Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου 2012

Δάσκαλοι ακροβάτες


Κάθε Σεπτέμβρη, από τότε που πήρα σύνταξη, με κυριεύει μια νοσταλγία για το σχολείο. Και θυμάμαι διάφορα περιστατικά, ευχάριστα τα περισσότερα. Αν υπάρχουν κάποια δυσάρεστα είναι κυρίως από τους πρώτους μήνες μες την τάξη.
Τότε που δεν ήξερα πώς να διδάξω.
Μου πήρε λίγο καιρό να καταλάβω πως έπρεπε να σκέπτομαι από πριν τον τρόπο που θα σχεδιάσω και το παραμικρό πάνω στον πίνακα έτσι ώστε να γίνεται κατανοητό απ’ τα παιδιά, να προετοιμάζω κάθε βήμα της διδασκαλίας, κάθε ερώτηση που θα κάνω, με κάθε λεπτομέρεια. Μόνη μου κατάλαβα πώς έπρεπε να απλώνω τη διδασκαλία και να καλύπτω το χρόνο υπολογίζοντας το σαρανταπεντάλεπτο που είχα στη διάθεσή μου κι αυτό θα μπορούσα να το πετύχω, πάλι, μόνο με προσεκτική προετοιμασία.
Ευτυχώς τώρα γίνονται σεμινάρια για τους νεοδιόριστους και μαθαίνουν αυτά τα στοιχειώδη.


Μακάρι, βέβαια, το θέμα να τελείωνε με την προετοιμασία. Το επάγγελμα  όμως του εκπαιδευτικού έχει ιδιαιτερότητες, γιατί ασχολείται με τον άνθρωπο, και μάλιστα το παιδί!
Τι συμβαίνει όταν έρχεσαι αντιμέτωπος με τριάντα ζευγάρια μάτια, τα οποία σε ακτινογραφούν και βλέπουν όλα όσα προσπαθείς επιμελώς να κρύψεις; Πώς επικοινωνείς με το «κοινό» αυτό; Τι είδους σχέση αναπτύσσεται ανάμεσα σε σένα και το καθένα από τα τριάντα αυτά παιδιά;
Θα είσαι αυστηρός ή επιεικής, θα γίνεις φίλος τους ή κάποιος που τον φοβούνται;
Αυτά, δυστυχώς, τα μαθαίνεις στην πορεία, - στου κασίδη το κεφάλι- μέσα από δοκιμές και λάθη. Μέχρι την τελευταία μέρα στο σχολείο, μάθαινα…
«Ζογκλέρ, ο νέος καθηγητής», λέει ο συνάδελφος και συγγραφέας Αντρέας Ι. Κασσέτας και σας έχω εδώ ένα απόσπασμα από το κείμενο με τίτλο «Σχοινοβάτες», στο βιβλίο του «Η Άρκτος, η Πρέσπα, η Παρασκευή» (Κάτοπτρο, 1992), όπου περιγράφει την πρώτη μέρα μέσα στην τάξη:
«…. μπροστά στο κατώφλι μιας λυκειακής αίθουσας, πάνω, δηλαδή, σ’ ένα τεντωμένο σκοινί, αγκαλιά μ’ ένα τριακοντακέφαλο τέρας. «Τώρα θα μας δείξετε το ακροβατικό σας ταλέντο» μας είπαν.


Το σκοινί συνέδεε και εξακολουθεί να συνδέει τις δυο γνωστές όχθες. Στη μία ευδοκιμεί το σχολείο το παραδοσιακό. Η «τάξη»,η επανάληψη, η τελετουργικότητα των κινήσεων, η λογική του άρτιου και η απουσία του περιττού, η οργάνωση του μαθήματος, η άσκηση της καθηγητικής εξουσίας, η σοβαροφάνεια, το μεγάλο κύρος των αριθμο/βαθμών 18, 19, 20, οι προσεκτικές διατυπώσεις. Μια μικροκοινωνία κυψέλης, ίσως και μυρμηγκοφωλιάς, όπου την αντιστεκόμενη εξηκονταποδαρούσα μπορείς να τη δαμάσεις χωρίς να αναλώνεσαι ιδιαίτερα γι αυτό.
Στην απέναντι όχθη κατασκηνώνει το απρόβλεπτο, η ανοιχτή επικοινωνία, η δυνατότητα να «ακούγεται» η δυσφορία, η αδιαφορία και η διαφορά, ο δεύτερος νόμος της θερμοδυναμικής και οι πιθανές αναφλέξεις. Εκεί το τριακοντακέφαλο αποσυντίθεται, διατηρώντας τη δυνατότητα να ανασυντεθεί, αλλά και σαρκάζει, συμπάσχει, κουνάει ορισμένα από τα εξήντα πόδια του, μαθαίνει κάποια πράγματα, αλλά και σε διδάσκει ένα σωρό…
Και στα δύο άκρα το σχολείο μαραίνεται, λέει ο Κασσέτας, και καθώς πορευόμαστε πάνω σ’ αυτό το σχοινί, γέρνουμε άλλοι προς τη μια κι άλλοι προς την αντίθετη πλευρά. Γιατί, όπως λέει ο Ζωρζ Μοκό στο βιβλίο του «Ψυχανάλυση και Εκπαίδευση», (Καστανιώτης 1997), ο δάσκαλος διδάσκει αυτό που είναι ο ίδιος. «Διδάσκουμε αυτό που είμαστε», κι αν το καλοσκεφτεί κανείς αυτό, τρομάζει.


Τρομάζει γιατί κι ο εκπαιδευτικός, όπως κάθε άνθρωπος, κουβαλά τραύματα, ανασφάλειες, εμμονές, επιθυμίες, άγχη, ευαισθησίες, κι αυτά τα προβάλλει ασυνείδητα,  στους μαθητές του.
Και μόνο η αγάπη για τα παιδιά και για το επάγγελμα/λειτούργημά μας μπορεί να μας βοηθήσει να βρούμε αυτή τη δύσκολη ισορροπία ανάμεσα στις δύο όχθες, να γίνουμε ικανοί να μπούμε στη θέση του παιδιού, αλλά, και την ίδια στιγμή, να κρατήσουμε την πρέπουσα απόσταση αναγνωρίζοντας το ως αυτόνομη προσωπικότητα και, τέλος, να ισορροπήσουμε τον εσωτερικό μας κόσμο για να διδάξουμε ό,τι «καλό» είμαστε.
Όπως λέει ο Καστοριάδης σε μια συνέντευξη του «Αν δεν υπάρχει έρωτας μες την εκπαίδευση, δεν υπάρχει εκπαίδευση».

Ο έρωτας με μισθούς πείνας δεν ζει, μπορεί να πει κανείς. Και πολλοί λένε, πως αν οι εκπαιδευτικοί  έπαιρναν καλύτερους μισθούς θα έκαναν καλύτερα τη δουλειά τους.
Θα ήταν λιγότερο πιεσμένοι, ναι. Αλλά, πιστεύει κανείς, πως ένας κακός δάσκαλος θα γίνει καλύτερος αν κερδίζει περισσότερα;
Κι από την άλλη, πόσο αποτιμάται η αγάπη και η αναγνώριση που εισπράττει κανείς απ’ τα παιδιά; Πόσο αξίζει ν’ ακούσει κανείς εκείνο το «Δεν θα σας ξεχάσουμε ποτέ», όταν οι μαθητές του τον αποχαιρετούν;


Έχω δει στα σχολεία που δούλεψα πολλούς καθηγητές με πάθος για τη δουλειά τους, αυτόν τον «έρωτα», που λέει ο Καστοριάδης, κι αυτό έχει να κάνει με τον άνθρωπο, το πρόσωπο και καθόλου με το μισθό. 
Όπως λέει ο Yeats:
«΄Ο,τι φλογοβολεί μέσα στη νύχτα
του ανθρώπου η καρδιά με το ρετσίνι της το θρέφει


Καλή σχολική χρονιά!


Τετάρτη 5 Σεπτεμβρίου 2012

Για να μην ξεχνάμε


Ένα κείμενο για να θυμηθούμε τον τρόμο που έζησαν οι Έλληνες της Πόλης στα γεγονότα, γνωστά ως Σεπτεμβριανά,  - το πογκρόμ, δηλαδή, που έγινε εναντίον τους τον Σεπτέμβριο του 1955-  και να αναλογιστούμε πως η βία, από όπου κι αν προέρχεται, όποιους κι αν στοχεύει, κάνει τον άνθρωπο να χάσει την ανθρωπιά του.


Πρόκειται για ένα απόσπασμα από το μυθιστόρημά μου «Οι Ποδηλάτισσες», που κυκλοφόρησε το 2004 από τις εκδόσεις Ωκεανίδα. 
Μεταφράστηκε στα τουρκικά από την  Mufide Pekin και κυκλοφόρησε στην Τουρκία με τίτλο «Pedal Ceviren Kadinlar» (Metis Yayinlari, 2006).

«Αγαπημένο μου ημερολόγιο

Τα σπασίματα

Τι ήταν αυτό που περάσαμε. Ακόμη τρέμω που το σκέφτομαι. Μόλις νυχτώνει αρχίζω να περιμένω τις πέτρες να πέσουν. Αλλά ας τα πάρω απ’ την αρχή. Ο μπαμπάς γύρισε νωρίς χτες και ήταν ανήσυχος γιατί είδε πολλούς άντρες μαζεμένους σε διάφορα σημεία να σιγοκουβεντιάζουν. «Καμιά διαδήλωση θα έχουν πάλι για την Κύπρο», είπε η μαμά. Είχε νυχτώσει και τηγάνιζε κολοκυθάκια για να φάμε. Είδαμε απ’ το παράθυρο πολύ κόσμο, όλο άντρες, μαζεμένους κάτω απ’ τον πλάτανο, και λέγαμε γιατί να μαζεύτηκαν. Σιγά σιγά άρχιζαν να φωνάζουν, ξεχώριζες το «γκιαουρλάρ» (άπιστοι). Έτσι μας λένε οι κακοί Τούρκοι. Μας φάνηκε περίεργο, γιατί τις διαδηλώσεις τις κάνουν στο Ταξίμ και όχι στο χωριό. Ο μπαμπάς είπε να σβήσουμε το φως για μη μας βλέπουν. Ακούσαμε καθαρά πια μια φωνή: «Καχρολσούν γκιαουρλάρ» (Ανάθεμα στους άπιστους), και την ίδια ώρα μια μεγάλη πέτρα πέρασε απ’ το ανοιχτό παράθυρο και χτύπησε το κρύσταλλο της βιτρίνας όπου έχουμε το κινέζικο σερβίτσιο. Το κρύσταλλο έγινε θρύψαλα μαζί μ’ ένα πιατάκι απ’ το σερβίτσιο. Την ίδια στιγμή ακούστηκαν άγρια χτυπήματα στην εξώπορτα, κάτω. «Κώστα, για μας είναι», τσίριξε η μαμά.
Για πότε μας άρπαξαν, ενώ οι πέτρες συνέχιζαν να πέφτουν, και μας έχωσαν κάτω απ’ το μεγάλο κρεβάτι κι έβαλαν μπροστά μας τις δύο μεγάλες βαλίτσες, αυτές που παίρνουμε στην Ίμβρο, δεν το κατάλαβα. Η Μαργαρίτα έκλαιγε κι η Σοφία της έκλεισε το στόμα με το χέρι της για να μην ακούγεται. Η μαμά πήρε τη γιαγιά και κρύφτηκαν στο δωμάτιο της θείας. Ο μπαμπάς έβαλε το σύρτη και στάθηκε πίσω απ’ την πόρτα. Κρατούσε το μπαστούνι της γιαγιάς…..


….Σε λίγο ο τρόμος μας έγινε πιο μεγάλος, γιατί ακούσαμε την πόρτα να σπάει και πολλές άγριες φωνές. Ήθελα τη μαμά μου. Τι θα μας έκαναν άραγε;

Ακούστηκαν βήματα στα πρώτα σκαλοπάτια και ξαφνικά μια δυνατή φωνή σκέπασε τη φασαρία. Ήταν η φωνή του Τοτού: «Ντούρουν, Αμερικάν τεμπασί» (Σταθείτε, Αμερικάνός υπήκοος).  Έγινε ησυχία και μια άλλη φωνή ακούστηκε: «Ντογρού, Αμερικάν τεμπασί» (σωστά, Αμερικανός υπήκοος), μουρμουρητά και βήματα που κατέβαιναν τα σκαλοπάτια και μετά σπασίματα και φωνές απ’ τα διπλανά σπίτια. Για λίγη ώρα δεν κουνηθήκαμε καθόλου, δεν μπορούσαμε να το πιστέψουμε πως έφυγαν. Κι αν ξαναγύριζαν;
Ανέβηκε τότε ο Τοτός και φώναξε: «Κύριε Κώστα, φύγανε, μη φοβάστε». Βγήκαμε όλοι απ’ τις κρυψώνες μας κι αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε και φιλούσαμε τον Τοτό που μας γλίτωσε. Και δεν είδαμε τις φλόγες και τους καπνούς που έβγαιναν απ’ την κουζίνα. Τα κολοκυθάκια είχαν γίνει κάρβουνο και το λάδι πήρε φωτιά στο τηγάνι. «Γλιτώσαμε απ’ τους σερσερήδες (αλήτες) και παραλίγο να καούμε ζωντανοί», είπε μετά η μαμά, όταν η φωτιά είχε σβήσει και καθίσαμε χωρίς ν’ ανάψουμε τα φώτα κι ακούγαμε τις άγριες φωνές και τα χτυπήματα στις άλλες πόρτες και τα τζάμια, τζάμια να σπάνε. Είχε η γειτονιά μας τόσο πολλά τζάμια και δεν τελείωναν τόσες ώρες που έσπαναν; Και στα αντικρινά, στο μέρος της Πόλης, είδαμε φωτιές και δεν ξέραμε τι να γίνονται οι θείες μας. Κι όταν όλα ησύχασαν, θα ήταν περασμένες δύο, πέσαμε για ύπνο όλοι μαζί, κουλουριασμένοι στο μεγάλο κρεβάτι. Αυτά ήταν τα σπασίματα…»


Ε, δεν έγινε και τίποτα, ένα πιατάκι απ’ το σερβίτσιο έσπασε, θα μπορούσε να πει κανείς. Κάποιος που δεν κατανοεί τον τρόμο όταν παραβιάζεται το ιερό άσυλο του σπιτιού, εκεί όπου ο καθένας μας αισθάνεται ασφαλής. Κάποιος που δεν άκουσε τις άγριες φωνές: «Bugun maliniz, yarin caniniz., δηλαδή: «Σήμερα η περιουσία σας, αύριο η ζωή σας.».


Εξάλλου, πέρα από τις καταστροφές και τις λεηλασίες περιουσιών, έγιναν και άγριοι ξυλοδαρμοί, βιασμοί και φόνοι.

Τα Σεπτεμβριανά υπήρξαν καταλυτικά για την τύχη του Ελληνισμού της Πόλης γιατί ανάγκασαν πολλούς να  εγκαταλείψουν την Τουρκία, καθώς δεν άντεχαν να ζουν μέσα στο φόβο και την ανασφάλεια.

Και επειδή τελευταία, συμβαίνουν ανησυχητικά φαινόμενα στη χώρα μας, είναι μια ευκαιρία η ανάμνηση αυτού του πογκρόμ, να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε πώς μπορεί ο ρατσισμός, υποδαυλιζόμενος με τον κατάλληλο τρόπο,  να δηλητηριάσει την ψυχή των απλών ανθρώπων και να τους οδηγήσει σε πράξεις βίας, οι οποίες τους κάνουν να χάσουν την ανθρωπιά τους.