Κάθε Σεπτέμβρη, από τότε που πήρα
σύνταξη, με κυριεύει μια νοσταλγία για το σχολείο. Και θυμάμαι διάφορα
περιστατικά, ευχάριστα τα περισσότερα. Αν υπάρχουν κάποια δυσάρεστα είναι κυρίως
από τους πρώτους μήνες μες την τάξη.
Τότε που δεν ήξερα πώς να διδάξω.
Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω
πως έπρεπε να σκέπτομαι από πριν τον τρόπο που θα σχεδιάσω και το παραμικρό
πάνω στον πίνακα έτσι ώστε να γίνεται κατανοητό απ’ τα παιδιά, να προετοιμάζω
κάθε βήμα της διδασκαλίας, κάθε ερώτηση που θα κάνω, με κάθε λεπτομέρεια. Μόνη
μου κατάλαβα πώς έπρεπε να απλώνω τη διδασκαλία και να καλύπτω το χρόνο
υπολογίζοντας το σαρανταπεντάλεπτο που είχα στη διάθεσή μου κι αυτό θα μπορούσα
να το πετύχω, πάλι, μόνο με προσεκτική προετοιμασία.
Ευτυχώς τώρα γίνονται σεμινάρια για τους νεοδιόριστους και μαθαίνουν αυτά τα στοιχειώδη.
Μακάρι, βέβαια, το θέμα να
τελείωνε με την προετοιμασία. Το επάγγελμα
όμως του εκπαιδευτικού έχει ιδιαιτερότητες, γιατί ασχολείται με τον
άνθρωπο, και μάλιστα το παιδί!
Τι συμβαίνει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος
με τριάντα ζευγάρια μάτια, τα οποία σε ακτινογραφούν και βλέπουν όλα όσα
προσπαθείς επιμελώς να κρύψεις; Πώς επικοινωνείς με το «κοινό» αυτό; Τι είδους
σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σε σένα και το καθένα από τα τριάντα αυτά παιδιά;
Θα είσαι αυστηρός ή επιεικής, θα
γίνεις φίλος τους ή κάποιος που τον φοβούνται;
Αυτά, δυστυχώς, τα μαθαίνεις στην
πορεία, - στου κασίδη το κεφάλι- μέσα από δοκιμές και λάθη. Μέχρι την τελευταία
μέρα στο σχολείο, μάθαινα…
«Ζογκλέρ, ο νέος καθηγητής», λέει ο συνάδελφος και συγγραφέας Αντρέας
Ι. Κασσέτας και σας έχω εδώ ένα απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Σχοινοβάτες»,
στο βιβλίο του «Η Άρκτος, η Πρέσπα, η Παρασκευή» (Κάτοπτρο, 1992), όπου
περιγράφει την πρώτη μέρα μέσα στην τάξη:
«…. μπροστά στο κατώφλι μιας λυκειακής αίθουσας, πάνω, δηλαδή, σ’ ένα
τεντωμένο σκοινί, αγκαλιά μ’ ένα τριακοντακέφαλο τέρας. «Τώρα θα μας δείξετε το
ακροβατικό σας ταλέντο» μας είπαν.
Το σκοινί συνέδεε και εξακολουθεί να συνδέει τις δυο γνωστές όχθες. Στη
μία ευδοκιμεί το σχολείο το παραδοσιακό. Η «τάξη»,η επανάληψη, η
τελετουργικότητα των κινήσεων, η λογική του άρτιου και η απουσία του περιττού,
η οργάνωση του μαθήματος, η άσκηση της καθηγητικής εξουσίας, η σοβαροφάνεια, το
μεγάλο κύρος των αριθμο/βαθμών 18, 19, 20, οι προσεκτικές διατυπώσεις. Μια
μικροκοινωνία κυψέλης, ίσως και μυρμηγκοφωλιάς, όπου την αντιστεκόμενη
εξηκονταποδαρούσα μπορείς να τη δαμάσεις χωρίς να αναλώνεσαι ιδιαίτερα γι αυτό.
Στην απέναντι όχθη κατασκηνώνει το απρόβλεπτο, η ανοιχτή επικοινωνία, η
δυνατότητα να «ακούγεται» η δυσφορία, η αδιαφορία και η διαφορά, ο δεύτερος
νόμος της θερμοδυναμικής και οι πιθανές αναφλέξεις. Εκεί το τριακοντακέφαλο
αποσυντίθεται, διατηρώντας τη δυνατότητα να ανασυντεθεί, αλλά και σαρκάζει,
συμπάσχει, κουνάει ορισμένα από τα εξήντα πόδια του, μαθαίνει κάποια πράγματα,
αλλά και σε διδάσκει ένα σωρό….»
Και στα δύο άκρα το σχολείο
μαραίνεται, λέει ο Κασσέτας, και καθώς πορευόμαστε πάνω σ’ αυτό το σχοινί, γέρνουμε
άλλοι προς τη μια κι άλλοι προς την αντίθετη πλευρά. Γιατί, όπως λέει ο Ζωρζ
Μοκό στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Εκπαίδευση», (Καστανιώτης 1997), ο δάσκαλος
διδάσκει αυτό που είναι ο ίδιος. «Διδάσκουμε
αυτό που είμαστε», κι αν το καλοσκεφτεί κανείς αυτό, τρομάζει.
Τρομάζει γιατί κι ο εκπαιδευτικός,
όπως κάθε άνθρωπος, κουβαλά τραύματα, ανασφάλειες, εμμονές, επιθυμίες, άγχη,
ευαισθησίες, κι αυτά τα προβάλλει ασυνείδητα,
στους μαθητές του.
Και μόνο η αγάπη για τα παιδιά
και για το επάγγελμα/λειτούργημά μας μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε αυτή τη
δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στις δύο όχθες, να γίνουμε ικανοί να
μπούμε στη θέση του παιδιού, αλλά, και την ίδια στιγμή, να κρατήσουμε την
πρέπουσα απόσταση αναγνωρίζοντας το ως αυτόνομη προσωπικότητα και, τέλος, να
ισορροπήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο για να διδάξουμε ό,τι «καλό» είμαστε.
Όπως λέει ο Καστοριάδης σε μια
συνέντευξη του «Αν δεν υπάρχει έρωτας μες
την εκπαίδευση, δεν υπάρχει εκπαίδευση».
Ο έρωτας με μισθούς πείνας δεν
ζει, μπορεί να πει κανείς. Και πολλοί λένε, πως αν οι εκπαιδευτικοί έπαιρναν καλύτερους μισθούς θα έκαναν
καλύτερα τη δουλειά τους.
Θα ήταν λιγότερο πιεσμένοι, ναι.
Αλλά, πιστεύει κανείς, πως ένας κακός δάσκαλος θα γίνει καλύτερος αν κερδίζει
περισσότερα;
Κι από την άλλη, πόσο αποτιμάται
η αγάπη και η αναγνώριση που εισπράττει κανείς απ’ τα παιδιά; Πόσο αξίζει ν’
ακούσει κανείς εκείνο το «Δεν θα σας
ξεχάσουμε ποτέ», όταν οι μαθητές του τον αποχαιρετούν;
Έχω δει στα σχολεία που δούλεψα
πολλούς καθηγητές με πάθος για τη δουλειά τους, αυτόν τον «έρωτα», που λέει ο
Καστοριάδης, κι αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο, το πρόσωπο και καθόλου με το
μισθό.
Όπως λέει ο Yeats:
«΄Ο,τι φλογοβολεί μέσα στη νύχτα
του ανθρώπου η καρδιά με το ρετσίνι της το θρέφει.»
Καλή σχολική χρονιά!