«Τον τόπο μας τον
αγαπάμε γιατί εκεί γεννηθήκαμε, κι έρημος να ήταν πάλι θα τον πονούσαμε», μου έγραψε η Αναστασία, από την ομάδα
«΄Ιμβριοι» - στο φέισμπουκ- σχολιάζοντας μια προηγούμενη ανάρτηση ( Ίμβρος, “un charmant pays”), κι έτσι είναι.
Τον αγαπάμε τον τόπο μας, όσο φτωχός, όσο έρημος και
ξερός, όσο «κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα»
κι αν είναι.
Desert landscape (Derek McCrea) |
Καταλαβαίνουμε καλύτερα την αξία του όταν φύγουμε μακριά. Αν τύχει μάλιστα και είμαστε διωγμένοι, τότε τον λαχταράμε ακόμα περισσότερο – κάτι ξέρουμε κ εμείς, οι Τουρκομερίτες.
Διαβάζοντας αυτές τις μέρες δύο διαφορετικά μεταξύ τους
βιβλία ξανασκέφτηκα τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουμε» την πατρίδα μας, καθώς
και τα δύο διερευνούν το ξεχωριστό βλέμμα, με το οποίο κοιτάζει κανείς έναν
τόπο.
Στο Ένας τυχαίος εραστής (Καστανιώτης,
2010), η Ναντίν Γκόρντιμερ, θίγει το θέμα περιγράφοντας έναν έρωτα, μια σχέση
ανάμεσα σ’ έναν Άραβα μετανάστη και σε μια Νοτιοαφρικανή λευκή.
Ο Άραβας, ο Αμπτού, από μια φτωχή κι έρημη χώρα, από ένα
τρισάθλιο χωριό, ονειρεύεται τις πλούσιες χώρες και προσπαθεί ν’ αποκτήσει την
πολυπόθητη άδεια παραμονής, πρόθυμος να δουλέψει κάτω από συνθήκες χειρότερες
απ’ αυτές της πατρίδας του, γιατί πιστεύει πως μόνο έτσι θα μπορέσει να βελτιώσει
τη ζωή του, να γίνει κάτι, κάποιος.
Όταν αναγκάζεται να επιστρέψει στη χώρα του κι η κοπέλα
δηλώνει πως θα πάει μαζί του, χάνει τον κόσμο.
Ντρέπεται τόσο πολύ για τον τόπο του, που προτιμά να τη χάσει παρά να
την υποχρεώσει να ζήσει τη φτώχεια και την εξαθλίωση, και μαζί μ’ αυτά και την
καταπίεση της γυναίκας. Δεν θέλει να δει
την περιφρόνηση στο πρόσωπό της.
Arab village (Myrtle Broome) |
Είναι όμως, πράγματι τόσο απαίσιος ο τόπος του;
Η γοητευτική
γραφή της Γκόρντιμερ μας ταξιδεύει στον τόπο αυτό και μας τονίζει τις διαφορές
του από τη Νότια Αφρική. Για την κοπέλα, η μετάβαση από την ελευθερία και τις
ανέσεις της χώρας της στο ξένο κι εχθρικό περιβάλλον είναι ένα σοκ. Όσο όμως
γνωρίζεται με την οικογένεια και ζει τις συνήθειες του σπιτιού, κάτι μέσα της
αλλάζει. Γι αυτή την ξένη, αυτός ο παλιότοπος παρουσιάζει τα δικά του
ανεκτίμητα δώρα, που δεν τα συνάντησε στην πλούσια πατρίδα της. Ακόμη κι η
έρημος, η οποία περιβάλλει το χωριό αρχίζει να φαντάζει γοητευτική.
Και καταπιάνεται με το να γεννά ιδέες για το πώς θα μπορούσε
η ζωή εκεί να βελτιωθεί, να πρασινίσει ο τόπος, να ανοίξουν καινούριες
δουλειές.
Ο άντρας όμως είναι ανένδοτος:
«Σ’ αυτό τον τόπο τίποτα δεν γίνεται».
Αναλώνεται στην αναζήτηση του Δυτικού Παράδεισου που θα τους
δεχθεί, δυστυχής όσο του αρνούνται την είσοδο στις χώρες του ονείρου.
Κι όμως, «κάθε τόπος
αν τον δουλέψεις μπορεί να σε θρέψει, να σε ζήσει», λέει ο Σωτήρης
Δημητρίου στο διήγημα «Ξένα ρούχα», που περιλαμβάνεται στο Το αποτύπωμα της κρίσης (Μεταίχμιο, 2013), όπου «δεκαεπτά από τους πλέον παρεμβατικούς και
ενδιαφέροντες έλληνες συγγραφείς αποτυπώνουν τις διάφορες πτυχές της κρίσης».
Ο Δημητρίου μιλά για τους μετανάστες που ζουν στην
Ηγουμενίτσα περιμένοντας μια ευκαιρία για να ταξιδέψουν προς τη Δύση. Γι «αυτά τα παιδιά, που αφήνουν πίσω τα δικά
τους ανεκτίμητα, γονείς, συγγενείς, φίλους, γλώσσα, τραγούδια κι αγαπημένους
τόπους για το καταναλωτικό δυτικό όνειρο»...
Waiting on the shore (Stephan McLaren) |
Στο ίδιο βιβλίο ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο διήγημα του «Ο
ξένος που έφυγε», μας μιλά για τον Ταρίκ, έναν Ιρακινό, ο οποίος είναι κι αυτός
ένα από εκείνα «τα παιδιά» του
Δημητρίου, που γυρίζει την Ευρώπη ψάχνοντας χώρα για να στεριώσει.
«Ήξερα τι μου έλειπε:
η οικογένειά μου, μια δική μου οικογένεια. Ένα σπίτι γεμάτο κόσμο, μυρωδιές,
φασαρία, παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες. Όλοι μαζί. Βαριόμουνα την Ευρώπη, τα
συστήματα, τους ελέγχους, την καχυποψία. Ίσως ήταν λάθος που είχα φύγει. Νόμιζα
ότι θα έβλεπα αλλιώς τον κόσμο, ότι θα έδινα και θα έπαιρνα.»
Το έχω γράψει (Η αστυνομικίνα είχε άγγελο), κι είναι κάτι που το
πιστεύω, πως ο καθένας πρέπει να διαβαίνει το κατώφλι του, να δοκιμάζει να
ζήσει αυτό που λαχταρά πληρώνοντας το τίμημα.
Σκεφτόμουνα, όμως, τα νέα παιδιά που φεύγουν από την Ελλάδα,
καθώς αισθάνονται ο τόπος αυτός να τα πνίγει. Κι αναρωτιέμαι δεν υπάρχει τρόπος
να περάσει κανείς το κατώφλι χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψει την πατρίδα του, «τα δικά του ανεκτίμητα»;
Beautiful people (Μιλένα Δημητροκάλλη, 2013) |
«Στην πραγματικότητα η
άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι η προσωπική μας σύλληψη του κόσμου»
λέει ο Πεσσόα (Το βιβλίο της ανησυχίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1989) μιλώντας για τα ταξίδια.
Κι ο Σωτήρης
Δημητρίου συμπληρώνει : «Με τον τρόπο που
το άσχημο βλέμμα βλέπει τα άσχημα έτσι κι ο φτωχός νους βλέπει τη φτώχεια».
Όσο «κλειστός» κι αν
είναι ο τόπος μας θα μπορούσαν, άραγε, οι νέοι μας ν’ αλλάξουν τη ματιά τους,
να κοιτάξουν μ’ όμορφο βλέμμα την όμορφη πατρίδα μας, ν’ ανακαλύψουν στον τόπο που μέχρι τώρα
περιφρονούσαν, κάτι σαν αυτό που γοήτευσε την πλούσια και καλομαθημένη λευκή
στο άνυδρο, έρημο, οπισθοδρομικό και ρυπαρό χωριό του Αμπντού;
Χωρίς τίτλο (Tjunkura Ken) |
Δεν θα προσπαθούσαν τότε να δημιουργήσουν τις δικές τους ευκαιρίες,
με φαντασία, μ’ εφευρετικότητα, με ευελιξία, με νέες καινοτόμες ιδέες,
συνδυάζοντας, ίσως, τις νέες τεχνολογίες και τις σύγχρονες μεθόδους με τα
παραδοσιακά, περιφρονημένα επαγγέλματα;
Υπάρχουν τέτοιες κινήσεις κι εύχομαι να γίνουν περισσότερες…
γιατί «εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ
νύχτα», όπως γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου, στο δικό της διήγημα, το «Voodoo child».