Κυριακή 10 Ιουνίου 2012

Υπόγεια ρεύματα


1.Ο Χρόνης Μπότσογλου, σύγχρονος και σπουδαίος Έλληνας ζωγράφος, για πολλά χρόνια πήγαινε κάθε Κυριακή να συντροφεύει τη μητέρα του, η οποία ήταν άρρωστη,  και τις ώρες που καθόταν απέναντί της, έκανε διάφορες σκέψεις για κείνην και συγχρόνως τη ζωγράφιζε. Έτσι μας έδωσε μια θαυμάσια σειρά από δεκάδες πορτραίτα της μητέρας του.

«Όλα τα έργα έγιναν εκ του φυσικού. Πήγαινα και καθόμουν μαζί της. Ήταν ο μόνος τρόπος για ν’ αντέξω τελικά. Όταν τελείωσα και έδειξα τα έργα, έκανα δυο χρόνια να πάω να δω τη μητέρα μου. Μέσω της ζωγραφικής ήταν σαν να την είχα κηδέψει.» λέει ο ίδιος σε μια συνέντευξή του.



Στο βιβλίο του «Σάββατο» (Νεφέλη 2006), ο Βρετανός συγγραφέας Ίαν Μακ Γιούαν περιγράφει μια σαββατιάτικη μέρα από τη ζωή του Χένρυ, ενός γιατρού.

Μέσα στις υποχρεώσεις τη μέρας αυτής είναι και μια επίσκεψη στη μητέρα του. Έτσι, το συγκεκριμένο Σάββατο, όπως κάθε εβδομάδα, κάνει την καθιερωμένη επίσκεψη στη μητέρα του, σε κάποιο οίκο ευγηρίας.  Προσπαθώντας μάταια να κρατήσει μια συζήτηση  με την πάσχουσα από άνοια μητέρα του, κοιτάζει μια νεανική φωτογραφία της και αναπολεί τις παλιές εποχές. Κι εμείς διαβάζουμε μερικές σελίδες έξοχης λογοτεχνίας για τη σχέση του γιου με τη μητέρα, σχέση η οποία μας βάζει σε σκέψεις κοιτάζοντας και τα έργα του Μπότσογλου.


2.Το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού ΔΙΑΒΑΖΩ το κέρδισε φέτος ο Γιώργος Μητάς. Το γεγονός με χαροποίησε γιατί το βιβλίο του το διάβασα το χειμώνα, με ενθουσίασε και το πρότεινα θερμά στους φίλους μου. Πρόκειται για τις «Ιστορίες του Χαλ» (Κίχλη 2011), τρία διηγήματα για την κρύα και σκοτεινή πόλη Χαλ, στη Βόρεια Αγγλία. 


Είναι θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο ο συγγραφέας μετασχηματίζει το παγωμένο σκοτάδι της μοναξιάς σε θερμό φως ανθρώπινης συντροφικότητας. Πώς παίρνει το μικρό, τετριμμένο και καθημερινό και το ανυψώνει σε κάτι μοναδικό.

Η τέχνη αυτή του συγγραφέα ήρθε συνειρμικά στο μυαλό μου όταν επισκέφθηκα  -την πρώτη μέρα της Άνοιξης - την έκθεση του Χρίστου Παπαδάκη, μια αναδρομική – επετειακή, όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος – έκθεση, στη Δημοτική Πινακοθήκη Καλλιθέας,   με έργα σε μικρή κλίμακα τα περισσότερα.
Γιατί και στα έργα του Παπαδάκη, όπως και στα διηγήματα του Μητά, το απλό γίνεται σπουδαίο. Το ταπεινό, αποκτά ένα μεγαλείο.

Ένα τσαμπί σταφύλι, ένα τόσο δα κλωναράκι ανθισμένης μυγδαλιάς, ένας εξαϋλωμένος γέροντας, ένας βράχος…  


Τα μολύβια του χαϊδεύουν μάγουλα κοριτσιών…




...και τα κάρβουνά του – το φόρτε, νομίζω, της έκθεσης – μετουσιώνουν τη μαυρίλα σε αστραφτερό φως, δίνουν σε μαύρο - άσπρο όλο το όργιο του καλοκαιριού, τον γαλανό ουρανό, τα καψαλισμένα απ’ τον ήλιο χόρτα όπως τα γέρνει ο άνεμος, και πέρα τη θάλασσα να στραφταλίζει στ’ ασήμια του μεσημεριού…σχεδόν ακούς «το σαματά των τζιτζικιών» που θά ’ναι κρυμμένα κάπου εκεί.


Με άγγιξε αυτό το παιχνίδι του φωτός με το σκοτάδι στα έργα του Παπαδάκη.  Γιατί όπως λέει ο ίδιος, ο οποίος είναι και ποιητής :
«Ο ζωγράφος είναι ένα είδος υφαντουργού…ξηλώνει το σκοτάδι και το υφαίνει φως

3. Την ίδια μέρα πήγα στα εγκαίνια της έκθεσης «Ενθύμια Τόπων ΙΙ», της ζωγράφου Γεύσως Παπαδάκη – είδατε σύμπτωση με τα επίθετα; - στη γκαλερί ASTRA
Είχα μόλις τελειώσει το  βιβλίο  του Τζούλιαν Μπαρνς «Ένα κάποιο τέλος» (Μεταίχμιο 2011) (βλ. και προηγούμενη ανάρτηση, ), στο οποίο ο συγγραφέας μιλά για τη μνήμη και για τα παιχνίδια που μας παίζει.



Έτσι είδα τον κάθε πίνακα σαν ένα παράθυρο στη μνήμη της ζωγράφου. Μια καταγραφή των εντυπώσεων που μένουν αφού πια έχεις φύγει από έναν τόπο,  άλλες έντονες κι άλλες αχνές σαν αμυδρές αναμνήσεις, ανάλογα με τα βιώματα που έζησες εκεί. Θραύσματα εικόνων σε επάλληλες στρώσεις, ένας πύργος, μια αγορά, μια γέφυρα, ένα πρόσωπο σ’ ένα παράθυρο… και τόπους τόπους λευκός ο καμβάς, να υποδηλώνει κάτι σβησμένο απ’ τη μνήμη, κάτι εντελώς ξεχασμένο.


 Πολύ εύστοχα, ο Νίκος Βατόπουλος στην κριτική του (εδώ), έδωσε το χαρακτηρισμό «παλίμψηστο» στα έργα, έτσι καθώς τα στρώματα των εντυπώσεων επικαλύπτονται.


Μου άρεσε  αυτό που έβλεπα γιατί οι πίνακες ανέδιδαν έναν κοσμοπολιτισμό μαζί με μια εσωτερικότητα, προκαλώντας με να αναλογιστώ ταξίδια μακρινά, αλλά και  τόπους κοντινούς κι αγαπημένους, περιπλανήσεις σε σοκάκια πόλεων και σε δαιδάλους της μνήμης, αλλά κυρίως - επηρεασμένη κι από το βιβλίο - να στοχαστώ πάνω στην επιλεκτικότητα της μνήμης, η οποία μπερδεύει της αναμνήσεις όπως της αρέσει,  κρατά ό,τι θέλει και σβήνει τα υπόλοιπα.
Τα κάνει κάτι τέτοια η αναπόληση», όπως γράφει η Κική Δημουλά στο ποίημά της «Αυτοσυντήρηση».

Και τέλος, αναρωτήθηκα αν υπάρχουν υπόγεια ρεύματα που διατρέχουν τις ηπείρους, συνδέουν τους ανθρώπους, τους συγγραφείς, τους ζωγράφους, τους δημιουργούς σε όλα τα μήκη και πλάτη του κόσμου, ή αυτά υπάρχουν μόνο στο μυαλό μας, στη μνήμη μας, η οποία με συνειρμούς ανακαλεί εικόνες και διαβάσματα και υφαίνει το δικό της δίχτυ παγιδεύοντας τους στοχασμούς μας…