Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

Οι γλάροι της Πόλης


Μια νοσταλγική ανάρτηση σήμερα, με αφορμή ένα ποίημα της Κωνσταντινουπολίτισσας ποιήτριας Αλκμήνης Διαμαντοπούλου. Είναι από την ποιητική της συλλογή «Τα θαμπά είδωλα», Αθήνα 1985.

Οι Γλάροι

επάνω από το βάραθρο
μέσα στην καταχνιά
αιώνια ταλάντευση
ανώφελα τα χέρια
και μες στο χάος μον’ τα μάτια μας
σκοπεύοντας το φως
τα μάτια μας του σύθαμπου καθρέφτες

λευκά σημεία αλαργινά
χαμόγελα αχνά που ξεμακραίνουν
οι φευγαλέοι γλάροι
απόκοσμα φτεροκοπήματα
μ’ αυτά μετρήσαμε τους χτύπους της καρδιάς μας.


Όσοι έχουν ζήσει στην Πόλη, κατανοούν καλύτερα τη σημασία του τελευταίου στίχου, καθώς οι γλάροι είναι αναπόσπαστο κομμάτι του τοπίου της.
Τους βλέπουμε  άλλοτε να μετεωρίζονται ανάμεσα στους καπνούς των βαποριών, μπροστά από τους μιναρέδες, πάνω από τις σκεπές  και άλλοτε να βουτάνε στα νερά για κανένα ψάρι ή να κατεβαίνουν, εξοικειωμένοι με τους ανθρώπους, για ν’ αρπάξουν ένα κομμάτι από σιμίτι…

 Όσο για το κρώξιμο τους, αυτό πια είναι συνυφασμένο με τους ήχους της πόλης.  Με το σφύριγμα των βαποριών, με τις φωνές των μικροπωλητών με τη βουή των αυτοκινήτων…


Όταν πριν από πέντε χρόνια ξαναβρέθηκα στην Πόλη μετά από πολλά χρόνια απουσίας, πίνοντας τσάι σ’ ένα καφενείο με θέα τον Κεράτιο είδα τους γλάρους να πετούν σαν οπτασίες μέσα στο σούρουπο και η εικόνα αυτή φαίνεται πως δούλεψε μέσα μου γιατί όταν επέστρεψα στην Ελλάδα, έγραψα ένα ποίημα κι ένα διήγημα, όπου οι γλάροι παίζουν κι αυτοί το ρόλο τους.
Το διήγημα, με τίτλο «Μετά είκοσι έτη» δημοσιεύθηκε στην Κινστέρνα (ΙΓ΄, Ιούνιος 2008) και μιλά για μια Πολίτισσα η οποία μετά από είκοσι χρόνια επιστρέφει στην γενέθλια πόλη και συναντά τον νεανικό της έρωτα που είναι και ο έρωτας της ζωής της. Σε μια βόλτα που κάνουν οι δυο τους, οι αναμνήσεις των νεανικών τους στιγμών επιστρέφουν μαζί με το πέταγμα των γλάρων.

«Και τότε πρόσεξε τους γλάρους. Παρά το προχωρημένο της ώρας, μπροστά απ’ το τζαμί - αλήθεια ποιο τζαμί ήταν αυτό; - πετούσε ένα σμήνος από γλάρους και μπροστά στον γκρίζο όγκο του οι λευκές φιγούρες τους φωτίζονταν αμυδρά από κάποιον μακρινό προβολέα κι ήταν σαν άϋλες, σαν φαντάσματα των αναμνήσεων τους που είχαν έρθει απ’  τα παλιά για να τους τυραννήσουν,  υπενθυμίζοντας τα νεανικά τους λάθη…
Σε μια ανάπαυλα της κίνησης, όταν ο θόρυβος κόπασε κάπως, έφτασε μέχρις αυτούς το παράφωνο κρώξιμό τους. «Κρο, κρο» και πάλι «κρο». Γύρισε απότομα και την κοίταξε. Τα μάτια της είχαν βουρκώσει και τα χαμήλωσε για να μη δει τη συγκίνησή της. «Θυμάσαι» της είπε, σαν διαπίστωση, όχι σαν ερώτηση, πιάνοντας της το χέρι κι εκείνη έλιωσε, όπως τότε, πριν είκοσι χρόνια. Θυμόταν κι αυτός λοιπόν, τις ευτυχισμένες στιγμές στη μικρή γκαρσονιέρα που τους παραχωρούσε ο φίλος του, ο Νίκος, στο Τζιχανγκίρ. Καθώς η συνοικία είναι χτισμένη σε λόφο, το υπόγειο στην πίσω πλευρά είχε θέα στο Βόσπορο και τα κρωξίματα των γλάρων ήταν μόνιμη υπόκρουση στις ερωτικές συνομιλίες τους. Από τότε τα συνέδεε πάντα με την ανάμνηση των αξεπέραστων αυτών στιγμών.»

Και ενώ φαίνεται πως η βραδιά τους θα έχει μια κατάληξη την οποία και οι δύο  λαχταρούν, μια ατυχής συνάντηση τους χαλάει όλη τη μαγεία. Η ευκαιρία χάνεται ανεπιστρεπτί.

«Εις το επανιδείν, λοιπόν», του είπε χωρίς να το πιστεύει και χώρισαν. Τον παρακολούθησε καθώς έφευγε με γυρτούς τους ώμους σαν να σήκωνε πάνω του τα είκοσι χρόνια που πέρασαν.
Όλη την ατέλειωτη αυτή νύχτα, οι γλάροι της Πόλης έμειναν άγρυπνοι συντροφεύοντας με τα κρωξίματά τους τις μάταιες προσπάθειες της να κοιμηθεί έστω και για λίγο. Μόνο σαν πήρε να χαράζει τα μάτια της έκλεισαν για λίγο πάνω στο μουλιασμένο απ’ τα δάκρυα της μαξιλάρι. Κι όταν το ανελέητο ξυπνητήρι του  κινητού της την ειδοποίησε πως η ώρα της αναχώρησης πλησίαζε και ξύπνησε μ’ αυτή τη φοβερή γεύση της στάχτης στο στόμα, τα ίδια κρωξίματα την καλημέρισαν μπαίνοντας απ’ το μισάνοιχτο παράθυρο και γεμίζοντάς την απόγνωση. «Κρο, κρο» και πάλι «κρο».

Ίσως  αναρωτιέστε, αν οι γλάροι πετούν και τη νύχτα. Λοιπόν, ναι,  επειδή τα φώτα της Πόλης κάνουν τη νύχτα μέρα, οι γλάροι δεν σταματούν τα φτεροκοπήματά τους.
Γράφει ο Αλέξανδρος Μασσαβέτας  στο «Κωνσταντινούπολη, Η Πόλη των Απόντων», (Εκδόσεις Πατάκη 2011) πως  όταν μετακόμισε στο Σισλί, μια συνοικία της Πόλης, νόμισε πως βρέθηκε στους Αμπελόκηπους της Αθήνας:
«Αλλά οι γλάροι, τα θορυβώδη αυτά σύννεφα της Πόλης, με ακολούθησαν στο νέο μου σπίτι. Τους άκουγα να κρώζουν μέρα νύχτα. Μέσα στη νύχτα, οι φωνές τους μου έδιναν ασφάλεια, με καθησύχαζαν – ναι, παρά τα προβλήματα, είσαι ακόμη στην Πόλη

Όσο για το ποίημα που έγραψα, καρπός κι αυτό του ίδιου σύντομου ταξιδιού στην Πόλη, δημοσιεύθηκε στην Κινστέρνα (ΙΒ΄ Δεκέμβριος 2007):

Κεράτιος

Αντίλαλοι ύμνων παλαιών,
ραγισμένες κωδωνοκρουσίες
με τη φωνή του μουεζίνη
σε μυστική συνδιάλεξη.
Σούρουπο στην Πόλη.
Οι όχθες σκοτεινιάζουν
και φέγγουν μ’ ένα δικό τους
εσώτερο φως
τα νερά.
Αιχμάλωτος ο χρόνος,
καθηλωμένος
στο τέλμα του ακύμαντου Κεράτιου
κι οι γλάροι
-κραυγές πτερόεσσες –
πάνω απ’ τα λαβωμένα
κι από καιρό αταξίδευτα σκαριά,
γυρεύουν την τροφή του μέλλοντός τους
μέρα και νύχτα
-επί ματαίω.


Και τέλος, για να κλείσουμε, ένα τουρκικό τραγούδι, το οποίο μου το έστειλε ως αντίδωρο ένας νεαρός Τούρκος αναγνώστης μου. Μιλά, βέβαια, για την Πόλη, τα καράβια, τους γλάρους…


 Επιχειρώ μια πρόχειρη μετάφραση αν και μετά από τόσα χρόνια δεν είμαι πολύ σίγουρη για τα Τουρκικά μου:

Κι η αλμύρα αυτής της θάλασσας
Κι αυτοί οι γλάροι, τα καράβια ή τα χρόνια αυτά που ζήσαμε
Δεν έρχεται ποτέ η Πόλη στ’ όνειρό σας;
Κι αυτό το φως των αστεριών, τα όνειρα ή αυτά τα περασμένα
Κι αυτό το γαλάζιο, το άρωμα ή αυτή η άνοιξη
Χωράει ποτέ η Πόλη σε αναμνήσεις;
Κι αυτά τα παλιά τραγούδια στο στόμα του ανέμου, τα παλιά τραγούδια
Αμάν αμάν αμάν αγαπημένη

Σήμερα καθώς κατέβηκα απ’ το καράβι και περπάτησα
Η φωνή μου φώναξε τ’ όνομά μου
Όρμησε στα νησιά η ανοιξιάτικη αχλή  
Σφυγμός στο πρόσωπό μου η ανάσα σου
Πόσοι μαύροι Σεπτέμβρηδες πέρασαν και δεν γύρισες, δεν γύρισες πίσω
Κοίτα, ντρέπονται ακόμα κι οι άνεμοι, κι οι άνεμοι ακόμα
Αμάν αμάν αμάν, αγαπημένη 

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2012

Ανεκπλήρωτος έρωτας


Ένα τραγούδι διηγείται την ιστορία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα. Πρόκειται για το  υπέροχο «Μια βοσκοπούλα αγάπησα». Αρέσει πολύ σε μένα και στο σύζυγό μου και το τραγουδάμε ντουέτο στα μικρά γλεντάκια που οργανώνουμε στο σπίτι. Φαίνεται όμως πως, εκτός από τους στίχους, και η μελωδία έχει κάτι το ιδιαίτερο, γιατί ο γιος ενός φίλου, όταν ήταν μικρός – τριών, τεσσάρων ετών - και το άκουγε, άρχιζε να κλαίει παραπονιάρικα, λες κι ήταν αυτός το ερωτευμένο αγόρι.
Σύμφωνα με όσα γράφει η Βιβή Κανελλάτου, οι στίχοι είναι από ένα ποίημα του Γεωργίου Ζαλοκώστα με τίτλο «Το φίλημα» (1851) και μελωδία βασισμένη σε μια ιταλική καντάδα του 19ου αιώνα. Το τραγούδι αγαπήθηκε πολύ, καθώς ακουγόταν στο δραματικό ειδύλλιο του Δημητρίου Κορομηλά «Ο αγαπητικός της βοσκοπούλας». Τραγουδήθηκε μάλιστα και στη Σεφαραδίτικη διάλεκτο, όταν ένας εβραϊκός θίασος ανέβασε το έργο στη Σμύρνη.

Το τραγούδι το έχουν τραγουδήσει πολλοί ερμηνευτές. Για μένα η καλύτερη ερμηνεία είναι του Ηλία Λογοθέτη:



Μέσα από τους στίχους ζωντανεύει η ιστορία: ένα δεκάχρονο αγόρι, μια όμορφη βοσκοπούλα, ένας ανεκπλήρωτος έρωτας:

Μια βοσκοπούλα αγάπησα  μια ζηλεμένη κόρη
Και την αγάπησα πολύ ήμουν αλάλητο πουλί
Ήμουν αλάλητο πουλί δέκα χρονών αγόρι.

Φαντάζομαι το κοντοκουρεμένο δεκάχρονο αγόρι να στέκει στο παράθυρο. Η βοσκοπούλα περνά από κάτω και κάτι στο ανέμισμα της φούστας της, κάτι στη σπίθα που είδε στη λοξή ματιά της, ίσως το τίναγμα της πλεξούδας της, κάνει την καρδιά του να νιώσει το πρώτο ερωτικό σκίρτημα. Από τότε γίνεται η σκιά της. Μηχανεύεται τρόπους για να την συναντά δήθεν τυχαία – ο έρωτας μας κάνει πονηρούς κι εφευρετικούς – και κάποια στιγμή βρίσκει το θάρρος να της μιλήσει – ο έρωτας μας κάνει τολμηρούς.
Έτσι γίνονται φίλοι κι η βοσκοπούλα τον παίρνει μαζί της για συντροφιά όσο βόσκει τα πρόβατα.

Μια μέρα που καθόμαστε στα χόρτα τα’ ανθισμένα
Μάρω  ένα λόγο θα σου πω Μάρω της είπα σ’ αγαπώ
Μάρω της είπα σ’ αγαπώ τρελαίνομαι για σένα.

(Υπάρχει και η παραλλαγή που λέει «Μαριώ της λέω σ’ αγαπώ μα ντρέπομαι να σου το πω»)
Εδώ ο μικρός, μεθυσμένος από το όργιο της ανοιξιάτικης υπαίθρου, θολωμένος από την μυρωδιά του ζουλιγμένου απ’ τα κορμιά τους χορταριού, ζαλισμένος από την γειτνίαση με το αντικείμενο των πόθων του, χάνει τα μυαλά του κι αποφασίζει να εξομολογηθεί τον έρωτα του. Και μάλιστα, εκφράζεται παράφορα. «Τρελαίνομαι για σένα», της λέει - ο έρωτας μας κάνει τρελούς.
Και τι κάνει η βοσκοπούλα;

Από τη μέση μ’ άρπαξε με φίλησε στο στόμα
Και μού’ πε γι αναστεγμούς, για της αγάπης τους καημούς
Για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα.

Εκείνη, λοιπόν, δεν τον αποπαίρνει, δεν τον κοροϊδεύει, ούτε τον περιφρονεί, δεν του δίνει ένα μπατσάκι για να τον συνεφέρει, σαν παιδί που είναι. Εκείνη, σοφή ως γυναίκα,  νοιώθει τον καημό του, διαισθάνεται το μέγεθος του έρωτά του γι αυτήν και θέλει να τον ανταμείψει. Σκύβει, λοιπόν, και του κάνει το καλύτερο δώρο: τον αντιμετωπίζει σαν εραστή, τον φιλά στο στόμα, στα άγουρα αγορίστικα χείλη. Την ίδια στιγμή όμως του δίνει να καταλάβει, πως κάτι παραπάνω είναι ανέφικτο. «Για της αγάπης τους καημούς είσαι μικρός ακόμα».
Και τα χρόνια πέρασαν.

Μεγάλωσα και τη ζητώ μ’ άλλον ζητά η καρδιά της
Και με ξεχνάει τ’ ορφανό εγώ όμως δεν το λησμονώ
Εγώ όμως δεν το λησμονώ ποτέ το φίλημά της.

Ο μικρός μεγάλωσε με τον έρωτα της βοσκοπούλας φυλαγμένο μέσα του.  Κι αν το ίνδαλμά του έχει δώσει αλλού την καρδιά της, η γλύκα του πρώτου φιλιού παραμένει ακόμη στα χείλη του και κρατά ζωντανή την αγάπη του γι αυτήν. Γιατί οι ανεκπλήρωτοι έρωτες, αντλούν για πάντα την δύναμή τους από το μυστήριο, απ’ ό,τι δεν αποκαλύφτηκε,  και μένουν λαμπεροί, ίσως επειδή δεν τους φθείρει η συνάφεια, δεν   τους θαμπώνει η καθημερινότητα.