείς να κρίνει από ένα και μόνο έργο έναν συγγραφέα, αυτό που διάβασα πάντως, μου έκανε εντύπωση. Όταν έκλεισα το βιβλίο ένοιωθα τα ρουθούνια μου γεμάτα από τη δυσωδία του σάπιου σκόρδου. Γιατί το σκόρδο παίζει ένα πρωταγωνιστικό ρόλο στο μυθιστόρημα και κάθε σελίδα του Μο Γιαν είναι διαποτισμένη με τη μυρωδιά του. 



Αχνιστές σκορδόσουπες και ζωμός σκόρδου στα σπίτια, σκορδίλα στα φιλιά των ερωτευμένων, οσμή από ξεραμένους καυλούς σκόρδου στις αυλές, χνώτα που ζέχνουν σκόρδο στο κελί της φυλακής και, πάνω απ’ όλα, η αποφορά των σαπισμένων σκόρδων, η οποία καλύπτει σαν σύννεφο την κινεζική επαρχία, όπου διαδραματίζεται το μυθιστόρημα. Αυτή την επαρχία της οποίας τη φύση  ο Μο Γιαν περιγράφει με ειδυλλιακές  εικόνες. Ποιητικά. Με αγάπη για τη χώρα του.



Η ποίηση όμως της φύσης έρχεται σε αντίθεση με τη δύσκολη ζωή των χωρικών που καταγράφει με τρομακτικό ρεαλισμό ο Κινέζος συγγραφέας. Χωρικοί, οι οποίοι έγιναν καλλιεργητές σκόρδου μετά από προτροπή – ίσως και διαταγή - της Κυβέρνησης, και μια χρονιά υπερπαραγωγής βλέπουν τα σκόρδα τους, από την πώληση των οποίων εξαρτάται πια η επιβίωσή τους,  να μένουν απούλητα και να σαπίζουν. Χωρικοί, οι οποίοι ξέφυγαν από την καταπίεση των αρχόντων και των γαιοκτημόνων για να πέσουν στην εκμετάλλευση των αξιωματούχων του Κόμματος και της Κυβέρνησης.



Καθώς λοιπόν, τεράστιες ποσότητες σκόρδου αρχίζουν να σαπίζουν, η δυσωδία τους καλύπτει σαν βαρύ σύννεφο όλη την επαρχία, ακριβώς όπως η δυσοσμία από την διαφθορά των αξιωματούχων μπαίνει σ’ όλα τα σπίτια και δηλητηριάζει τη ζωή των χωρικών, ακριβώς όπως η αποφορά της απελπισίας κόβει την ελπίδα για μια καλύτερη ζωή.

 «Είσαι νέος ακόμα», είπε ο τέταρτος θείος. «Για σένα δεν έχει στερέψει ακόμα η ελπίδα».
«Η ελπίδα για ποιο πράγμα; Στα τριάντα είσαι μεσήλικας, στα πενήντα σε φυτεύουν στη γη. Είμαι σαράντα ενός, ένα χρόνο μεγαλύτερος από τον πρωτογέννητό σου. Το χώμα μου φτάνει ήδη ως τις μασχάλες».

Η ρεαλιστική, άγρια περιγραφή του Μο Γιαν, η οποία έρχεται σε αντίθεση με την αξεπέραστη ομορφιά των εικόνων της κινεζικής φύσης, τονίζει τη βασανισμένη ζωή των αγροτών οι οποίοι κάθε άλλο παρά ως άγιοι εμφανίζονται, καθώς, όπως όλοι οι άνθρωποι ερωτεύονται, προδίδουν, απελπίζονται, μισούν, ονειρεύονται, επαναστατούν, συμβιβάζονται, γεννούν και πεθαίνουν…

Μια ιστορία για μια μακρινή κι άγνωστη μας χώρα, αλλά και


μια ιστορία για οικεία σε όλους μας πάθη, λύπες, αγώνες και λίγες, ελάχιστες χαρές.