Κυριακή 22 Απριλίου 2012

Σιγανά πατώ στη γη



 Το στίχο «σιγανά πατώ στη γη» τον ακούμε σ’ ένα πολύ όμορφο παραδοσιακό τραγούδι, στο «Τζιβαέρι μου».

Αν και το τραγούδι αναφέρεται στον καημό της ξενιτιάς και υποθέτω πως θέλει να δείξει τη μεταμέλεια αυτού που έστειλε στα ξένα «το τζιβαέρι» του, το θησαυρό του (τζιβαέρι, από την τουρκική λέξη cevher/ cevahir, που σημαίνει πολύτιμος λίθος) οι στίχοι που ανέφερα το συνδέουν και με τις επιστήμες του περιβάλλοντος. Και να πως:
Υπάρχει στις επιστήμες αυτές ένας όρος, το «οικολογικό αποτύπωμα»,  που μας δείχνει πόσο "βαριά" πατάμε πάνω στη Γη. Αναφέρεται στην έκταση παραγωγικής γης, πόσιμου νερού και θάλασσας, που είναι απαραίτητα για την κάλυψη των καθημερινών αναγκών μας σε τροφή, ενέργεια, νερό  και πρώτες ύλες συνυπολογίζοντας τις εκπομπές ρύπων και την έκταση που χρειάζεται για την απόθεση των απορριμμάτων.
Για να το πούμε πιο απλά, είναι ένα εργαλείο που μετρά την επίπτωση που έχει ο καθένας μας στον πλανήτη με τον τρόπο που χρησιμοποιεί τους πόρους της Γης στην καθημερινή του ζωή (στο φαγητό, στις μετακινήσεις, στην καθαριότητα, στη διασκέδασή μας).
Ένα παράδειγμα, που το συζητούσαμε με τους μαθητές μου στο σχολείο, είναι η σοκολάτα.
Από τα δέντρα που κόβονται για να γίνουν φυτείες κακάο, τα καύσιμα που ξοδεύονται για τη μεταφορά και την παραγωγή της σοκολάτας, μέχρι το χαρτί περιτυλίγματος, αλλά και την διαφήμιση, μια πλάκα σοκολάτας μπορεί να επιβαρύνει τον πλανήτη μας. Το ίδιο συμβαίνει με ένα φλιτζάνι καφέ, ένα σάντουιτς κλπ.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι πρέπει να σταματήσουμε να τρώμε ή να παράγουμε, αλλά ότι πρέπει να υιοθετήσουμε κάποιες συμπεριφορές, οι οποίες θα ελαφρύνουν το αποτύπωμά μας πάνω στη Γη.

Στον παρακάτω σύνδεσμο μπορείτε να παίξετε ένα παιχνίδι που μας δείχνει πόση έκταση γης χρειάζεται για να υποστηρίξει τον τρόπο ζωής μας :    οικολογικό παιχνίδι 
Το παιχνίδι του Οικολογικού Αποτυπώματος προσφέρει ένα διαδραστικό και διασκεδαστικό τρόπο για να εξερευνήσουμε και να μειώσουμε το αποτύπωμά μας. Μας βοηθά να ανακαλύψουμε τις πιο καταναλωτικές σε πόρους δραστηριότητές μας και μας δείχνει τι πρέπει να κάνουμε για να πατάμε στη Γη όσο γίνετε πιο ελαφρά.
  
Υπάρχει, επίσης, ένα βιβλίο, το οποίο κυκλοφόρησε το 2006  - κατάλληλο για παιδιά αλλά και για μεγάλους - με τον χαρακτηριστικό τίτλο « Ελαφροπάτητα», του Κώστα Βασιλάκη (Εκδοτικός Οίκος Α.Α. Λιβάνη), εικονογραφημένο πολύ όμορφα από τον Αλέξη Κυριτσόπουλο.
Το βιβλίο αυτό μέσα από την παρουσίαση τρόπων προσωπικής δράσης, στοχεύει να μας ενεργοποιήσει να δείξει το πώς ο καθένας μας μπορεί να επιδράσει θετικότερα στο περιβάλλον χωρίς να περιμένουμε από τους «άλλους» (Κράτος, βιομηχανία, επιχειρήσεις κλπ.) να κάνουν κάτι.


Μια κριτική για το βιβλίο από τη Μαρία Καραβία μπορείται να διαβάσετε εδώ.

Περισσότερα για να γίνουμε πιο αλαφροπάτητοι μπορείτε να βρείτε εδώ.

Στην κορυφή της Όχης, στην Εύβοια, υπάρχει ένα κτίσμα με τεράστιους ογκόλιθους, γνωστό ως Δρακόσπιτο, επειδή οι άνθρωποι πίστευαν πως μόνον ένας δράκος θα μπορούσε να μετακινήσει τόσο μεγάλες πέτρες για να το κτίσει. Στην ίδια κορυφή υπάρχουν και κάτι τεράστια βαθουλώματα, τα οποία τρυπάνε τα σχιστολιθικά πετρώματα της και για τα οποία ο μύθος λέει πως είναι οι πατημασιές του δράκου που ακόμα κοιμάται εκεί κοντά. Να όμως που οι μύθοι μπορεί να αποδειχθούν προφητικοί, καθώς εμείς οι ίδιοι γινόμαστε οι δράκοι που πατώντας με όλο μας το βάρος, αφήνουμε βαθιά τα ίχνη της πατημασιάς μας πάνω στον όμορφο πλανήτη που μας δόθηκε.

Δευτέρα 9 Απριλίου 2012

Σ’ ένα φίλο που έφυγε


Ο Αλέξανδρος είναι ένας από τους καλούς φίλους που γνωρίσαμε μέσα από τον κοινό πόνο, ένα από τα κέρδη της μακροχρόνιας αρρώστιας – ναι, υπάρχουν και οφέλη από τον καρκίνο. Αν και η γνωριμία μας υπήρξε σύντομη, η έντονη προσωπικότητα και ο διεισδυτικός  στοχασμός του την έκαναν πολύ ουσιαστική, έτσι ώστε να τον θεωρούμε δικό μας άνθρωπο.
Σε ηλικία δώδεκα ετών έχασε τον πατέρα του, κι αργότερα τη μητέρα του και τις γιαγιάδες, όλους από την ίδια αρρώστια κι όταν ο ίδιος «κάβουρας» δάγκωσε και τον ίδιο, είπε : «Όχι, αυτή τη φορά, όχι!» και το πάλεψε. Όμως, στον «εμφύλιο πόλεμο», όπως έλεγε ο ίδιος,  που είχε ξεσπάσει μέσα του, τα γερά του κύτταρα νικήθηκαν  από τα αρρωστημένα  αδέλφια τους, κι έτσι πριν την Ανάσταση έφυγε από κοντά μας.
Ο Αλέκος είχε πολλές γνώσεις, πολλά ενδιαφέροντα κι είχε ασχοληθεί με το δημοτικό τραγούδι, επιδιώκοντας να αναστήσει και να διατηρήσει την παραδοσιακή μουσική της ιδιαίτερης πατρίδας του.
Τον αποχαιρετούμε, λοιπόν,  με τον «Αμάραντο», ένα τραγούδι, το οποίο άλλοι θεωρούν του χορού και του γλεντιού κι άλλοι ερωτικό, ενώ εκείνος μας έμαθε πως είναι τραγούδι της ξενιτιάς. Κι αυτό γιατί, όπως γράφει στο εκτεταμένο του σημείωμα το οποίο περιέχεται στο δίσκο «Τραγούδια της Νεβρόπολης» (Επιμέλεια – Kείμενα: Αλέξανδρος Ζούκας) του Αναπτυξιακού Συνδέσμου Λίμνης Πλαστήρα, εκτός από τους γνωστούς στίχους, υπάρχουν κι άλλοι, οι οποίοι παραλείπονται συνήθως από τους εκτελεστές.
Η γνωστή μορφή του τραγουδιού είναι η παρακάτω:

Α για δε-  καλέ  για δε – ορέ για δέστε τον, τον αμάραντο
για δέστε τον αμάραντο σε τι βουνό φυτρώνει, καλέ.

Α φυτρώ – καλέ φυτρώ – αχ φυτρώνει μες, μες τα δύσβατα
φυτρώνει μες τα δύσβατα στις πέτρες τα λιθάρια, καλέ.

Α ποτέ – καλέ ποτέ – αχ ποτέ του δε, ορέ δεν ποτίζεται
ποτέ του δεν ποτίζετε μα δεν κορφολογιέται, καλέ.

Α τον τρων -  καλέ τον τρων – τον τρων τα λάφια και ψοφούν
αχ τον τρων τα λάφια και ψοφούν τα’ αρκούδια κι ημερεύουν, καλέ.  

Στο κείμενο του, όμως,  ο Αλέξανδρος Ζούκας, σημειώνει πως σε μια ολοκληρωμένη παραλλαγή του 1891, από την Ήπειρο, το τραγούδι φαίνεται να έχει τους παρακάτω στίχους:

Ποιος είδε τον αμάραντο σε τι ραδιό φυτρώνει
δίχως νερό ποτίζεται, δίχως αέρ’ αξαίνει,
με το ηλιό ποτίζεται, με το φεγγάρ’ αξαίνει.
Τον τρων τα λάφια και ψοφούν, τα’ αρκούδια κι μερεύουν
τον τρων τα λάια πρόβατα κι αλησμονούν τα’ αρνιά τους.
Να τούχε φάει κι η μάνα μου, μη μήχε  κάμ’ εμένα,
σα μ’ έκαμε, τι μ’ ήθελε, σα μ’ έχει τι με θέλει;
Η ξενιτιά με χαίρεται, τα έρημα τα ξένα.

Στην ολοκληρωμένη, δηλαδή, εκδοχή, ο ξενιτεμένος, καταριέται τη στιγμή που γεννήθηκε, αφού η ζωή του επιφύλαξε τέτοια σκληρή δοκιμασία.
Μετά από σκληρή δοκιμασία έφυγε κι ο φίλος μας. Του ευχόμαστε  καλό κατευόδιο. Κι αν οι νεκροί πίνουν από «της Λησμονιάς την κρουσταλλένια βρύση» για να ξεχάσουν τους ζωντανούς, εμείς εδώ ούτε που θ’ αγγίξουμε τον αμάραντο, θα τον τραγουδάμε μόνο, για να  θυμόμαστε πάντα τον Αλέξανδρο.