Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

Αμφιβάλλω, άρα υπάρχω!


Για πολλούς αιώνες οι άνθρωποι είχαν την ακλόνητη πεποίθηση πως η Γη αιωρείται ακίνητη στο κέντρο του Σύμπαντος με όλα τα ουράνια σώματα να περιφέρονται γύρω της. Και πώς να μην πιστεύουν κάτι τέτοιο όταν έβλεπαν με τα μάτια τους, κάθε μέρα τον Ήλιο να κάνει βόλτες στον ουρανό και τις νύχτες το φεγγάρι και τ' άστρα να ταξιδεύουν στο στερέωμα;
Πόσο βέβαιοι, αλήθεια, μπορούμε να είμαστε για τον κόσμο μας;
«Μα το είδα με τα μάτια μου», λέμε όταν θέλουμε να δείξουμε πως δεν χωράει αμφισβήτηση σ’ αυτά που λέμε. Κι έχουμε μια σιγουριά για οτιδήποτε διαπιστώνουμε με τη βοήθεια των αισθήσεων μας, ενώ είναι γνωστό πως, πολλές φορές, οι αυτόπτες μάρτυρες παραπλανούν με τις καταθέσεις τους την αστυνομία, καθώς βλέπουν ό,τι είναι έτοιμοι να πιστέψουν.
Όταν έγραφα την «Αφή της παλάμης σου» (Ωκεανίδα, 2006), έκανα μια έρευνα για τις ανθρώπινες αισθήσεις και παρ’ όλο που ως φυσικός γνώριζα αρκετά πράγματα, συνειδητοποίησα πόσο ελλιπείς πληροφορίες για τον κόσμο, μας δίνουν οι αισθήσεις μας.  
Τ’ αυτιά μας ακούν ορισμένους μόνο ήχους από το σύνολο των θορύβων που υπάρχουν γύρω μας.
Τα χρώματα που βλέπουμε είναι έτσι γιατί το μάτι μας είναι κατασκευασμένο μ’ έναν ορισμένο τρόπο. Αν είχαμε τα μάτια της γάτας ή του σκύλου θα βλέπαμε τον κόσμο γκρι, μπλε και κίτρινο, ενώ αν ήμασταν μέλισσες θα βλέπαμε κι άλλα χρώματα, εκτός από τα γνωστά.
Όσο για τον ταύρο, την κόκκινη κάπα τη βλέπει γκρίζα, τον ερεθίζει όμως η κίνηση της. Το κόκκινο χρώμα, χρησιμοποιείται μάλλον για να εντυπωσιάζει τους θεατές των ταυρομαχιών.
Στην πραγματικότητα, μάλιστα, ο κόσμος δεν είναι χρωματιστός. Μόνο με τον δικό μας ανθρώπινο εγκέφαλο, ο οποίος συνθέτει τα σήματα που δέχεται, είμαστε σε θέση να βλέπουμε όλα αυτά τα χρώματα και τις αποχρώσεις. Υπάρχουν μόνο στη συνείδησή μας.
Ακόμη, δύο άνθρωποι μπορεί να κοιτάζουν το ίδιο αντικείμενο, αλλά αυτό που  βλέπουν να το ερμηνεύουν διαφορετικά. Όπως λέει ο A.F.Chalmers, στο βιβλίο του Τι είναι αυτό που το λέμε Επιστήμη; (ΠΕΚ, Ηράκλειο 1996), «παρ’ όλο που οι εικόνες που βλέπουμε οφείλονται εν πολλοίς στα είδωλα που σχηματίζονται στους αμφιβληστροειδείς χιτώνες μας, κατά ένα πολύ σημαντικό βαθμό οφείλονται επίσης και στην ψυχική ή στη διανοητική μας κατάσταση που εξαρτώνται από τις πολιτιστικές μας καταβολές, τις γνώσεις μας τις προσδοκίες μας, κλπ.».
Έτσι, η σκάλα της εικόνας μπορεί να ειδωθεί σαν μια σκάλα με ορατή την πάνω επιφάνεια των σκαλιών ή ως σκάλα με ορατή την κάτω επιφάνεια των σκαλιών. Για μια πρωτόγονη φυλή όμως που δεν έχει συνηθίσει να απεικονίζει αντικείμενα σε δύο διαστάσεις η εικόνα θα είναι ένα σύνολο από γραμμές, το οποίο δεν θα σημαίνει τίποτα.
Πριν από μερικές μέρες διάβασα το μυθιστόρημα του Τζούλιαν Μπαρνς Ένα κάποιο τέλος, (Μεταίχμιο, 2011). Στο βιβλίο αυτό εκτός από την κεντρική ιδέα, που είναι τα παιχνίδια που μας παίζει η μνήμη μας – κι αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα – αναδύθηκε και μια άλλη παράμετρος, καθώς η συμπεριφορά του ήρωα μου θύμισε τον  Chalmers : Ο Τόνι, κάνει κάποιες υποθέσεις σχετικά με το πώς τον βλέπει η κοπέλα του, αρχικά, και στη συνέχεια η οικογένεια της, οι οποίες στηρίζονται στην ιδέα που έχει αυτός για τον εαυτό του, στα κόμπλεξ του ίσως. Ερμηνεύει τη συμπεριφορά τους σύμφωνα με το πρότυπο που έχει φτιάξει αυτός στο μυαλό του  και δεν παίρνει χαμπάρι απ’ όσα στην πραγματικότητα συμβαίνουν γύρω του.
Ο τρόπος που γενικά αντιμετωπίζουμε τον κόσμο και ερμηνεύουμε τα σήματα που εκπέμπονται από άλλους ανθρώπους, βασίζεται στις δικές μας θεωρίες και προκαταλήψεις. Ακόμη και στην ενημέρωσή μας, εμπιστευόμαστε κάποια μέσα μαζικής ενημέρωσης περισσότερο από κάποια άλλα, γιατί τυχαίνει να συμφωνούν με τη δική μας θεωρία, ή γιατί αυτό που υποστηρίζουν μας συμφέρει (ή νομίζουμε ότι μας συμφέρει).  Έτσι χτίζουμε τον κόσμο μας, στηριγμένοι σε βεβαιότητες τις οποίες κατά ένα μεγάλο μέρος έχουμε κατασκευάσει εμείς οι ίδιοι.
Αυτή η πλασματική βεβαιότητα ενισχύεται με τον  βομβαρδισμό πληροφοριών που δεχόμαστε από το Διαδίκτυο, ο οποίος μας έχει κάνει να χάσουμε την κριτική μας ικανότητα και να καταπίνουμε ό,τι μας προσφέρεται. Πολλές φορές δεχτήκαμε μηνύματα τα οποία δεν διστάσαμε να τα προωθήσουμε χωρίς να αναρωτηθούμε αν είναι αληθινά. Τα μηνύματα αυτά, γνωστά ως HOAX, διαδίδονται σαν τη φωτιά, από υπολογιστή σε υπολογιστή. Ένα παράδειγμα είναι τα «γατάκια στη γυάλα»- το οποίο είναι γνωστό ότι το έφτιαξε πριν ένα δυο χρόνια, ως φάρσα, μια ομάδα φοιτητών στην Αμερική. Υπάρχει όμως ακόμη σελίδα στην οποία μαζεύονται υπογραφές για το θέμα αυτό. 
Και φυσικά όταν το ψεύτικο μήνυμα αφορά μια πολιτική είδηση από κάποιο μπλογκ, το οποίο κι αυτό εξαπατήθηκε και τη δημοσίευσε, τότε το θέμα αποκτά άλλες διαστάσεις.
«Αμφιβολίες, την καρδιά μου βασανίζουνε πολλές, αμφιβολίες τρελές…» έλεγε ένα παλιό λαϊκό τραγούδι.
Θα έλεγε κάποιος πως έχουμε τουλάχιστον έναν τομέα, ο οποίος μας προσφέρει μια σιγουριά. Την επιστήμη. Πράγματι, έχουμε συνηθίσει να καταφεύγουμε στην επιστήμη για βεβαιότητες. Όμως υπάρχει σήμερα κλάδος της επιστήμης, που επιχειρεί να περάσει από την αιτιοκρατία σε έναν πιθανολογικό τρόπο σκέψης (Prigogine και συνεργάτες). Αυτή η νέα θεώρηση δεν ταυτίζει την επιστήμη με τη βεβαιότητα, ούτε την πιθανότητα με άγνοια.
Συμπεραίνω λοιπόν, ότι τα πράγματα δεν είναι πάντα αυτά που φαίνονται και η αλήθεια  «κρύπτεσθαι φιλεί», για να παραφράσω τον Ηράκλειτο. Βέβαια, όπως μας λέει ο Απολλώνιος «Χρόνος αληθείας πατήρ». Πράγματι, με το πέρασμα του χρόνου η αλήθεια αποκαλύπτεται, όπως έγινε στην περίπτωση του Τόνι, του ήρωα του Τζούλιαν Μπάρνς.
Τι γίνεται όμως, αν τότε είναι πολύ αργά για δάκρυα;
Νομίζω, πως ένας άνθρωπος, ο οποίος θα αφήσει στον εαυτό του περισσότερα περιθώρια αμφιβολίας, θα το ψάξει το θέμα και δεν θα παραδοθεί αμαχητί σ’ αυτό που του παρουσιάζεται ως βέβαιο, έχει μεγαλύτερες πιθανότητες να κάνει τις σωστές κινήσεις.
Μετά απ’ όλα αυτά αποφάσισα,  όσο κι αν αυτό που βλέπω ή ακούω ή μαθαίνω ταιριάζει με την κοσμοθεωρία μου, να αμφιβάλλω και να το ψάχνω.