Τετάρτη 8 Αυγούστου 2012

Μας διασκεδάζει η βία;

Όταν πήγαινα στο Γυμνάσιο, κάπου γύρω στα δεκατρία με δεκατέσσερα, ανακάλυψα τη ΜΑΣΚΑ και το ΜΥΣΤΗΡΙΟ, δυο περιοδικά της εποχής με αστυνομικά διηγήματα και ήρωες όπως ο Ντετέκτιβ Χ, ο άνθρωπος Αράχνη, ο Άγιος, ο Ζορό και πολλοί άλλοι. 
Όταν η θεία μου είδε «τι διαβάζει το κορίτσι», έφριξε. Μάλωσε τους γονείς μου και μου είπε να μην τα ξαναπιάσω στα χέρια μου. Εγώ όμως είχα ένα ατράνταχτο επιχείρημα:
«Είναι καλά» είπα, «γιατί στο τέλος οι κακοί συλλαμβάνονται ή σκοτώνονται και ο καλός θριαμβεύει» και δεν μπόρεσαν να με αντικρούσουν.
Μεγαλώνοντας γνώρισα πολλούς αστυνομικούς συγγραφείς, αν και τώρα τελευταία προτιμώ άλλου είδους διαβάσματα. Παρατήρησα όμως, πως δίπλα σ’ αυτά που ονομάζουμε κλασικά αστυνομικά, όπως  της Χάισμιθ, της Κρίστι, του Μαρή, του Τσάντλερ, του Σιμενόν,
άρχισε να αναπτύσσεται κι ένα άλλο είδος αστυνομικών μυθιστορημάτων με κατά συρροήν δολοφόνους. Αυτοί βέβαια υπήρχαν από την εποχή του «Αρσενικό και παλιά δαντέλα» και του «Ψυχώ», από τότε, όμως,  τα πράγματα έχουν αλλάξει πολύ, καθώς οι δολοφόνοι και βιαστές γίνονται όλο και πιο σατανικοί, πιο ευφάνταστοι, με τα πτώματα να ξεπηδούν κάθε δέκα σελίδες και με τις περιγραφές βιαιοτήτων να γίνονται όλο και πιο αρρωστημένες. Και τα βιβλία αυτά γίνονται μπεστ-σέλλερ, γυρίζονται ταινίες και σπάνε τα ταμεία, ενώ και στην τηλεόραση αποσπούν ένα μεγάλο μερίδιο τηλεθέασης.
Ο "Κώδικας Ντα Βίντσι", εκτός από ταινία έγινε και βίντεο γκέιμ

Να σημειώσω ότι στο είδος αυτό, των κατά συρροήν δολοφόνων, ειδικεύονται οι Σκανδιναυοί συγγραφείς, όπως ο Λάρσον, ο Στόλεσεν, ο Μάνκελ, ο Νέσμπο, - για να απαριθμήσω μόνον όσους έχω διαβάσει - χωρίς να αποκλείονται άλλες εθνικότητες.
Πρόσφατα διάβασα την τριλογία MILLENNIUM του Στιγκ Λάρσον,  ο οποίος έγινε διάσημος με το πρώτο βιβλίο, «Το κορίτσι με το τατουάζ» (Ψυχογιός, 2009), το οποίο γυρίστηκε και ταινία. Η αλήθεια είναι πως όταν αρχίσεις το μυθιστόρημα και μπεις στην ατμόσφαιρα, δεν μπορείς πια να το αφήσεις απ’ το χέρι σου. Όταν το έκλεισα όμως, δεν μπόρεσα να μην αναρωτηθώ, γιατί αυτού του είδους τα αναγνώσματα και θεάματα είναι τόσο δημοφιλή.

Έψαξα, λοιπόν, στο Διαδίκτυο,  - αν και δεν είμαι τόσο ικανή σ’ αυτό, όσο η Λίσμπετ Σαλάντερ, η ηρωίδα του Λάρσον - και βρήκα μερικές απαντήσεις, λιγότερο ως περισσότερο ικανοποιητικές:
  1. Σήμερα ζούμε σ’ έναν ανήσυχο κόσμο κι έχουμε συνειδητοποιήσει πως ο άνθρωπος μάχεται για επιβίωση σε παγκόσμιο, αλλά και σε ατομικό επίπεδο. Γι αυτό καταφεύγουμε  στα αστυνομικά ή θρίλλερ για να ξεφύγουμε από ένα άδικο κόσμο. Όσο βίαιες και δυσάρεστες κι αν είναι οι υποθέσεις, γνωρίζουμε ότι στο τέλος θα αποκατασταθεί κάποια μορφή ηθικής τάξης. Το είδος αυτό προσφέρει μια «αρμονία» στον διαρκώς μεταβαλλόμενο κόσμο μας, και μας βεβαιώνει ότι μια κοινωνία με νόμους μπορεί να λειτουργήσει. Ο αντίλογος εδώ, είναι ότι σε πολλές ιστορίες οι ήρωες καταφεύγουν στην παρανομία ή στη βία, ακριβώς επειδή οι νόμοι έχουν καταπατηθεί κι έχουν βιώσει την αδικία.
  2.  Μια άλλη άποψη, υποστηρίζει πως διαβάζουμε (ή βλέπουμε ταινίες) για να ξορκίσουμε τους φόβους μας. Όπως όταν είμαστε μικροί διαβάζουμε παραμύθια με κακιές μάγισσες, λύκους κι ανθρωποφάγους δράκους, ως ενήλικες διαβάζουμε για απάτες, για φόνους και για βιασμούς. Γνωρίζοντας  πως αυτό που διαβάζουμε είναι φανταστικό δεν το συγχέουμε καθόλου με την πραγματικότητα. Είναι καθησυχαστικό να διαβάζεις κάτι φοβερό και να ξέρεις ότι αυτό συμβαίνει μόνο στη φαντασία του συγγραφέα.


3. Μερικοί το κάνουν επειδή προσπαθούν να καταλάβουν τι είναι εκείνο που κάνει τον άνθρωπο να περάσει την κόκκινη γραμμή και να παρανομήσει. Βέβαια, το κακό συνυπάρχει μέσα μας με το καλό. Όλοι έχουμε έναν κακό εαυτό, τον οποίο, όμως, έχουμε μάθει να ελέγχουμε.  Άρα κάποιοι ενδιαφέρονται για τις συγκρούσεις που δημιουργούνται ανάμεσα στα προσωπικά μας θέλω και στην τάξη την οποία επιβάλλει η κοινωνία. Το πώς και το γιατί καταφεύγει κανείς στη βία και ποιες ανάγκες του προσπαθεί να καλύψει.  Τους ενδιαφέρει δηλαδή, το ψυχολογικό υπόβαθρο των ηρώων.

4. Μια άλλη άποψη, πηγαίνει πολύ πίσω στα βασικά μας ένστικτα, τα οποία αναζητούν στη βία τους παράγοντες που εκλύουν κάποιες ουσίες στον οργανισμό μας, όπως για παράδειγμα την αδρεναλίνη και την ντοπαμίνη, οι οποίες μας κάνουν να αισθανόμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο, πράγμα το οποίο μας κάνει να αισθανόμαστε δυνατοί κι ικανοποιημένοι απ’ τον εαυτό μας. Την ίδια αίσθηση της ικανοποίησης που αναζητούμε – κάποιοι – κι όταν κάνουμε ακραία σπορ, ή απλώς τα παρακολουθούμε. 
Αφού λοιπόν ο κίνδυνος μας ανεβάζει, η λογοτεχνία και ο κινηματογράφος προσπαθούν να μας βάλλουν σε παρόμοιες καταστάσεις με όλο και περισσότερη βία, την οποία είναι απίθανο – οι περισσότεροι – να συναντήσουμε στην καθημερινή μας ζωή. Όσοι από μας αναζητούμε παρόμοιες συγκινήσεις, στο τέλος μένουμε ικανοποιημένοι και τελικά – ναι – διασκεδάζουμε. Αν βέβαια ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, τότε θα αναζητούσαμε διαρκώς αυτή τη διασκέδαση. Ο ανθρώπινος ψυχισμός, όμως, είναι πολύπλοκος και το μυαλό δεν ξεγελιέται. Γνωρίζει πως αυτή είναι μια ψεύτικη κατάσταση και κρατά τις αποστάσεις του. 
Θα έλεγα πως όλα τα παραπάνω, λίγο ως πολύ, μπορούν να εξηγήσουν το φαινόμενο, υποψιάζομαι, όμως, πως υπάρχει και κάτι ακόμα, που συνδέεται με βαθύτερα, αρχέγονα κι ανομολόγητα ένστικτα, τα οποία συνδέουν τη βία με τον ερωτισμό. Αυτό, το υποθέτω, επηρεασμένη κι απ’ το βιβλίο «Ο ερωτισμός» (Ίνδικτος 2001), όπου ο Ζωρζ Μπατάιγ συνδέει τη βία, το φόνο και το θάνατο με το σεξ και τον ερωτισμό.
Άβυσσος η ψυχή του ανθρώπου…
Παίζει ρόλο βέβαια και ο στόχος του συγγραφέα ή του σκηνοθέτη. Αν θέλει απλά να σοκάρει και να προκαλέσει τα ένστικτα του αναγνώστη/θεατή ή να κάνει κάποιο κοινωνικό σχόλιο, όπως για παράδειγμα οι βιασμοί και δολοφονίες γυναικών που απαριθμεί ο Ρομπέρτο Μπολάνιο στο «2666» (Άγρα, 2011), με στόχο να τραβήξει την προσοχή στις πραγματικές δολοφονίες γυναικών που παραμένουν ανεξιχνίαστες σε μια πόλη του Μεξικού, - χωρίς να βάζω το βιβλίο αυτό στο ίδιο τσουβάλι με τα υπόλοιπα -
 ή του Στιγκ Λάρσον, ο οποίος στηλιτεύει τη βία εναντίον των γυναικών, το τράφικιν και την διαφθορά των κρατικών υπηρεσιών στη Σουηδία. Δεν παύει, όμως,  η συνεχής περιγραφή/προβολή βιαιοτήτων να δημιουργεί έναν επικίνδυνο εθισμό στη βία, έτσι ώστε να μη μας προκαλεί πια εντύπωση στην πραγματική ζωή.
Όπως και νά’ χει οι υγιείς άνθρωποι μπορούν να ελέγξουν τα ένστικτά τους και να μην πάρουν την υπόθεση στα σοβαρά. Το πρόβλημα είναι για τους ψυχικά διαταραγμένους, οι οποίοι δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τη φαντασία από την πραγματικότητα, δεν ελέγχουν τις πράξεις τους και ξεσπούν με βία, όπως πρόσφατα ο δολοφόνος στον κινηματογράφο, όπου παιζόταν η  ταινία του Μπάτμαν.