Σάββατο 1 Οκτωβρίου 2022

Αναζητώντας την παρηγοριά


Πάρε πάρε με στην αγκαλιά σου /και παρηγόρησέ με που γεννήθηκα 

Οδ. Ελύτης, Της Σελήνης της Μυτιλήνης

Οι απαρηγόρητοι, Καζούο Ισιγκούρο,  Ψυχογιός, 2021 (Δεύτερη έκδοση), Μετάφραση Αργυρώ Μαντόγλου, σ.641.

Ένας διάσημος πιανίστας, ο Ράιντερ έρχεται σε μια μικρή πόλη, μάλλον της Κεντρικής Ευρώπης - δεν κατονομάζεται στο μυθιστόρημα -, για να δώσει ένα ρεσιτάλ. Μόλις φτάνει στο ξενοδοχείο τον υποδέχεται ένας αχθοφόρος, ο Γκούσταβ και μπαίνουν μαζί στο ασανσέρ για να του δείξει το δωμάτιό του. Καθώς ο ανελκυστήρας ανεβαίνει και οι δύο άντρες συζητούν, ο πιανίστας ξαφνικά αντιλαμβάνεται πως στο ασανσέρ υπάρχει και ένα άλλο άτομο, μια γυναίκα. Από τη σελίδα 19, λοιπόν, αρχίζουν να συμβαίνουν παράδοξα και υπερφυσικά γεγονότα. Εμφανίζονται σε περίκλειστους χώρους πρόσωπα που δεν υπήρχαν πριν, ο πιανίστας είναι σε θέση να διαβάζει τις σκέψεις των άλλων και να ξέρει τι τους απασχολεί, πρόσωπα από το παρελθόν του Ράιντερ στην Αγγλία εμφανίζονται μπροστά του στους δρόμους και στο τραμ της πόλης, το δωμάτιο του ξενοδοχείου μοιάζει με το δωμάτιό του στο πατρικό του σπίτι.  Ο ήρωας κινείται μέσα σε μια πόλη η οποία μοιάζει με λαβύρινθο ή περισσότερο θα έλεγα με τις παράδοξες κατασκευές του Έσερ: ατελείωτες σκάλες, πόρτες και διάδρομοι, κτίρια που ενώ βρίσκονται χιλιόμετρα μακριά και περνάς δάση και λίμνες για να πας από το ένα στο άλλο, ξαφνικά επικοινωνούν κι από ένα μικρό πορτάκι μπορείς να γυρίσεις πίσω σε δευτερόλεπτα.

Όπως ο Ισιγκούρο διπλώνει και ξεδιπλώνει τον χώρο παίζοντας αυτό το παιχνίδι με την τοπογραφία της πόλης, έτσι παίζει και με το χρόνο. Στις 641 σελίδες του βιβλίου ο Ράιντερ ζει τρεις μέρες, μέσα στις οποίες πηγαίνει σε μέρη και κάνει πράγματα που δεν είναι δυνατόν να χωρέσουν σ’ αυτό το χρονικό διάστημα. Και ενώ προσπαθεί μέσα σε καφκικές καταστάσεις να προλάβει να εκπληρώσει τα καθήκοντα που έχει αναλάβει και να ανταποκριθεί στις παρακλήσεις των διαφόρων προσώπων, είτε παλιών φίλων που εμφανίστηκαν απρόσμενα είτε των νέων προσώπων που γνωρίζει, αρχίζουμε να αναρωτιόμαστε τι είναι αυτό που διαβάζουμε και είμαστε έτοιμοι να δικαιολογήσουμε τους κριτικούς οι οποίοι έδωσαν στο βιβλίο το βραβείο του χειρότερου μυθιστορήματος.


Καζούο Ισιγκούρο

Ο Ισιγκούρο (Νόμπελ λογοτεχνίας 2017) έδωσε μια  συνέντευξη για  το βιβλίο αυτό στο Paris Review.  Στο απόσπασμα της συνέντευξης αυτής που υπάρχει στο αυτί του βιβλίου διαβάζουμε : «Άρχισα να αναρωτιέμαι, ποια η γραμματική των ονείρων;» και παρακάτω «…διακρίνω παραλληλισμούς ανάμεσα στη μνήμη και στα όνειρα…». Αυτή η λέξη, λοιπόν, «το όνειρο», μου έδωσε το κλειδί για να ξεκλειδώσω το κείμενο. Πράγματι όλα όσα συμβαίνουν στον πιανίστα μέσα σ’ αυτές τις τρεις μέρες είναι σαν ένα όνειρο, όπου τίποτα δεν έχει συνοχή, τίποτα από τα παράδοξα που συμβαίνουν εκεί δεν ξαφνιάζει, επειδή στα όνειρα τα πάντα μπορεί να συμβούν. Τα όνειρα όμως έχουν την πηγή τους στο υποσυνείδητό μας και βγάζουν στην επιφάνεια κρυμμένες πτυχές του εαυτού μας, φόβους και επιθυμίες, αλλά και τον φόβο  (Angst), όπως τον εννοεί ο Χάιντεγκερ, έναν φόβο που πηγάζει από τον εαυτό μας για τον ίδια μας  την ύπαρξη και τη θέση μας στον κόσμο.

Διαβάζοντας το βιβλίο από αυτή την οπτική γωνία μπορούμε να δούμε με άλλα μάτια τον χαρακτήρα του Ράιντερ. Ο πιανίστας είναι ένα άτομο που ταλανίζεται από διάφορες έγνοιες. Αγωνιά να φέρει εις πέρας τις υποχρεώσεις που έχει αναλάβει φτάνοντας σ’ αυτή την πόλη. Πέρα από το ρεσιτάλ που θα δώσει οι κάτοικοι της πόλης περιμένουν από αυτόν να δράσει ως καταλύτης σε ένα πολιτιστικό θέμα που έχει προκύψει. Κάθε στιγμή κάποιος του ζητά μια χάρη κι αυτός υπόσχεται, έχει όλη τη διάθεση να φανεί χρήσιμος καθώς τον κυριεύει η επιθυμία να τον αποδεχθούν, μπλέκει όμως σε έναν κυκεώνα υποχρεώσεων και πνίγεται από το άγχος. Αυτό το άγχος που εκδηλώνεται καμμιά φορά στα όνειρά μας και μας κάνει να ξυπνάμε κάθιδροι.

 Κουβαλά όμως και ένα τραύμα από την προβληματική σχέση των γονιών του για την οποία αισθάνεται υπεύθυνος, ενώ και η δική του σχέση με τη γυναίκα και το παιδί του περνάει μια κρίση. Κατά τη συνάντησή του μαζί τους θυμάται την εποχή που ήταν ο ίδιος παιδί, την βιώνει ξανά, θα έλεγα, μέσω του δικού του αγοριού, του Μπόρις.

Ελπίζει να δει τους γονείς του ενωμένους να τον καμαρώνουν στο ρεσιτάλ αυτό και ταυτίζεται με τον Στέφαν, τον γιο του ξενοδόχου, ο οποίος θέλει να παίξει τέλεια το κομμάτι του στο πιάνο για να κάνει περήφανους και να φέρει κοντά τους δικούς του γονείς.

Αυτή η δίψα για αποδοχή είναι ένα κυρίαρχο μοτίβο στο μυθιστόρημα. Το βλέπουμε και στο επεισόδιο με τον Μπρόντσκι, τον μαέστρο της μικρής πόλης, ο οποίος μετά από μια περίοδο κατάθλιψης και αλκοολισμού θέλει να επιστρέψει θριαμβευτής στο κοινό του και να καταπλήξει την παλιά σύντροφό του, την δεσποινίδα Κόλινς. Μοιάζει σαν ο Ράιντερ να προβάλλει σ’ αυτόν τον μελλοντικό εαυτό του.

«Εγώ, η μουσική, δεν είμαστε τίποτα παραπάνω για σένα από τις ερωμένες που θέλεις να έχεις γύρω σου να σε παρηγορούν. Πάντα θα επιστρέφεις στη μία και μοναδική σου αγάπη. Στο τραύμα σου!», λέει η αγαπημένη του Μπρόντσκι στον άντρα που αγάπησε, και είναι σαν να το λέει στον ίδιο τον Ράιντερ, ο οποίος πιστεύει  πως μόνο η αποδοχή και η αναγνώρισή του ως καλλιτέχνη αλλά και ως ένα σημαντικό πρόσωπο στη ζωή των άλλων μπορεί να απαλύνει  «το τραύμα» που κουβαλά από τα παιδικά του χρόνια. 

Όση όμως κι αν είναι η αναγνώριση και η αποδοχή το τραύμα δεν επουλώνεται αν δεν αποφασίσει κανείς να το γιατρέψει ο ίδιος. Η παρηγοριά δεν έρχεται έξωθεν.

Υστερόγραφο: Το μυθιστόρημα έχει πολλές πτυχές και  θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά ακόμα:  για την αποξένωση που επέρχεται σταδιακά σε μια σχέση όταν οι άνθρωποι εμμένουν στη σιωπή τους και  κάποια λόγια δεν λέγονται την κατάλληλη στιγμή…, για την ομοιότητα του πολυσέλιδου αυτού ονείρου με τη σύγχρονη πραγματικότητα και την πολυδιάσπαση του ανθρώπου, ο οποίος ζει το δικό του άγχος στην εποχή της γρήγορης εναλλαγής των εικόνων, των γεγονότων, των πληροφοριών…, μα θα έπρεπε να γράψω κι εγώ μια πολυσέλιδη παρουσίαση. Άλλωστε ό,τι επιλέγουμε να τονίσουμε δείχνει κάτι και για μας τους ίδιους.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου