Κυριακή 20 Νοεμβρίου 2022

Στο σκότος της ψυχής μας

Τζόζεφ Κόνραντ, Στην καρδιά του σκότους, Μτφ. Αλεξάνδρα Παπαθανασοπούλου, Πατάκης 2004. 
Ένα χαστούκι στην πρόοδο και τον πολιτισμό μας, είναι το βιβλίο αυτό του Κόνραντ, το οποίο ξαναδιάβασα πρόσφατα. 
Ένα κατηγορώ για τον πολιτισμένο άνθρωπο και τη φρίκη που αυτός μπορεί να προκαλέσει με πρόσχημα την ιδέα εκπολιτισμού των βαρβάρων.
Ένα ξεγύμνωμα του λευκού ιμπεριαλιστή, η ψυχή του οποίου αποκαλύπτεται τόσο μαύρη όσο μαύρο είναι το πετσί αυτών που εκμεταλλεύεται. 
Αλλά είναι κι ένα κάλεσμα στον κάθε αναγνώστη να ψάξει εντός του για τον κρυμμένο του εαυτό, να τον ανασύρει και να τον κοιτάξει κατάματα, - ειδικά μετά από όσες ειδήσεις καλούμαστε να αφομοιώσουμε το τελευταίο διάστημα. Γι' αυτό και παραμένει διαχρονικά επίκαιρο - όπως όλα τα μεγάλα έργα. 





Σ΄ αυτή την αφήγηση συγκρούονται δύο κόσμοι. Η Ευρώπη, με την υποταγμένη στον άνθρωπο φύση της, «ο κόσμος όπου έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε την αλυσοδεμένη μορφή του θεριού», και η Αφρική, το λευκό στο χάρτη, το απάτητο, το ανεξερεύνητο, το αρχέγονο, ο κόσμος όπου υπάρχει κάτι «θηριώδες και ελεύθερο». 
Και οι δύο αυτοί κόσμοι αντιπροσωπεύονται από τα ποτάμια τους: 
 Από τη μια ο Τάμεσης, «ο σεβάσμιος ποταμός», «το γέρικο ποτάμι», «αδιατάραχτο στην άπλετη κοίτη του, ύστερα από αιώνες πιστών υπηρεσιών στο γένος που κατοικούσε στις όχθες του», «ένας δίαυλος που οδηγούσε στα πέρατα της γης». Από τα νερά του έπλευσαν «όνειρα ανθρώπων, σπόροι κοινοπολιτειών, σπέρματα αυτοκρατοριών» προς τα «μυστήρια κάποιας άγνωστης γης». 
Από την άλλη ο ποταμός Κογκό, σαν «πελώριο ξετυλιγμένο φίδι», με το ανέβασμά του να μοιάζει «με ταξίδι στις απαρχές του κόσμου» ή και με προσέγγιση στις πύλες της Κόλασης. Ένα έρημο ποτάμι μέσα σε απόλυτη σιγή, τριγυρισμένο από αδιαπέραστο δάσος. Κι αυτή η ασάλευτη ζωή «ήταν η ακινησία μιας ακατάσχετης δύναμης που εξύφαινε κάποιον ανεξιχνίαστο σκοπό.» 
Κυριαρχεί στο κείμενο η αίσθηση μιας ελλοχεύουσας απειλής ή ενός πλανερού καλέσματος καθώς ο αφηγητής έρχεται αντιμέτωπος με τη ζούγκλα, «τη σιωπηλή απάτητη ερημιά» σαν «κάτι τεράστιο και απόρθητο, σαν το κακό ή την αλήθεια…», όπου «το θεόρατο τείχος της βλάστησης… …έμοιαζε με ξέφρενη έφοδο αθόρυβης ζωής, έτοιμο να σαρώσει τις ασήμαντες ζωούλες μας από προσώπου γης.» 
Η φύση αρχέγονη με το παρθένο δάσος της, το «υπερκόσμιο ον», προκαλεί δέος καθώς «υψώνεται θεόρατο σαν πρόσοψη ναού». Και ο αφηγητής, ο Μάρλοου, ένας ναυτικός ο οποίος αναλαμβάνει μια αποστολή στα ενδότερα της Αφρικής από λαχτάρα για το άγνωστο, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι καθόλου παράλογο αυτό το δέος όταν γνωρίζει τον ήρωα του Κόνραντ, τον Κουρτς. 
Αν και το όνομα του Κουρτς αναφέρεται πολλές φορές, ο ίδιος κάνει την εμφάνισή του προς το τέλος της ιστορίας και είναι ο άνθρωπος με τη φήμη αυτού που φέρνει τα μεγαλύτερα κέρδη στην Εταιρεία, καθώς είναι ο πιο ικανός στην «εξόρυξη»   του ελεφαντόδοντου, εφαρμόζοντας τις δικές του απάνθρωπες μεθόδους. Και μόνο η λέξη "εξόρυξη" είναι αρκετή για να μας δώσει μια ιδέα για τον τρόπο αντιμετώπισης της φύσης και των πλασμάτων της και είναι  ενδεικτική της φιλοσοφίας των εκμεταλλευτών αυτού του φυσικού πλούτου.  
Ο Κουρτς είναι σύμφωνα με τον αφηγητή η ενσάρκωση του Κακού – μου θύμισε τον Δικαστή του Κόρμακ Μακάρθι - και παρουσιάζεται ως ένας στυγνός δαίμονας ή «θεός» που κάνει υποχείριό του μια φυλή, η οποία τον λατρεύει και υπακούει στις διαταγές του. Και ενώ είναι ένας άνθρωπος που φεύγει από την Αγγλία με όνειρα, αφήνοντας πίσω του την σεμνή και αφοσιωμένη μνηστή του, η οποία κρατά την ανάμνηση από «το μεγαλείο του, το σπάνιο μυαλό του, την ευγενική καρδιά του» και την καλοσύνη του «που έλαμπε σε κάθε του πράξη», όταν βρίσκεται στην άγρια ερημιά, μακριά από κάθε έλεγχο και φραγμό και γνωρίζει αυτόν τον καινούριο κόσμο όπου μπορεί να κάνει ό, τι θέλει, μεταμορφώνεται. Μυείται στα μυστήρια αυτού του κόσμου, αποκτά μια νέα μνηστή «μια άγρια και εξαίσια οπτασία», «ανήμερη και μεγαλειώδη», η οποία του αφοσιώνεται κι αυτή απόλυτα. Αυτός ο καινούριος κόσμος τον διαφθείρει και βγάζει όλη την σκοτεινή ψυχή του στην επιφάνεια, «μια ψυχή κορεσμένη από πρωτόγονες συγκινήσεις, άπληστη για ψεύτικη δόξα, για κούφιες διακρίσεις, για όλες τις επιφάσεις της δύναμης και της επιτυχίας». 
Μένει σε μας να λυπηθούμε για την κάθοδο αυτής της ψυχής στην καρδιά του σκότους, χωρίς να βιαστούμε να λιθοβολήσουμε, καθώς η φρίκη ελλοχεύει και δεν γνωρίζουμε αν και πότε θα εμφανιστεί μπροστά μας. 
Ας έχουμε στο μυαλό μας πως ναι μεν, το βιβλίο εκδόθηκε το 1902, ίσως και ως καταγγελία κατά του Λεοπόλδου Β’ ο οποίος πήρε το Κογκό ως προσωπική του ιδιοκτησία και με τρομερά βασανιστήρια εξολόθρευσε τον μισό περίπου πληθυσμό της χώρας για προσωπικό του πλουτισμό από το ελεφαντόδοντο και το καουτσούκ, αλλά και σήμερα, μετά από τόσα χρόνια, οι απάνθρωπες μέθοδοι του Κουρτς για την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο εξακολουθούν να υφίστανται με διάφορες μορφές. 
Όπως μας πληροφορεί το  Global Slavery Index πάνω από 40 εκατομμύρια άνθρωποι καταγράφονται στις μέρες μας ως θύματα της σύγχρονης σκλαβιάς (Modern Slavery). Ο εξαναγκασμός γυναικών και παιδιών σε πορνεία, ο εξαναγκασμός μεταναστών (και παιδιών) σε εξοντωτική εργασία με λίγη ή χωρίς καθόλου αμοιβή, το ξεχρέωμα των προγόνων με υποχρεωτική εργασία, ο υποχρεωτικός γάμος και ο γάμος ενηλίκων με παιδιά, η αφαίρεση με τη βία οργάνων για μεταμόσχευση είναι μερικές μόνο από τις μορφές της σύγχρονης δουλείας, με πιο ευάλωτες τις γυναίκες και τα παιδιά. Αν και οι χώρες της Νότιας και Νοτιοανατολικής Ασίας έχουν την πρωτιά (Ινδία, Κίνα, Πακιστάν) σε όλες τις χώρες ακόμη και στις πιο αναπτυγμένες γίνεται διακίνηση αυτών των σύγχρονων σκλάβων. Και, για να μην βγάζουμε έξω την ουρά μας, η Ελλάδα καταγράφεται ως η χώρα με 89.000 ανθρώπους να ζουν σε συνθήκες σύγχρονης σκλαβιάς.   https://www.globalslaveryindex.org/2018/data/maps/#prevalence 
Άλλωστε, το πόσο εύκολα πέφτουν θύματα βίας και εκμετάλλευσης και στη χώρα μας οι γυναίκες και τα παιδιά το βλέπουμε και το ακούμε καθημερινά πια στα δελτία ειδήσεων.
Η καρδιά του σκότους δεν είναι μακριά μας.

Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Αναζητώντας την παρηγοριά


Πάρε πάρε με στην αγκαλιά σου /και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα 

Οδ. Ελύτης, Της Σελήνης της Μυτιλήνης

Οι απαρηγόρητοι, Καζούο Ισιγκούρο,  Ψυχογιός, 2021 (Δεύτερη έκδοση), Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου, σ.641.

Ένας διάσημος πιανίστας, ο Ράιντερ έρχεται σε μια μικρή πόλη, μάλλον της Κεντρικής Ευρώπης - δεν κατονομάζεται στο μυθιστόρημα -, για να δώσει ένα ρεσιτάλ. Μόλις φτάνει στο ξενοδοχείο τον υποδέχεται ένας αχθοφόρος, ο Γκούσταβ και μπαίνουν μαζί στο ασανσέρ για να του δείξει το δωμάτιό του. Καθώς ο ανελκυστήρας ανεβαίνει και οι δύο άντρες συζητούν, ο πιανίστας ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως στο ασανσέρ υπάρχει και ένα άλλο άτομο, μια γυναίκα. Από τη σελίδα 19, λοιπόν, αρχίζουν να συμβαίνουν παράδοξα και υπερφυσικά γεγονότα. Εμφανίζονται σε περίκλειστους χώρους πρόσωπα που δεν υπήρχαν πριν, ο πιανίστας είναι σε θέση να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων και να ξέρει τι τους απασχολεί, πρόσωπα από το παρελθόν του Ράιντερ στην Αγγλία εμφανίζονται μπροστά του στους δρόμους και στο τραμ της πόλης, το δωμάτιο του ξενοδοχείου μοιάζει με το δωμάτιό του στο πατρικό του σπίτι.  Ο ήρωας κινείται μέσα σε μια πόλη η οποία μοιάζει με λαβύρινθο ή περισσότερο θα έλεγα με τις παράδοξες κατασκευές του Έσερ: ατελείωτες σκάλες, πόρτες και διάδρομοι, κτίρια που ενώ βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά και περνάς δάση και λίμνες για να πας από το ένα στο άλλο, ξαφνικά επικοινωνούν κι από ένα μικρό πορτάκι μπορείς να γυρίσεις πίσω σε δευτερόλεπτα.

Όπως ο Ισιγκούρο διπλώνει και ξεδιπλώνει τον χώρο παίζοντας αυτό το παιχνίδι με την τοπογραφία της πόλης, έτσι παίζει και με το χρόνο. Στις 641 σελίδες του βιβλίου ο Ράιντερ ζει τρεις μέρες, μέσα στις οποίες πηγαίνει σε μέρη και κάνει πράγματα που δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Και ενώ προσπαθεί μέσα σε καφκικές καταστάσεις να προλάβει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που έχει αναλάβει και να ανταποκριθεί στις παρακλήσεις των διαφόρων προσώπων, είτε παλιών φίλων που εμφανίστηκαν απρόσμενα είτε των νέων προσώπων που γνωρίζει, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που διαβάζουμε και είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε τους κριτικούς οι οποίοι έδωσαν στο βιβλίο το βραβείο του χειρότερου μυθιστορήματος.


Καζούο Ισιγκούρο

Ο Ισιγκούρο (Νόμπελ λογοτεχνίας 2017) έδωσε μια  συνέντευξη για  το βιβλίο αυτό στο Paris Review.  Στο απόσπασμα της συνέντευξης αυτής που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου διαβάζουμε : «Άρχισα να αναρωτιέμαι, ποια η γραμματική των ονείρων;» και παρακάτω «…διακρίνω παραλληλισμούς ανάμεσα στη μνήμη και στα όνειρα…». Αυτή η λέξη, λοιπόν, «το όνειρο», μου έδωσε το κλειδί για να ξεκλειδώσω το κείμενο. Πράγματι όλα όσα συμβαίνουν στον πιανίστα μέσα σ’ αυτές τις τρεις μέρες είναι σαν ένα όνειρο, όπου τίποτα δεν έχει συνοχή, τίποτα από τα παράδοξα που συμβαίνουν εκεί δεν ξαφνιάζει, επειδή στα όνειρα τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τα όνειρα όμως έχουν την πηγή τους στο υποσυνείδητό μας και βγάζουν στην επιφάνεια κρυμμένες πτυχές του εαυτού μας, φόβους και επιθυμίες, αλλά και τον φόβο  (Angst), όπως τον εννοεί ο Χάιντεγκερ, έναν φόβο που πηγάζει από τον εαυτό μας για τον ίδια μας  την ύπαρξη και τη θέση μας στον κόσμο.

Διαβάζοντας το βιβλίο από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να δούμε με άλλα μάτια τον χαρακτήρα του Ράιντερ. Ο πιανίστας είναι ένα άτομο που ταλανίζεται από διάφορες έγνοιες. Αγωνιά να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει φτάνοντας σ’ αυτή την πόλη. Πέρα από το ρεσιτάλ που θα δώσει οι κάτοικοι της πόλης περιμένουν από αυτόν να δράσει ως καταλύτης σε ένα πολιτιστικό θέμα που έχει προκύψει. Κάθε στιγμή κάποιος του ζητά μια χάρη κι αυτός υπόσχεται, έχει όλη τη διάθεση να φανεί χρήσιμος καθώς τον κυριεύει η επιθυμία να τον αποδεχθούν, μπλέκει όμως σε έναν κυκεώνα υποχρεώσεων και πνίγεται από το άγχος. Αυτό το άγχος που εκδηλώνεται καμμιά φορά στα όνειρά μας και μας κάνει να ξυπνάμε κάθιδροι.

 Κουβαλά όμως και ένα τραύμα από την προβληματική σχέση των γονιών του για την οποία αισθάνεται υπεύθυνος, ενώ και η δική του σχέση με τη γυναίκα και το παιδί του περνάει μια κρίση. Κατά τη συνάντησή του μαζί τους θυμάται την εποχή που ήταν ο ίδιος παιδί, την βιώνει ξανά, θα έλεγα, μέσω του δικού του αγοριού, του Μπόρις.

Ελπίζει να δει τους γονείς του ενωμένους να τον καμαρώνουν στο ρεσιτάλ αυτό και ταυτίζεται με τον Στέφαν, τον γιο του ξενοδόχου, ο οποίος θέλει να παίξει τέλεια το κομμάτι του στο πιάνο για να κάνει περήφανους και να φέρει κοντά τους δικούς του γονείς.

Αυτή η δίψα για αποδοχή είναι ένα κυρίαρχο μοτίβο στο μυθιστόρημα. Το βλέπουμε και στο επεισόδιο με τον Μπρόντσκι, τον μαέστρο της μικρής πόλης, ο οποίος μετά από μια περίοδο κατάθλιψης και αλκοολισμού θέλει να επιστρέψει θριαμβευτής στο κοινό του και να καταπλήξει την παλιά σύντροφό του, την δεσποινίδα Κόλινς. Μοιάζει σαν ο Ράιντερ να προβάλλει σ’ αυτόν τον μελλοντικό εαυτό του.

«Εγώ, η μουσική, δεν είμαστε τίποτα παραπάνω για σένα από τις ερωμένες που θέλεις να έχεις γύρω σου να σε παρηγορούν. Πάντα θα επιστρέφεις στη μία και μοναδική σου αγάπη. Στο τραύμα σου!», λέει η αγαπημένη του Μπρόντσκι στον άντρα που αγάπησε, και είναι σαν να το λέει στον ίδιο τον Ράιντερ, ο οποίος πιστεύει  πως μόνο η αποδοχή και η αναγνώρισή του ως καλλιτέχνη αλλά και ως ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή των άλλων μπορεί να απαλύνει  «το τραύμα» που κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. 

Όση όμως κι αν είναι η αναγνώριση και η αποδοχή το τραύμα δεν επουλώνεται αν δεν αποφασίσει κανείς να το γιατρέψει ο ίδιος. Η παρηγοριά δεν έρχεται έξωθεν.

Υστερόγραφο: Το μυθιστόρημα έχει πολλές πτυχές και  θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά ακόμα:  για την αποξένωση που επέρχεται σταδιακά σε μια σχέση όταν οι άνθρωποι εμμένουν στη σιωπή τους και  κάποια λόγια δεν λέγονται την κατάλληλη στιγμή…, για την ομοιότητα του πολυσέλιδου αυτού ονείρου με τη σύγχρονη πραγματικότητα και την πολυδιάσπαση του ανθρώπου, ο οποίος ζει το δικό του άγχος στην εποχή της γρήγορης εναλλαγής των εικόνων, των γεγονότων, των πληροφοριών…, μα θα έπρεπε να γράψω κι εγώ μια πολυσέλιδη παρουσίαση. Άλλωστε ό,τι επιλέγουμε να τονίσουμε δείχνει κάτι και για μας τους ίδιους.