Τρίτη 2 Ιανουαρίου 2018

Το ντάμι


Για το καλωσόρισμα της καινούριας χρονιάς ένα διήγημά μου, το οποίο δημοσιεύτηκε στην Κινστέρνα (Περιοδικό Λόγου και Τέχνης που εκδίδει η Εταιρεία Μελέτης της Καθ’ Ημάς Ανατολής) τεύχος 24, Δεκέμβριος 2014, σ. 88-98.

Ντάμια, έλεγαν στην Ίμβρο τις μικρές αγροικίες στις εξοχές, όπου μετακόμιζαν το καλοκαίρι για να βρίσκονται κοντά στις αγροτικές εργασίες τους (θέρισμα, αλώνισμα,  κλπ.)
Στο πλαίσιο του προγράμματος διάλυσης (eritme programı)  του ελληνικού πληθυσμού της Ίμβρου που  εφάρμοσε η τουρκική κυβέρνηση (δεκαετίες ‘60 –‘70 κυρίως) πολλές αγροτικές εκτάσεις και βοσκοτόπια απαλλοτριώθηκαν. Έτσι τα ντάμια ερήμωσαν και ρήμαξαν είτε επειδή βρέθηκαν μέσα στην έκταση που πήρε το κράτος, είτε επειδή οι κάτοικοι, τρομαγμένοι από τις πιέσεις και την όλη κατάσταση  στο νησί  εγκατέλειψαν τις περιουσίες τους και αναζήτησαν αλλού την τύχη τους.

Ιδού το διήγημα, το οποίο αφιερώνω στην Μ.

Το ντάμι

«Σταμάτα εδώ», μου φώναξε η γυναίκα μου κι η φωνή της ακούστηκε παράξενη με μια στριγκή χροιά.
Από χτες που αποφασίσαμε αυτή την εκδρομή έχει έναν εκνευρισμό, άλλο πράμα. Δεν την έπαιρνε ο ύπνος και το στριφογύρισμά της στο παλιό κρεβάτι των γονιών της με το γουβιασμένο στρώμα με ξύπνησε αρκετές φορές.
Και σήμερα, σε δυο σημεία μου φώναξε να σταματήσω στην άκρη του δρόμου, μα όπως αποδείχτηκε έκανε λάθος.
Τώρα, κατέβηκε απ’ τ΄ αμάξι, έτρεξε μπροστά   και φαίνεται πως βρήκε το δρόμο γιατί μας έγνεψε. Οδήγησα άκρη άκρη στο δρόμο, έσβησα τη μηχανή και τράβηξα χειρόφρενο. Τοποθέτησα το σκίαστρο στο παρμπρίζ για να μη μου ψηθεί το αυτοκίνητο μες τον ήλιο όλη μέρα. Έβγαλα απ’ το πορτμπαγκάζ την τσάντα με το θερμός και τα τάπερ και προχώρησα φορτωμένος. Η υπόλοιπη παρέα, ο Γιαβούζ, η Αντωνία κι ο Σταύρος,  φορτώθηκαν τα δικά τους πράγματα και μ’ ακολούθησαν.
Εκείνη είχε ήδη εξαφανιστεί. Δεξιά, είδαμε ένα άνοιγμα, όχι δρόμος, μα ένα στενό μονοπάτι και μόλις στρίψαμε είδαμε τη λευκή πουκαμίσα της ανάμεσα στα πανύψηλα βάτα.
«Ε, περίμενε», της φώναξα.
Ο Σταύρος σταμάτησε για να φωτογραφίσει την παρέα.
Το μονοπάτι προχωρούσε ανάμεσα σε βάτα και γαϊδουράγκαθα. Που και που κανένα δέντρο έριχνε τη σκιά του, αλλά ο ήλιος είχε φτάσει ήδη ψηλά και τα τζιτζίκια σε τρέλαιναν με το δοξαστικό τους.

Είχα μάθει για το ντάμι, πολύ νωρίς. Μόλις τη γνώρισα. Μου μιλούσε συχνά για την πατρίδα της με τα μάτια της να λάμπουν.
«Είχαμε κι ένα ντάμι, όπου πηγαίναμε τα καλοκαίρια»,έλεγε κι η φωνή της άλλαζε, βάθαινε, όταν το ανέφερε. Και τότε έμαθα τι είναι το ντάμι.
Όταν με πήγε στους γονείς της μου δείξανε και φωτογραφία. Μια μικρή, ασπρόμαυρη.  Έδειχνε ένα χαμηλό πέτρινο κτίσμα κι απέξω καθισμένοι σ’ ένα πεζούλι ήταν τα πεθερικά μου – νέοι τότε – μαζί με άλλους δυο, όλοι με πλατιά χαμόγελα ικανοποίησης. Ένα μεγάλο δέντρο έριχνε τη σκιά του στο σπιτάκι.
Δεν μου είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, αλλά εκείνοι μιλούσαν με μια έξαψη κι έναν ενθουσιασμό για το «εξοχικό» τους, ώστε βρήκα μερικά ευγενικά λόγια να ψελλίσω. Ήθελα να κάνω καλή εντύπωση.

Η διαδρομή δεν είναι ευχάριστη. Το μονοπάτι σε ορισμένα σημεία δεν υπάρχει, έχει χαθεί κι απορώ πώς η γυναίκα μου βρίσκει το δρόμο. Αλλά φαίνεται ν’ ακολουθεί με τη μύτη, σαν κυνηγόσκυλο, κάποια παμπάλαια ίχνη, που μόνο εκείνη μπορεί ν’ ανακαλύψει.
Η ζέστη μας πλάκωνε ανελέητη κι ο Γιαβούζ, ο οποίος είχε ξεκινήσει με τραγούδια, ξεφυσούσε τώρα λαχανιασμένος. Η γυναίκα μου πηδούσε σαν αγριοκάτσικο και μας έβαζε πότε πότε καμιά φωνή για να μας προειδοποιήσει για κάποιο εμπόδιο ή να μας υποδείξει ένα πιο εύκολο πέρασμα, ενώ η φίλη της μάταια προσπαθούσε να την προλάβει αγκομαχώντας.
Μόνο ο Σταύρος έδειχνε ακούραστος και τραβούσε απτόητος τις φωτογραφίες του. Είχε μείνει αρκετά πίσω και προσπαθούσα να μένω στη μέση – ένας σύνδεσμος – ανάμεσα σ’ εκείνον και την υπόλοιπη παρέα.
Πάντως, αν δεν ήμουν ερωτευμένος με τη γυναίκα μου, όλη αυτή την πορεία στο κακοτράχαλο μονοπάτι, σαν περιπλάνηση στο Φαρ Ουέστ θα την έβλεπα και  θα τη θεωρούσα μεγάλη ταλαιπωρία.
Και τότε, ξαφνικά, το κλίμα άλλαξε. Σε μια στροφή του μονοπατιού, ένα δροσερό αεράκι φύσηξε στα ιδρωμένα μούτρα μας και βρεθήκαμε ν’ αγναντεύουμε, μέσα από ένα διάσελο, μια έκταση με αρκετά δέντρα και μια υπέροχη θέα προς τη θάλασσα.

Λίγο πιο πέρα έστεκε ένα χάλασμα.

Μου κόπηκε η ανάσα απ’ την ομορφιά του τόπου.

***
Λίγο πιο πέρα έστεκε ένα χάλασμα
(Επεξεργασμένη φωτογραφία από το ρημαγμένο ντάμι
του φίλου Παναγιώτη Μαυριανού)

Ήταν ένα θαύμα, πως βρήκα το δρόμο μετά από τόσα χρόνια. Με τα μάτια της καρδιάς, υποθέτω,  γιατί προχωρούσα κι έβλεπα το μονοπάτι όπως ήταν τότε, όταν ο πατέρας μου οδηγούσε το μουλάρι, κι εγώ θρονιασμένη, σαν πριγκιποπούλα, αγνάντευα απ’ την πλάτη του τον θαυμαστό κόσμο της εξοχής μας.
Κι ήταν τα ίδια βάτα, οι ίδιες αχλαπιδιές και τα πουρνάρια, τ’ αγκάθια και τα ξερόχορτα. Οι ίδιες πέτρες που με γνώριζαν θαρρείς καθώς περνούσα τώρα δίπλα τους.
Κι η ρίγανη την ίδια μυρωδιά είχε, και το θυμάρι, κι οι μυρτιές. Τα τζιτζίκια, ακόμα κι η κουρούνα που πέρασε κάποια στιγμή από πάνω μας, ίδια κι απαράλλαχτα…
Και τ’ αγέρι, που το νιώθαμε πάντα να μας καλωσορίζει μέσα στην κάψα του καλοκαιριού το ίδιο ήταν, ίδια η δροσιά και το άρωμά του ίδιο.
Και το τοπίο ανέγγιχτο απ’ το χρόνο απόμεινε κι αυτό απαράλλαχτο. Με τα ισκιερά του δέντρα και την πλαγιά να κατηφορίζει μαλακά προς τη θάλασσα.
«Να, βλέπω το καράβι που βγαίνει απ’ τα στενά και προλαβαίνω να προϋπαντήσω την κόρη μου στο λιμάνι», έλεγε ο πατέρας μου.
Στέκομαι εδώ τώρα και βλέπω κάτω το ντάμι μας.
Μόνο αυτό έχει αλλάξει.
Βλέπω τη ρημαγμένη πόρτα, τα ξεχαρβαλωμένα παράθυρα, τη βουλιαγμένη σκεπή, τον μισογκρεμισμένο τρόχαλο.
Κοιτάζω και κάτι φουσκώνει μέσα μου, ένα κύμα πελώριο ανεβαίνει απ’ τα σωθικά μου και ξεσπά ξαφνικά. Κάτι σαν ουρλιαχτό βγαίνει απ’ το στόμα μου και ξεσπώ σ’ ένα κλάμα γοερό. Κάτι σαν μοιρολόι.
Δεν μπορώ να το σταματήσω.
Δεν θέλω να το σταματήσω!
Καταλαβαίνω πως οι άλλοι έχουν μείνει άναυδοι και με κοιτάνε.
Δεν με νοιάζει.
Κατεβαίνω τρέχοντας, τα δάκρυα έχουν θολώσει τα μάτια μου, αλλά τα πόδια ξέρουν το δρόμο και πετούν πάνω από ρίζες και κοτρόνες και με φτάνουν εκεί, στο ταπεινό σπιτάκι, το ντάμι μας.
Και στο πεζούλι, εκεί κάτω απ’ το μεγάλο δέντρο, πέφτω και συνεχίζω το θρήνο μου.
Θρηνώ για τα πλεκτά κουρτινάκια που στόλιζαν τα παραθύρια του, για το σανιδένιο πάτωμα που έστρωσε ο πατέρας για να μην πατάμε στο χώμα, για τη μυρωδιά απ’ το ρυζόγαλο που έφτιαχνε η μάνα, για τα λουλούδια που τά’βαζε σε κομμένα μπουκάλια για να στολίσει τις θυρίδες δίπλα στο φούρνο.
Κλαίω για το φρέσκο τυρί που έβγαινε απ’ την τζαντίλα, για το άρωμα απ’ το πεπόνι που έκοβε ο πατέρας απ το μποστάνι, για το τραπεζομάντιλο που στρωνόταν στο τραπέζι. Για τη γκαζόλαμπα που ανάβαμε το βράδυ και τα τριζόνια που μας νανούριζαν.
Θρηνολογώ για τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ το ντάμι μας και ξαπόστασαν στο πεζούλι του, ήπιαν το δροσερό νερό απ’ τη στάμνα μας,  κι έφαγαν στο τραπέζι μας. Για τα δέντρα που τους πρόσφεραν τον ίσκιο τους, για τον αέρα που χάιδεψε τα μάγουλα τους, για τη θάλασσα που χόρτασε τα μάτια τους.
Μοιρολογώ τους γονείς μου που έφυγαν απ’ τη ζωή σε μια πολύβουη κι ανταριασμένη πολιτεία, μακριά απ’ τον μικρό τους παράδεισο.
Κλαίω και για το ξένοιαστο κορίτσι που δεν θα ξαναγίνω ποτέ, για όλα αυτά που έφυγαν και χάθηκαν και ρήμαξαν, σαν το ντάμι μας.

***

Δεν μπορώ να ηρεμήσω.
Δεν μπορώ να ξεχάσω το κλάμα της.
Αυτό το αναφιλητό, και το κόμπιασμα, όταν κοβόταν η ανάσα της κι έλεγες τώρα θα μείνει και θα σωριαστεί ξέπνοη χάμω.  Κι όμως, έβρισκε το δρόμο το κλάμα και ξανάβγαινε σαν ολολυγμός σκυλιού που θρηνεί το χαμό του αφέντη του.
Ακόμη και τώρα στη νυχτερινή ησυχία, στο γαλήνιο κοιμισμένο χωριό, κάτω απ’ τον όμορφο έναστρο ουρανό, το ακούω. Και νομίζω πως από δω και πέρα αυτός ο γόος θα στοιχειώνει για πάντα τις νύχτες μου.

Έλεγες πως θα ήταν μια όμορφη μέρα, σήμερα. Αν κι έκανε ζέστη κι ιδρώσαμε μέχρι να φτάσουμε, ο τόπος μας αποζημίωσε. Είχε μια δροσιά και μια γαλήνη, σαν μαγεμένος ήταν. Κι η θέα υπέροχη. Έβλεπες όλη εκείνη τη θάλασσα που ζώνει το νησί.
Και τότε εκείνη έβαλε τα κλάματα. Έπεσε πάνω στο πεζούλι του ερειπωμένου νταμιού και θρηνούσε.
Όλοι ξαφνιαστήκαμε. Κι ο άντρας της, άφησε χάμω τις τσάντες που κουβαλούσε μα δεν τολμούσε να πάει δίπλα της, να την παρηγορήσει. Κι οι άλλοι, το ζευγάρι, αμήχανοι κοιταζόντουσαν…
Κι εγώ;
Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου η μέρα που μου ήρθε ο διορισμός για το νησί αυτό. Η χαρά που έκανα σαν έμαθα πως ήταν ένας όμορφος κι ήσυχος τόπος. Πως θα έβρισκα εύκολα σπίτι γιατί οι ντόπιοι έφευγαν και τα νοίκιαζαν ή τα πουλούσαν κοψοχρονιά.
Και τα γράμματα που έγραψα στους φίλους μου με τις φωτογραφίες για να θαυμάσουν την εκπληκτική θέα της βεράντας μου και τις άλλες ομορφιές, μόλις έφτασα στο νησί.
Η απόλαυση να ζεις σ’ έναν ήσυχο και παραδεισένιο τόπο.
Ντράπηκα για τις σκέψεις μου αυτές, ένοιωσα ένοχος, λες και μπορούσαν οι φίλοι μου να τις διαβάσουν, κι έσκυψα το κεφάλι. Και καθώς εκείνη συνέχιζε να ολοφύρεται, ένοιωσα υπαίτιος για τον θρήνο της. Δειλά δειλά έκανα μερικά βήματα προς το μέρος της. Με συστολή, άπλωσα το χέρι μου κι άγγιξα τα μαλλιά της.
«Συγνώμη», της είπα και μετά, διστακτικά, την αγκάλιασα. Κι άρχισα κι εγώ να θρηνώ μαζί της. Και ναι, αισθάνθηκα ευγνωμοσύνη γιατί εκείνη επέτρεψε τα δικά μου δάκρυα, τα τούρκικα, ν’ αναμειχθούν με τα δικά της ρωμαίικα δάκρυα.
«Συγνώμη, συγνώμη», έλεγα και ξανάλεγα ανάμεσα στους λυγμούς μου, «δεν έπρεπε να σας το κάνουμε αυτό». Και βρέθηκε εκείνη, στο τέλος, να παρηγορεί εμένα.

Όταν ηρεμήσαμε μας έδειξε τα κατατόπια. «Εδώ πήζαμε το τυρί, εδώ ζυμώναμε, εδώ ήταν το περιβολάκι, εκεί έβοσκαν τα πρόβατα. Μόνο καφέ, ζάχαρη και ρακί αγόραζε ο πατέρας απ’ το χωριό. Όλα τ’ άλλα τα είχαμε εδώ». Κι όταν διψάσαμε μας πήγε σε μια μυστική βρύση – πώς τη θυμότανε – αδύνατον να τη βρει κάποιος διαβάτης αν δεν πήγαινε γνωρίζοντας. Και το νερό ήταν κρύσταλλο και πλύναμε τα πρόσωπά μας και δροσιστήκαμε. Κι ο Σταύρος τράβηξε φωτογραφίες κι ανοίξαμε τις τσάντες και φάγαμε κι ήπιαμε καφέ απ’ τα θερμός κι ο Σταύρος έβγαλε κι άλλες φωτογραφίες και τραγουδήσαμε. Ξέρω κι εγώ λίγα ελληνικά τραγούδια.

Και τώρα κατάκοπος πίνω το ρακί μου στο χαγιάτι ενός σπιτιού που ανήκε σε κάποιον που έφυγε. Αναλογίζομαι πόσο ξένοιαστα περνούσα μέχρι τώρα σ’ αυτό το νησί, και πόσο όμορφη παρέα έκανα κάθε Αύγουστο που έρχονταν οι Ρωμιοί, και πόσους φίλους έκανα. Και δεν μου είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ν’ αναρωτηθώ, ποιες μνήμες ζωντανεύουν μέσα τους και ποιοι καημοί αναμοχλεύονται και πώς αισθάνονται που έρχονται σαν ξένοι στον τόπο που γεννήθηκαν, και βλέπουν εμένα να κάθομαι στο σπίτι τους. Πώς νιώθουν όταν φεύγουν σαν παρείσακτοι για να γυρίσουν στις τσιμεντένιες πόλεις τους κι αφήνουν εμένα να χαίρομαι τον όμορφο τόπο τους.
Δεν τα είχα σκεφτεί αυτά, μέχρι σήμερα που πήγαμε στο ντάμι κι άκουσα το κλάμα της. Κι όταν την άκουσα να μας περιγράφει πως ζούσανε εκεί τα καλοκαίρια.

Και τώρα ξέρω πως ποτέ ξανά το ρακί μου δεν θα έχει την ίδια γεύση, ποτέ το χαγιάτι μου δεν θα είναι τόσο γαλήνιο όσο πριν, βλέπω τ’ αστέρια και σαν να έχουν χάσει κάτι απ’ τη λάμψη τους κι η ησυχία που είχαν οι νύχτες μου θα ταράζεται απ’ τον απόηχο των ολολυγμών της.

Γιατί είδα τώρα τον τόπο αυτό με άλλα μάτια. Όλο το νησί ένα ρημαγμένο ντάμι είναι πια για μένα και ξέρω ότι εμείς το κάναμε αυτό.