Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη

Ένα διήγημα σήμερα, για να θυμηθούμε τα «γεγονότα» του 55, τις επιθέσεις και τις λεηλασίες εναντίον των Ελλήνων της Πόλης, το Σεπτέμβριο του 1955.
Τα γεγονότα αυτά, θεωρούνται μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία του Ελληνισμού της Πόλης, ο οποίος από κει και πέρα άρχισε να φυλλορροεί κι έγιναν στο πλαίσιο ενός καλά  οργανωμένου προγράμματος απ’ τη μεριά της Τουρκικής Κυβέρνησης.
«Τι θέλετε και τα θυμάστε πια αυτά; Περασμένα, ξεχασμένα», μπορεί να πει κανείς.
Πιστεύω πως τα ιστορικά γεγονότα, πρέπει να τα θυμόμαστε, όχι  για να αναζωπυρώνουμε το μίσος, αλλά για να παίρνουμε μαθήματα απ’ αυτά και ν' αναλογιζόμαστε πού οδηγούν η εχθρότητα προς τον  "άλλο" και η βία. 
Είναι παρήγορο πως πολλοί, πλέον, στην Τουρκία  παραδέχονται και το ότι έγιναν και τους λόγους για τον οποίους έγιναν, ενώ η τουρκική τηλεόραση κάνει αφιερώματα. Ας ελπίσουμε ότι σε μερικά χρόνια δεν θα δούμε το παράδοξο, εκείνοι να τ’ αναγνωρίζουν κι εμείς να ισχυριζόμαστε πως δεν έγιναν.

Η επόμενη μέρα...


Ας επιστρέψουμε όμως, στο διήγημα. Αν έχετε διαβάσει τις Ποδηλάτισσες (Ωκεανίδα, 2004), θα αναγνωρίσετε τα πρόσωπα. Είναι γραμμένο στο ίδιο στυλ ημερολογίου και νομίζει κανείς πως είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα. Γράφτηκε όμως πολύ αργότερα και, φυσικά, δεν έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο. Δημοσιεύθηκε στην Κινστέρνα (Τεύχος Κ΄, Δεκέμβριος 2011), ένα περιοδικό Λόγου και Τέχνης, έκδοση της  Εταιρείας Μελέτης της Καθ’ υμάς Ανατολής ( ΕΤΜΕΛΑΝ ).


Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,  Βόσπορος, 17 Σεπτεμβρίου 1955

Σήμερα ήταν η γιορτή της Σοφίας και ήρθαν φίλοι και γνωστοί κι όλα ήταν σαν όπως παλιά, ξεχάσαμε λίγο το φόβο μας. Αλλά το πιο σπουδαίο ήταν που ο Άγγελος έφερε μια ζωγραφιά για δώρο στη Σοφία. Θυμάσαι, τότε που έπεσε η Μαργαρίτα κι έκοψε το πόδι της στο βιρανέ (αλάνα), σε είχα γράψει ότι ο Άγγελος μάζευε χρωματιστά γυαλάκια, απ’ αυτά που σπάσανε οι Τούρκοι,  για να κάνει μια ζωγραφιά. Ε, την έκανε και η αλήθεια είναι  - κι ας μην τον χωνεύω - πως έγινε πολύ ωραία. Άλλο να στο λέω κι άλλο να τη βλέπεις.
Πήρε τα γυαλάκια απ’ τα σπασμένα σερβίτσια και τα χώρισε ανάλογα με το χρώμα τους και τα κόλλησε με το τουτκάλι (κόλα) πάνω σ’ ένα μεγάλο κομμάτι ντουραλίτ (υλικό σαν το κοντραπλακέ) και σχηματίστηκε μια ζωγραφιά, ο μπαμπάς είπε πως είναι σαν τα ψηφιδωτά που έχουνε στο Καριγιέ Τζαμί (Μονή της Χώρας), εκκλησία είναι αλλά την κάνανε τζαμί, όπως την Αγιά Σοφιά. Εμάς μας πήγανε με το σχολείο και τις είδαμε τις εικόνες εκείνες. Να μη λέει ότι θέλει ο μπαμπάς, ωραία είναι του Άγγελου, αλλά όχι που θα μας πει ότι είναι ίδια και με κείνες.
Κι όλοι πια θαυμάζανε τη ζωγραφιά κι ο ψηλομύτης καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Εγώ δεν πιστεύω πως την έκανε μόνος του, ο μπαμπάς του θα τον βοήθησε.
Άκουσε τώρα πώς ήτανε: με τα πράσινα γυαλάκια έκανε το χορτάρι, κι ανάμεσα σκόρπισε κομμάτια από λουλουδένια σερβίτσια κι έγινε σαν λιβάδι με λουλούδια και με τα μπλε, που είχανε και χρυσό απάνω τους, έκανε ένα σπιτάκι και με κόκκινα χοντρά γυαλάκια, σαν κεραμίδια,  έκανε τη στέγη του. Μετά, με τα μαβιά τη θάλασσα και με πιο ανοιχτά, θαλασσιά, έκανε τον ουρανό. Το πιο ωραίο, όμως, ήταν ο ήλιος. Τον έκανε με κομμάτια από έναν σπασμένο καθρέφτη κι όποιος κοίταζε τη ζωγραφιά έβλεπε το πρόσωπό του μέσα στον ήλιο, σαν να ήταν κι ο ίδιος μες στη ζωγραφιά. Πώς το σκέφτηκε, ο άτιμος!

Το πιο ωραίο, όμως, ήταν ο ήλιος.
Τον έκανε με κομμάτια από έναν σπασμένο καθρέφτη...

Σε μια στιγμή που πήρε η κυρία Βιβή τη ζωγραφιά έβαλε τις φωνές κλαίγοντας: «Ω, μον Ντιέ, αχ Άγγελε, αχ παιδί μου, αυτό, αυτό στη στέγη, είναι το κόκκινο βάζο μας, το Μουράνο, αυτό που φέραμε απ’ τη Βενετία. Θυμάσαι Αριστείδη;». Και τότε κοιτάζει προσεκτικά κι η μαμά του Λουκιανού και φωνάζει: «Αντρέα, να το κομμάτι απ’ το σερβίτσιο του τσαγιού που μας είχε φέρει στη χαρά μας η θεία μου η Φρόσω, η συχωρεμένη» και βάζει κι αυτή τα κλάματα. Και ξαναπέρασε η ζωγραφιά από χέρι σε χέρι κι όλοι προσπαθούσανε να γνωρίσουνε τα σπασμένα τους γυαλικά. Μόνο δικό μας δεν είχε τίποτα επάνω της η ζωγραφιά, αφού σ’ εμάς δεν μπήκανε στο σπίτι μας, μόνο ένα φλιτζανάκι του καφέ έσπασε από μια πέτρα που μας πετάξανε απ’ το παράθυρο. Κι όταν έφτασε η σειρά στον καθρέφτη, εκεί πια δεν μπορούσανε να βγάλουνε άκρη, γιατί θα μπορούσε νά’ ναι του καθενός.
Την πήρε κι η Μαργαρίτα, το σκατό, να τη δει, να μη χάσει, και κόντεψε να τη ρίξει, να σκορπιστούν ξανά τα γυαλάκια και μόλις τη γλιτώσανε τη ζωγραφιά απ’ τα χέρια της.
Η θεία Βιργινία, που παρακολουθούσε αμίλητη όλη αυτή την ώρα, είπε τότε:
«Να τι είμαστε εμείς οι Ρωμιοί! Απ’ τα σπασμένα, απ’ τα θρύψαλα δημιουργούμε ομορφιά και ξαναφτιάχνουμε τη ζωή μας. Συγχαρητήρια, Άγγελε, παιδί μου και τη ζωγραφιά σου έπρεπε να τη βάλουν σ’ ένα μουσείο της Ρωμιοσύνης να τη δείχνουνε.»
Τι ανοησίες λέει καμιά φορά η θεία. Αν ήτανε έτσι, να βάζουνε στα μουσεία ό,τι τύχει… Και πώς θα τη βάλουνε στο μουσείο, αφού ο Άγγελος την έφερε δώρο για τη Σοφία, τη ζωγραφιά. Γίνεται να της την πάρει πίσω;
Σ΄ αφήνω όμως τώρα γιατί η μαμά φωνάζει να κοιμηθώ.
Καληνύχτα                                  

Α , ξέχασα να σε πω το πιο σπουδαίο: σαν να μην έφταναν όλα τα μπράβο που πήρε ο φιάκατζης (ξιπασμένος), ο Άγγελος, η κυρία Κατίνα, η φίλη του μπαμπά, που είναι και ποιήτρια σκάρωσε κι ένα ποίημα για τη ζωγραφιά:
Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη
του Αγγέλου η ζωγραφιά
την ελπίδα ανασταίνει
στου Πολίτη την καρδιά.
Αλλά τι μπιτσίμ (τι λογιώ) ποιήτρια είναι η κυρία Κατίνα, αφού το «ζωγραφιά» δεν ταιριάζει με το «καρδιά», και μας κάνει και τη σπουδαία. Εγώ αν τό ‘γραφα έτσι θα το ’λεγα:
Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη
Η ωραία ζωγραφιά
Την ελπίδα ανασταίνει
Στων Ρωμιών τη συντροφιά.
Κι έτσι, δεν θα είχε και τ’ όνομα του Άγγελου, του αχώνευτου, το ποίημα.

Άντε, καληνύχτα.