Σάββατο 21 Δεκεμβρίου 2013

Η περιέργεια των Μάγων

Στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «Μεταξά, ακούγοντας το χρόνο» (το τρέιλερ της ταινίας: εδώ), μια γυναίκα, η οποία χτυπήθηκε απ' τον καρκίνο, μιλά για τις αλλαγές που έφερε η ασθένεια στη ζωή της. Λέει, για παράδειγμα, κάπως απολογητικά, πως δεν την ενδιαφέρει πια αν ο γιος της θα μπει στο Πανεπιστήμιο. Δεν του φωνάζει πια για να διαβάζει. Το μόνο που τον συμβουλεύει είναι να έχει περιέργεια για τα πράγματα γύρω του. Και δεν εννοεί, βέβαια, την περιέργεια, η οποία «σκότωσε τη γάτα», κατά τη γνωστή παροιμία των Αγγλοσαξόνων, αυτήν που θέλει να μάθει τι κάνει ο διπλανός μας, αλλά αυτή τη ζωηρή περιέργεια που έχουν τα  παιδιά.

Αυτήν που είναι χάρισμα, γιατί χάρη σ’ αυτή ρωτούν εκείνα τα ατελείωτα «γιατί» και «πώς» τους, ψηλαφούν τον κόσμο κι ανακαλύπτουν τις δικές τους αλήθειες.

Χάρισμα, το οποίο ατονεί όσο μεγαλώνουμε και μας απορροφούν οι ασχολίες της καθημερινότητας και μένει ένα υπόλειμμα μεταλλαγμένης περιέργειας, που είναι πια κουσούρι.

Ό,τι όμως κατόρθωσε ο άνθρωπος από τη στιγμή που στάθηκε στα  δυο του πόδια το οφείλει σ’ αυτή την παιδική περιέργεια. Κι όσοι ενήλικες διατηρούν αυτό το χάρισμα μπορούν ν’ ανακαλύπτουν καινούρια πράγματα, είτε έξω, στον κόσμο, είτε βαθιά μέσα τους.
Είναι η περιέργεια, που οδηγεί στις επιστημονικές ανακαλύψεις, στα επιτεύγματα της τεχνολογίας, στον φιλοσοφικό στοχασμό, στην καλλιτεχνική δημιουργία, στην αναζήτηση της αλήθειας, στις μεταφυσικές ανησυχίες, στην αυτογνωσία…Αυτή είναι, που φέρνει ανέλιξη και πρόοδο.

Αυτή η περιέργεια παρακίνησε κάποτε τρεις σοφούς άνδρες να επιχειρήσουν ένα μακρύ κι αμφίβολης έκβασης ταξίδι.  Μια πορεία με άγνωστο προορισμό, με οδηγό ένα άστρο, το οποίο, ίσως, αποδεικνυόταν απατηλό.
 
Οι τρεις Μάγοι (Ψηφιδωτό - Μονή της Χώρας)



Οι άνδρες αυτοί είχαν αξιώματα, πλούτη, γνώσεις. Τους εκτιμούσαν και τους σέβονταν. Ξεκίνησαν όμως το ταξίδι τους εγκαταλείποντας τις βεβαιότητές τους, αμφισβητώντας ό,τι τους προσδιόριζε μέχρι τότε, σε μια προσπάθεια να ικανοποιήσουν την περιέργεια τους και ν’ αναζητήσουν την αλήθεια.
 
Οι τρεις Μάγοι (τοιχογραφία - Κύπρος)


Ναι, ξέρω. Παραμύθι, θα πουν κάποιοι. Όλοι οι μύθοι, όμως, περιέχουν μηνύματα.

Αυτά, τα δύσκολα για τους πολλούς Χριστούγεννα, θα ήθελα να πάρω  λίγη από την περιέργεια των τριών Μάγων, λίγο απ’ το πάθος, την τόλμη, αλλά και την ταπεινοσύνη τους για να  ριψοκινδυνεύσω ένα ταξίδι - προσκύνημα προς τη φάτνη, η οποία βρίσκεται τόσο μακριά – σε κάθε σημείο του Κόσμου μας - , αλλά και τόσο κοντά – μέσα μας!
Για να δω ξανά ό,τι βρίσκεται γύρω μου, και κυρίως τους άλλους, με περίεργα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψω τις ανάγκες τους, να ικανοποιήσω κάποιες κρυφές τους επιθυμίες, ν' ανακαλύψω πού οφείλονται οι αδυναμίες τους και να κατανοήσω τα κίνητρα των πράξεων τους… 
Ν' αποτολμήσω κι ένα ταξίδι προς την άγνωστη ήπειρο της δικής μου ψυχής, για να δω τον εαυτό μου με την περιέργεια ενός παιδιού, να τον ανακαλύψω απ’ την αρχή και ν’ αξιολογήσω τις προτεραιότητές μου, να επαναπροσδιορίσω την ταυτότητά μου, να  ελευθερωθώ απ' τις άγκυρές μου, όπως  εκείνοι οι τρεις σοφοί…
Για όσους διακινδυνεύσουν ένα τέτοιο ταξίδι, εύχομαι ένα άστρο - σαν αυτό των Χριστουγέννων - να φωτίζει το δρόμο τους!


Πέμπτη 24 Οκτωβρίου 2013

Ο τόπος μας είναι κλειστός;

«Τον τόπο μας τον αγαπάμε γιατί εκεί γεννηθήκαμε, κι έρημος να ήταν πάλι θα τον πονούσαμε»,  μου έγραψε η Αναστασία, από την ομάδα «΄Ιμβριοι» - στο φέισμπουκ- σχολιάζοντας μια προηγούμενη ανάρτηση ( Ίμβρος, “un charmant pays”), κι έτσι είναι.
Τον αγαπάμε τον τόπο μας, όσο φτωχός, όσο έρημος και ξερός,  όσο «κλειστός, όλο βουνά που έχουν σκεπή το χαμηλό ουρανό μέρα και νύχτα» κι αν είναι.

Desert landscape (Derek McCrea)

 Δυστυχώς όμως, όσο ζούμε σ' αυτόν, συνήθως, του βρίσκουμε χίλια δυο κουσούρια. Αν τύχει δε να περνάμε και μια περίοδο κρίσης, όπως τώρα, στην Ελλάδα, τότε φτάνουμε στο σημείο να τον απαξιώνουμε εντελώς, ακόμα και να ντρεπόμαστε γι αυτόν.
Καταλαβαίνουμε καλύτερα την αξία του όταν φύγουμε μακριά. Αν τύχει μάλιστα και είμαστε διωγμένοι, τότε τον λαχταράμε ακόμα περισσότερο – κάτι ξέρουμε κ εμείς, οι Τουρκομερίτες.

Διαβάζοντας αυτές τις μέρες δύο διαφορετικά μεταξύ τους βιβλία ξανασκέφτηκα τον τρόπο με τον οποίο «βλέπουμε» την πατρίδα μας, καθώς και τα δύο διερευνούν το ξεχωριστό βλέμμα, με το οποίο κοιτάζει κανείς έναν τόπο.


Στο  Ένας τυχαίος εραστής (Καστανιώτης, 2010), η Ναντίν Γκόρντιμερ, θίγει το θέμα περιγράφοντας έναν έρωτα, μια σχέση ανάμεσα σ’ έναν Άραβα μετανάστη και σε μια Νοτιοαφρικανή λευκή.
Ο Άραβας, ο Αμπτού, από μια φτωχή κι έρημη χώρα, από ένα τρισάθλιο χωριό, ονειρεύεται τις πλούσιες χώρες και προσπαθεί ν’ αποκτήσει την πολυπόθητη άδεια παραμονής, πρόθυμος να δουλέψει κάτω από συνθήκες χειρότερες απ’ αυτές της πατρίδας του, γιατί πιστεύει πως μόνο έτσι θα μπορέσει να βελτιώσει τη ζωή του, να γίνει κάτι, κάποιος.
Όταν αναγκάζεται να επιστρέψει στη χώρα του κι η κοπέλα δηλώνει πως θα πάει μαζί του, χάνει τον κόσμο.  Ντρέπεται τόσο πολύ για τον τόπο του, που προτιμά να τη χάσει παρά να την υποχρεώσει να ζήσει τη φτώχεια και την εξαθλίωση, και μαζί μ’ αυτά και την καταπίεση της γυναίκας. Δεν θέλει να  δει την περιφρόνηση στο πρόσωπό της.
Arab village (Myrtle Broome)

Είναι όμως, πράγματι τόσο απαίσιος ο τόπος του; 
Η γοητευτική γραφή της Γκόρντιμερ μας ταξιδεύει στον τόπο αυτό και μας τονίζει τις διαφορές του από τη Νότια Αφρική. Για την κοπέλα, η μετάβαση από την ελευθερία και τις ανέσεις της χώρας της στο ξένο κι εχθρικό περιβάλλον είναι ένα σοκ. Όσο όμως γνωρίζεται με την οικογένεια και ζει τις συνήθειες του σπιτιού, κάτι μέσα της αλλάζει. Γι αυτή την ξένη, αυτός ο παλιότοπος παρουσιάζει τα δικά του ανεκτίμητα δώρα, που δεν τα συνάντησε στην πλούσια πατρίδα της. Ακόμη κι η έρημος, η οποία περιβάλλει το χωριό αρχίζει να φαντάζει γοητευτική.
Και καταπιάνεται με το να γεννά ιδέες για το πώς θα μπορούσε η ζωή εκεί να βελτιωθεί, να πρασινίσει ο τόπος, να ανοίξουν καινούριες δουλειές.
Ο άντρας όμως είναι ανένδοτος: 
«Σ’ αυτό τον τόπο τίποτα δεν γίνεται».
Αναλώνεται στην αναζήτηση του Δυτικού Παράδεισου που θα τους δεχθεί, δυστυχής όσο του αρνούνται την είσοδο στις χώρες του ονείρου.

Κι όμως, «κάθε τόπος αν τον δουλέψεις μπορεί να σε θρέψει, να σε ζήσει», λέει ο Σωτήρης Δημητρίου στο διήγημα «Ξένα ρούχα», που περιλαμβάνεται στο Το αποτύπωμα της κρίσης (Μεταίχμιο, 2013), όπου «δεκαεπτά από τους πλέον παρεμβατικούς και ενδιαφέροντες έλληνες συγγραφείς αποτυπώνουν τις διάφορες πτυχές της κρίσης». 





Ο Δημητρίου μιλά για τους μετανάστες που ζουν στην Ηγουμενίτσα περιμένοντας μια ευκαιρία για να ταξιδέψουν προς τη Δύση. Γι «αυτά τα παιδιά, που αφήνουν πίσω τα δικά τους ανεκτίμητα, γονείς, συγγενείς, φίλους, γλώσσα, τραγούδια κι αγαπημένους τόπους για το καταναλωτικό δυτικό όνειρο»...



Waiting on the shore (Stephan McLaren)

Στο ίδιο βιβλίο ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο διήγημα του «Ο ξένος που έφυγε», μας μιλά για τον Ταρίκ, έναν Ιρακινό, ο οποίος είναι κι αυτός ένα από εκείνα «τα παιδιά» του Δημητρίου, που γυρίζει την Ευρώπη ψάχνοντας χώρα για να στεριώσει.
«Ήξερα τι μου έλειπε: η οικογένειά μου, μια δική μου οικογένεια. Ένα σπίτι γεμάτο κόσμο, μυρωδιές, φασαρία, παιδιά, παππούδες, γιαγιάδες. Όλοι μαζί. Βαριόμουνα την Ευρώπη, τα συστήματα, τους ελέγχους, την καχυποψία. Ίσως ήταν λάθος που είχα φύγει. Νόμιζα ότι θα έβλεπα αλλιώς τον κόσμο, ότι θα έδινα και θα έπαιρνα

Το έχω γράψει (Η αστυνομικίνα είχε άγγελο), κι είναι κάτι που το πιστεύω, πως ο καθένας πρέπει να διαβαίνει το κατώφλι του, να δοκιμάζει να ζήσει αυτό που λαχταρά πληρώνοντας το τίμημα.

Σκεφτόμουνα, όμως, τα νέα παιδιά που φεύγουν από την Ελλάδα, καθώς αισθάνονται ο τόπος αυτός να τα πνίγει. Κι αναρωτιέμαι δεν υπάρχει τρόπος να περάσει κανείς το κατώφλι χωρίς να χρειαστεί να εγκαταλείψει  την πατρίδα του, «τα δικά του ανεκτίμητα»;
Beautiful people (Μιλένα Δημητροκάλλη, 2013)

«Στην πραγματικότητα η άκρη του κόσμου, όπως και η αρχή του, είναι η προσωπική μας σύλληψη του κόσμου» λέει ο Πεσσόα (Το βιβλίο της ανησυχίας, εκδόσεις Αλεξάνδρεια, 1989) μιλώντας για τα ταξίδια.
 Κι ο Σωτήρης Δημητρίου συμπληρώνει : «Με τον τρόπο που το άσχημο βλέμμα βλέπει τα άσχημα έτσι κι ο φτωχός νους βλέπει τη φτώχεια».

Όσο «κλειστός»  κι αν είναι ο τόπος μας θα μπορούσαν, άραγε, οι νέοι μας ν’ αλλάξουν τη ματιά τους, να κοιτάξουν μ’ όμορφο βλέμμα την όμορφη πατρίδα μας,  ν’ ανακαλύψουν στον τόπο που μέχρι τώρα περιφρονούσαν, κάτι σαν αυτό που γοήτευσε την πλούσια και καλομαθημένη λευκή στο άνυδρο, έρημο, οπισθοδρομικό και ρυπαρό χωριό του Αμπντού;

Χωρίς τίτλο (Tjunkura Ken)

Δεν θα προσπαθούσαν τότε να δημιουργήσουν τις δικές τους ευκαιρίες, με φαντασία, μ’ εφευρετικότητα, με ευελιξία, με νέες καινοτόμες ιδέες, συνδυάζοντας, ίσως, τις νέες τεχνολογίες και τις σύγχρονες μεθόδους με τα παραδοσιακά, περιφρονημένα επαγγέλματα;

Υπάρχουν τέτοιες κινήσεις κι εύχομαι να γίνουν περισσότερες… γιατί «εκεί που σ’ αγαπάνε δεν είναι ποτέ νύχτα», όπως γράφει η Σώτη Τριανταφύλλου, στο δικό της διήγημα, το «Voodoo child».


Πέμπτη 10 Οκτωβρίου 2013

Το στρεβλό φεγγάρι του Murakami


Διάβασα για πρώτη φορά γιαπωνέζικη λογοτεχνία πριν από αρκετά χρόνια. Ήταν «Οι Σαμουράι»  του Σουσάκο Έντο κι η γνωριμία με την μακρινή και «ξένη» αυτή χώρα με γοήτευσε. Από τότε κι άλλοι Γιαπωνέζοι συγγραφείς όπως ο Κενζαμπούρο Όε κι η Γυόκο Ογκάουα έγιναν οι αγαπημένοι μου. Μ’ αρέσει να γνωρίζω μια εξωτική χώρα και τους ανθρώπους της – τόσο διαφορετικοί  κι όμως  τόσο οικείοι – με όχημα την καλή λογοτεχνία.  Από τον Χαρούκι Μουρακάμι διάβασα το To κουρδιστό πουλί  κι εντυπωσιάστηκα, το Νορβηγικό δάσος,  όμως δεν μ’ ενθουσίασε.
Για το 1Q84  είχα ακούσει πολλές αντικρουόμενες απόψεις και τελικά αποφάσισα να το διαβάσω. Ιδού οι εντυπώσεις μου:

Το 1984 μια κοπέλα, η Αομάμε, για να προλάβει ένα ραντεβού, αναγκάζεται, εξαιτίας ενός τρομερού μποτιλιαρίσματος, να αποβιβαστεί απ’ το ταξί και να κατέβει μια σκάλα που ενώνει δυο αυτοκινητόδρομους για να πάρει το τρένο. Αποδεικνύεται πως η σκάλα αυτή είναι μια «πύλη», η οποία την οδηγεί σε μια διακλάδωση της πραγματικότητας. Αντιλαμβάνεται σταδιακά κάποιες μικρές διαφορές  σε σχέση με τον κόσμο όπου ζούσε μέχρι τότε, με αποκορύφωμα τα δυο φεγγάρια που βλέπει στον ουρανό. Ένα κανονικό, όπως το ξέρουμε όλοι κι ένα μικρότερο, στρεβλό και πρασινωπό, σαν αντανάκλαση του άλλου.

Αυτό την πείθει πως έχει παγιδευτεί σ’ έναν καινούριο κόσμο, τον οποίο ονομάζει 1Q84 από το  Question mark (ερωτηματικό). Παραπέμπει, βέβαια, στον Όργουελ και το «1984» και στο βιβλίο ο Μεγάλος Αδελφός αναφέρεται πολλές φορές. Πρόκειται όμως και για ένα λογοπαίγνιο, αφού «κιου»  στα γιαπωνέζικα σημαίνει 9.  
Η ιστορία δεν θα είχε κανένα ενδιαφέρον, αν η Αομάμε δεν ήταν μια κατά συρροήν δολοφόνος, η οποία δολοφονεί, μ’ έναν δικό της ιδιαίτερο τρόπο, άντρες που έχουν κακοποιήσει γυναίκες.  Κι αν δεν έμπλεκε με μια μυστηριώδη θρησκευτική σέκτα, της οποίας τα μέλη εξαπολύουν ένα ανελέητο κυνηγητό για να την πιάσουν. Κι αν δεν ήταν ερωτευμένη με τον Τένγκο, από το Δημοτικό,  χωρίς να τον έχει δει ξανά, από τότε.  Κι αν ο νεαρός δεν είχε βοηθήσει στη συγγραφή ενός  μυθιστορήματος, το οποίο, μεταξύ άλλων, περιγράφει έναν κόσμο με δυο φεγγάρια…


"Το ένα ήταν συνηθισμένο, αυτό που ξέρουμε, και το άλλο πολύ μικρότερο και πρασινωπό, λίγο στραβό σε σχέση με το πραγματικό  και λιγότερο φωτεινό."


Η πλοκή κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον.  «Έρως ανίκατε μάχαν» ή θα μας προλάβουν οι κακοί; Δεν πρόκειται να αποκαλύψω περισσότερα.
Όταν όμως φτάνεις στο τέλος, αναρωτιέσαι αν διάβασες κάτι βαθυστόχαστο ή πρόκειται για μια μπούρδα…

Αν μείνει κανείς στα Ανθρωπάκια που βγαίνουν απ’ το στόμα μιας ψόφιας κατσίκας, στα κουκούλια που υφαίνονται με αέρα, στα εξωπραγματικά φεγγάρια και σ’ άλλα γεννήματα της αχαλίνωτης φαντασίας του συγγραφέα, μπορεί να πει ότι πρόκειται για μια ευχάριστη μπούρδα.
Αν επιμείνουμε, όμως,  και ξανασκεφτούμε αυτά που διαβάσαμε; 
«Τα φαινόμενα απατούν. Η πραγματικότητα είναι πάντα μόνο μία», λέει ο ταξιτζής που αφήνει την Αομάμε μπροστά στην «πύλη» του 1Q84. Ναι, αλλά πια απ’ όλες τις πραγματικότητες που στήνονται γύρω μας είναι η μία, η αληθινή; Πώς θα την ξεχωρίσουμε;
Οι πολιτικοί, τα ΜΜΕ, τα σχολικά βιβλία, το Διαδίκτυο, μας παρουσιάζουν τις δικές τους εκδοχές της πραγματικότητας. Ακόμη κι η οικογένειά μας θέλοντας να διαφυλάξει κάποια μυστικά, αλλά κι ο ίδιος μας ο εαυτός μερικές φορές, πλάθουν τον δικό τους κόσμο, καταπώς τους βολεύει.  Πόσο σίγουροι μπορούμε να είμαστε, λοιπόν, για την πραγματικότητα μέσα στην οποία ζούμε;
Πιστεύω πως όλος αυτός ο χορός των φανταστικών στοιχείων που στήνει ο Μουρακάμι, έχει στόχο, λειτουργώντας  αλληγορικά,  να καταδείξει αυτή ακριβώς την πλάνη μέσα στην οποία μπορεί να μας ρίξει μια αφήγηση, είτε αυτή είναι ένα μυθιστόρημα είτε η ιστορία της ζωής μας και κατά πόσον εμείς έχουμε τη δυνατότητα ή και τη διάθεση να βγούμε απ’ αυτή την πλάνη.
Στο μυθιστόρημα  η στρεβλή, όπως το δεύτερο φεγγάρι, πραγματικότητα λειτουργεί, κάπως, σαν το πηγάδι στο Κουρδιστό πουλί, γιατί παρακινεί τους ήρωες να ψάξουν μέσα τους, ν’ ανακαλύψουν τον ίδιο τον εαυτό τους και να συμφιλιωθούν με το παρελθόν τους. Μόνον τότε το δεύτερο φεγγάρι θα χαθεί απ’ τον ουρανό.
Αλλά και τότε ακόμη, μένει μια αμφιβολία. Είναι αυτή η αληθινή πραγματικότητα ή μια άλλη που της μοιάζει;  Μήπως είναι το είδωλο της στον καθρέφτη;

Το σημαντικό είναι η επίγευση που αφήνει το χορταστικό αυτό μυθιστόρημα:
Στοχασμός, αλληγορία, ποιητική γραφή, ενδιαφέροντες χαρακτήρες, ρεαλιστικές περιγραφές - ακόμα και των φανταστικών στοιχείων -  κι όλα αυτά σ’ ένα πακέτο θρίλερ με συναρπαστική πλοκή.

Δείτε και τους παρακάτω συνδέσμους:
http://www.georgakopoulos.org/work/reviews/1q84/

Τρίτη 3 Σεπτεμβρίου 2013

Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη

Ένα διήγημα σήμερα, για να θυμηθούμε τα «γεγονότα» του 55, τις επιθέσεις και τις λεηλασίες εναντίον των Ελλήνων της Πόλης, το Σεπτέμβριο του 1955.
Τα γεγονότα αυτά, θεωρούνται μια κρίσιμη καμπή στην ιστορία του Ελληνισμού της Πόλης, ο οποίος από κει και πέρα άρχισε να φυλλορροεί κι έγιναν στο πλαίσιο ενός καλά  οργανωμένου προγράμματος απ’ τη μεριά της Τουρκικής Κυβέρνησης.
«Τι θέλετε και τα θυμάστε πια αυτά; Περασμένα, ξεχασμένα», μπορεί να πει κανείς.
Πιστεύω πως τα ιστορικά γεγονότα, πρέπει να τα θυμόμαστε, όχι  για να αναζωπυρώνουμε το μίσος, αλλά για να παίρνουμε μαθήματα απ’ αυτά και ν' αναλογιζόμαστε πού οδηγούν η εχθρότητα προς τον  "άλλο" και η βία. 
Είναι παρήγορο πως πολλοί, πλέον, στην Τουρκία  παραδέχονται και το ότι έγιναν και τους λόγους για τον οποίους έγιναν, ενώ η τουρκική τηλεόραση κάνει αφιερώματα. Ας ελπίσουμε ότι σε μερικά χρόνια δεν θα δούμε το παράδοξο, εκείνοι να τ’ αναγνωρίζουν κι εμείς να ισχυριζόμαστε πως δεν έγιναν.

Η επόμενη μέρα...


Ας επιστρέψουμε όμως, στο διήγημα. Αν έχετε διαβάσει τις Ποδηλάτισσες (Ωκεανίδα, 2004), θα αναγνωρίσετε τα πρόσωπα. Είναι γραμμένο στο ίδιο στυλ ημερολογίου και νομίζει κανείς πως είναι απόσπασμα από το μυθιστόρημα. Γράφτηκε όμως πολύ αργότερα και, φυσικά, δεν έχει συμπεριληφθεί στο βιβλίο. Δημοσιεύθηκε στην Κινστέρνα (Τεύχος Κ΄, Δεκέμβριος 2011), ένα περιοδικό Λόγου και Τέχνης, έκδοση της  Εταιρείας Μελέτης της Καθ’ υμάς Ανατολής ( ΕΤΜΕΛΑΝ ).


Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη

Αγαπημένο μου ημερολόγιο,  Βόσπορος, 17 Σεπτεμβρίου 1955

Σήμερα ήταν η γιορτή της Σοφίας και ήρθαν φίλοι και γνωστοί κι όλα ήταν σαν όπως παλιά, ξεχάσαμε λίγο το φόβο μας. Αλλά το πιο σπουδαίο ήταν που ο Άγγελος έφερε μια ζωγραφιά για δώρο στη Σοφία. Θυμάσαι, τότε που έπεσε η Μαργαρίτα κι έκοψε το πόδι της στο βιρανέ (αλάνα), σε είχα γράψει ότι ο Άγγελος μάζευε χρωματιστά γυαλάκια, απ’ αυτά που σπάσανε οι Τούρκοι,  για να κάνει μια ζωγραφιά. Ε, την έκανε και η αλήθεια είναι  - κι ας μην τον χωνεύω - πως έγινε πολύ ωραία. Άλλο να στο λέω κι άλλο να τη βλέπεις.
Πήρε τα γυαλάκια απ’ τα σπασμένα σερβίτσια και τα χώρισε ανάλογα με το χρώμα τους και τα κόλλησε με το τουτκάλι (κόλα) πάνω σ’ ένα μεγάλο κομμάτι ντουραλίτ (υλικό σαν το κοντραπλακέ) και σχηματίστηκε μια ζωγραφιά, ο μπαμπάς είπε πως είναι σαν τα ψηφιδωτά που έχουνε στο Καριγιέ Τζαμί (Μονή της Χώρας), εκκλησία είναι αλλά την κάνανε τζαμί, όπως την Αγιά Σοφιά. Εμάς μας πήγανε με το σχολείο και τις είδαμε τις εικόνες εκείνες. Να μη λέει ότι θέλει ο μπαμπάς, ωραία είναι του Άγγελου, αλλά όχι που θα μας πει ότι είναι ίδια και με κείνες.
Κι όλοι πια θαυμάζανε τη ζωγραφιά κι ο ψηλομύτης καμάρωνε σαν γύφτικο σκεπάρνι. Εγώ δεν πιστεύω πως την έκανε μόνος του, ο μπαμπάς του θα τον βοήθησε.
Άκουσε τώρα πώς ήτανε: με τα πράσινα γυαλάκια έκανε το χορτάρι, κι ανάμεσα σκόρπισε κομμάτια από λουλουδένια σερβίτσια κι έγινε σαν λιβάδι με λουλούδια και με τα μπλε, που είχανε και χρυσό απάνω τους, έκανε ένα σπιτάκι και με κόκκινα χοντρά γυαλάκια, σαν κεραμίδια,  έκανε τη στέγη του. Μετά, με τα μαβιά τη θάλασσα και με πιο ανοιχτά, θαλασσιά, έκανε τον ουρανό. Το πιο ωραίο, όμως, ήταν ο ήλιος. Τον έκανε με κομμάτια από έναν σπασμένο καθρέφτη κι όποιος κοίταζε τη ζωγραφιά έβλεπε το πρόσωπό του μέσα στον ήλιο, σαν να ήταν κι ο ίδιος μες στη ζωγραφιά. Πώς το σκέφτηκε, ο άτιμος!

Το πιο ωραίο, όμως, ήταν ο ήλιος.
Τον έκανε με κομμάτια από έναν σπασμένο καθρέφτη...

Σε μια στιγμή που πήρε η κυρία Βιβή τη ζωγραφιά έβαλε τις φωνές κλαίγοντας: «Ω, μον Ντιέ, αχ Άγγελε, αχ παιδί μου, αυτό, αυτό στη στέγη, είναι το κόκκινο βάζο μας, το Μουράνο, αυτό που φέραμε απ’ τη Βενετία. Θυμάσαι Αριστείδη;». Και τότε κοιτάζει προσεκτικά κι η μαμά του Λουκιανού και φωνάζει: «Αντρέα, να το κομμάτι απ’ το σερβίτσιο του τσαγιού που μας είχε φέρει στη χαρά μας η θεία μου η Φρόσω, η συχωρεμένη» και βάζει κι αυτή τα κλάματα. Και ξαναπέρασε η ζωγραφιά από χέρι σε χέρι κι όλοι προσπαθούσανε να γνωρίσουνε τα σπασμένα τους γυαλικά. Μόνο δικό μας δεν είχε τίποτα επάνω της η ζωγραφιά, αφού σ’ εμάς δεν μπήκανε στο σπίτι μας, μόνο ένα φλιτζανάκι του καφέ έσπασε από μια πέτρα που μας πετάξανε απ’ το παράθυρο. Κι όταν έφτασε η σειρά στον καθρέφτη, εκεί πια δεν μπορούσανε να βγάλουνε άκρη, γιατί θα μπορούσε νά’ ναι του καθενός.
Την πήρε κι η Μαργαρίτα, το σκατό, να τη δει, να μη χάσει, και κόντεψε να τη ρίξει, να σκορπιστούν ξανά τα γυαλάκια και μόλις τη γλιτώσανε τη ζωγραφιά απ’ τα χέρια της.
Η θεία Βιργινία, που παρακολουθούσε αμίλητη όλη αυτή την ώρα, είπε τότε:
«Να τι είμαστε εμείς οι Ρωμιοί! Απ’ τα σπασμένα, απ’ τα θρύψαλα δημιουργούμε ομορφιά και ξαναφτιάχνουμε τη ζωή μας. Συγχαρητήρια, Άγγελε, παιδί μου και τη ζωγραφιά σου έπρεπε να τη βάλουν σ’ ένα μουσείο της Ρωμιοσύνης να τη δείχνουνε.»
Τι ανοησίες λέει καμιά φορά η θεία. Αν ήτανε έτσι, να βάζουνε στα μουσεία ό,τι τύχει… Και πώς θα τη βάλουνε στο μουσείο, αφού ο Άγγελος την έφερε δώρο για τη Σοφία, τη ζωγραφιά. Γίνεται να της την πάρει πίσω;
Σ΄ αφήνω όμως τώρα γιατί η μαμά φωνάζει να κοιμηθώ.
Καληνύχτα                                  

Α , ξέχασα να σε πω το πιο σπουδαίο: σαν να μην έφταναν όλα τα μπράβο που πήρε ο φιάκατζης (ξιπασμένος), ο Άγγελος, η κυρία Κατίνα, η φίλη του μπαμπά, που είναι και ποιήτρια σκάρωσε κι ένα ποίημα για τη ζωγραφιά:
Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη
του Αγγέλου η ζωγραφιά
την ελπίδα ανασταίνει
στου Πολίτη την καρδιά.
Αλλά τι μπιτσίμ (τι λογιώ) ποιήτρια είναι η κυρία Κατίνα, αφού το «ζωγραφιά» δεν ταιριάζει με το «καρδιά», και μας κάνει και τη σπουδαία. Εγώ αν τό ‘γραφα έτσι θα το ’λεγα:
Απ’ τα θρύψαλα βγαλμένη
Η ωραία ζωγραφιά
Την ελπίδα ανασταίνει
Στων Ρωμιών τη συντροφιά.
Κι έτσι, δεν θα είχε και τ’ όνομα του Άγγελου, του αχώνευτου, το ποίημα.

Άντε, καληνύχτα.

Δευτέρα 5 Αυγούστου 2013

Ίμβρος, “un charmant pays”

Η νοσταλγία, το έχω ξαναγράψει, είναι ένα παράξενο πλάσμα. Εκεί που νομίζεις πως τη νίκησες, «νάτη πετιέται από ξαρχής, κι αντρειεύει και θεριεύει». Είναι αρκετό ένα τραγούδι, μια παλιά φωτογραφία – σαν αυτές που ανεβάζει η Μαίρη στο facebook - , μια μυρωδιά - όπως της ρίγανης που έφερε η Μαγδαληνή απ’ το νησί - για να ζωντανέψει.
Μέχρι τώρα πίστευαν πως η νοσταλγία είναι κάτι σαν αρρώστια, κάτι που μας προξενεί κατάθλιψη. Νέες όμως απόψεις, όπως διαβάζουμε σε μια έρευνα,  υποστηρίζουν πως το «πλάσμα» αυτό, το οποίο κατοικεί μέσα μας είναι άκρως θεραπευτικό.
Έτσι, λοιπόν, αποφάσισα να μοιραστώ μαζί σας το ζωντάνεμα της νοσταλγίας μου για την Ίμβρο, καθώς ξεφύλλιζα ένα παλιό βιβλίο, ώστε να επωφεληθούν κι άλλοι  νοσταλγοί του νησιού, αλλά και φίλοι του τόπου αυτού, από τις θεραπευτικές της  ιδιότητες.

Ο πατέρας μου είχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά παλιά βιβλία, τα οποία αγόραζε κατά καιρούς από  παλαιοβιβλιοπωλεία της Πόλης. Όταν επρόκειτο να εγκατασταθεί στην Ελλάδα, κατάλαβε πως ήταν αδύνατον να μεταφερθεί όλος αυτός ο όγκος των βιβλίων και βρέθηκε σε πολύ δύσκολη θέση γιατί έπρεπε να ξεδιαλέξει κάποια που θα έπαιρνε μαζί του και κάποια που θα τ’ άφηνε πίσω. Ο ίδιος έλεγε πάντα, πως οι ώρες εκείνες ήταν τραγικές και δάκρυζε όταν θυμόταν τα βιβλία που δεν μπόρεσε να πάρει μαζί του, λες κι είχε εγκαταλείψει ζωντανά πλάσματα.
Σκαλίζοντας τα πράγματά του, πριν από λίγες μέρες, έπεσα πάνω σ’ ένα από τα «τυχερά» βιβλία.



ILES DE LA GRECE (νησιά της Ελλάδας) του M. Louis Lacroix, που εκδόθηκε στο Παρίσι από τους Firmin Didot Freres, editeurs,  το έτος Μ DCCC LIII, δηλ. το 1853, όπως έχει σημειώσει, με στυλό, ο πατέρας μου.
Ξεφυλλίζοντας το βιβλίο, είδα και κάποιες σελίδες αφιερωμένες στην Ίμβρο.
Τα περισσότερα, αυτών που γράφει για το νησί, είναι γνωστά.
Μια αναφορά, όμως, στις εντυπώσεις κάποιων περιηγητών των Spon και Wheler, (Voyage dItalie, etc, t. I, p.202, ed. De Lyon, 1678) και του ChoiselGouffier (Voyage Pittoresque en Grece, 1782), μου ξύπνησε τη νοσταλγία για τον τόπο αυτό.

«Ολόκληρο το νησί της Ίμβρου, είναι ένας χαριτωμένος τόπος», λεν οι περιηγητές και μας δίνουν μια ειδυλλιακή εικόνα, περιγράφοντας τις ομορφιές του νησιού: τα δασωμένα υψώματα, τις όμορφες κοιλάδες, τα χλοερά λιβάδια που μπορούν να θρέψουν πολλά κοπάδια. Μιλούν για τα άφθονα νερά του νησιού και τη βλάστηση, τις φορτωμένες συκιές, τις μυρτιές, τις πικροδάφνες και τις κληματαριές που πλέκονται στους κορμούς και στα κλαδιά αιωνόβιων πλατάνων.


Αυτή η περιγραφή μου θύμισε ένα μαγεμένο μέρος που είχαμε ανακαλύψει και πηγαίναμε συχνά τ’ απογεύματα. Στο δρόμο που πηγαίνει προς Αγρίδια και Σχοινούδι, λίγο μετά τη διασταύρωση των Αγ. Θεοδώρων, στρίβαμε αριστερά σ’ έναν χωματόδρομο. Στο τέλος της ανηφοριάς ήταν ένα πλάτωμα, όπου υπήρχε ένα κεραμιδαριό και γύρω η φύση οργίαζε, ακριβώς όπως την περιγράφουν οι περιηγητές. Ψηλές βελανιδιές, μυρτιές, φορτωμένες βατομουριές κι αχλαδιές, μυρωδιές από ρίγανη και θυμάρι, κι όταν άρχιζε να σκοτεινιάζει ακούγαμε τους γρύλους και μερικές φορές τ’ αηδόνι.
 
 Η Σπηλιά  -    Νίκος Παλαιόπουλος
Παρόμοια ήταν η φύση και στη Φαλκονιά, έξω απ’ το Ευλάμπιο, όπου πηγαίναμε με τη γιαγιά μου, το βραδάκι, για να «μεταδέσει» τις κατσίκες της. Κρυμμένα στις πικροδάφνες και τις λυγαριές που μοσχομύριζαν, υπήρχαν κι εκεί αηδόνια.

 
Αρασιά -  Νίκος Παλαιόπουλος
Συμπεραίνω πως μέχρι τότε, - μιλάμε για τη δεκαετία του 70 – το φυσικό περιβάλλον της Ίμβρου δεν είχε αλλοιωθεί πολύ σε σχέση μ’ αυτό που περιγράφουν  οι περιηγητές.
Δυστυχώς, τα μηνύματα που έρχονται τώρα απ’ το νησί λένε πως η ανάπτυξη «χτυπά» κι εκεί. Κι ενώ άλλοι μιλάνε για το τουριστικό μέλλον της Ίμβρου, αρκετοί είναι εκείνοι που προβληματίζονται για την αλλοίωση του χαρακτήρα της.
Βέβαια, ο χαρακτήρας του νησιού αλλοιώθηκε ήδη από τότε που εκδιώχθηκε ο γηγενής πληθυσμός, έφυγαν οι γεωργοί κι οι κτηνοτρόφοι και ήρθαν οι έποικοι…

Όταν γύριζε ο μύλος -  Νίκος Παλαιόπουλος

Εν τούτοις, η ζωή συνεχίζεται και το νησί φαίνεται πως προσπαθεί να βρει την ισορροπία του ανάμεσα στην παράδοση και το παρελθόν, την ανάπτυξη και το μέλλον. 
Θέλω να ελπίζω, πως θα βρεθούν ευαίσθητοι άνθρωποι που θα δραστηριοποιηθούν για να διαφυλάξουν την όμορφη φύση και τη «φυσιογνωμία» του νησιού, ώστε να παραμείνει η Ίμβρος “un charmant pays”,  ένας «χαριτωμένος τόπος».

Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

Το κελάηδισμα των χρωμάτων

Σε περίοπτη θέση, στο σαλόνι του πατρικού μου σπιτιού, στην Ίμβρο, κρεμόταν ένας πίνακας Τούρκου ζωγράφου. Σε ανοικτό φόντο μεγάλες, μπλε επιφάνειες, λίγο κόκκινο, ελάχιστο πράσινο και πολλές μαύρες γραμμές που διασταυρώνονταν.
Δεν υπήρχε επισκέπτης, ο οποίος να μην προσέξει και να μη σχολιάσει τον πίνακα και όλοι προσπαθούσαν να βρουν τι μπορεί να απεικονίζει.
Άλλος έβλεπε μια γυναίκα, άλλος μια γλάστρα, κάποιος, πιο ευφάνταστος, έλεγε πως είναι διαδρομές στο νυχτερινό ουρανό και πάει λέγοντας.
Η οικογένεια Παλαιοπούλου ποζάρει μπροστά στον εν λόγω πίνακα
Θυμάμαι τον πατέρα μου, - ζωγράφος κι ο ίδιος - ο οποίος  είχε χρυσοπληρώσει τον πίνακα, να λέει πως δεν πρέπει να ψάχνουν τι δείχνει ο πίνακας, γιατί σημασία έχουν τα συναισθήματα, τα οποία προκαλεί στον καθένα που τον κοιτάζει.
Κάπως έτσι έγινε η επαφή μου μ’ αυτό που λέγεται «Αφηρημένη Τέχνη».


Πριν από λίγες μέρες θυμήθηκα τα λόγια του πατέρα μου, όταν στάθηκα μπροστά σ’ έναν πίνακα, το έργο Simple Things της Μιλένας Δημητροκάλλη. Μια πανδαισία χρωμάτων, που μαγνήτισε το βλέμμα μου και μου προκάλεσε μια ευφορία. Δεν μπορώ να εξηγήσω γιατί έγινε αυτό. Απλά, συνέβη.
 
Simple Things (100Χ100) - Μιλένα Δημητροκάλλη
Λένε ότι η αφηρημένη τέχνη, επειδή ακριβώς, δεν μπορεί ο καθένας να την «αποκρυπτογραφήσει» είναι για λίγους και δημιουργεί ένα χάσμα ανάμεσα στο δημιουργό και το κοινό.
Έχω διαφορετική άποψη πάνω σ’ αυτό το θέμα, κι επειδή μου άρεσαν οι πίνακές της,  ζήτησα από τη Μιλένα Δημητροκάλλη να απαντήσει σε μερικές ερωτήσεις για τους φίλους του μπλογκ. Η ζωγράφος ανταποκρίθηκε, παρόλο που δεν είμαι του «χώρου» και δεν έχω ειδικές γνώσεις πάνω στο θέμα και την ευχαριστώ γι αυτό.
 
Μιλένα Δημητροκάλλη
1. Πότε αρχίσατε να ζωγραφίζετε και τι ήταν εκείνο που σας ώθησε στη ζωγραφική;
Η ζωγραφική ήταν στο πίσω μέρος του μυαλού μου αρκετό καιρό πριν ασχοληθώ μ’ αυτήν. Της μίλαγα και μου μίλαγε… Πριν από δυόμισι όμως χρόνια, έχοντας περιορίσει τις επαγγελματικές μου υποχρεώσεις, βρήκα, παρακολούθησα και ολοκλήρωσα πρόγραμμα εκμάθησης σχεδίου και ζωγραφικής κι απ’ το 2011 ζωγραφίζω καθημερινά.

2. Πού έχετε εκθέσει έργα σας;
Από το 2011 έχω συμμετάσχει σε πολλούς διαγωνισμούς και σε αρκετούς απ’ αυτούς έχω διακριθεί ως ανερχόμενη καλλιτέχνιδα. Επίσης έχω εκθέσει στην Αθήνα, Βαρκελώνη, Νέα Υόρκη και Μαϊάμι. Αυτή την περίοδο μέχρι τις 10 Αυγούστου, μπορείτε να δείτε έργα μου στην γκαλερί ART ZONE 42, σε μια ομαδική έκθεση με θέμα «Τροπική Γη». 

3. Ο κάθε πίνακάς σας είναι προϊόν προεργασίας και σχεδιασμού ή είναι κάτι που προκύπτει αυθόρμητα τη στιγμή της δημιουργίας;
Στη ζωγραφική είμαι παρορμητική! Τα έργα δημιουργούνται κατευθείαν πάνω στον καμβά, χωρίς κανένα προηγούμενο σχέδιο, κατευθυνόμενη από καθαρά διερευνητικές διαδικασίες. Ας πούμε, ότι η αφηρημένη ζωγραφική είναι ο δικός μου τρόπος ενδοσκόπησης και απόδοσης των ανθρώπινων συναισθημάτων μέσω χρωμάτων, σχημάτων και διαφορετικών τεχνικών.

4. Ο κριτικός αφηρημένης τέχνης Harold Rosenberg έχει πει, πως ο καμβάς, για τους καλλιτέχνες της τέχνης αυτής, είναι σαν μια αρένα, μέσα στην οποία δρουν. Τι είναι για σας ο καμβάς;
Ο καμβάς για μένα είναι η απόλυτη ελευθερία του νου μου. Όσο ζωγραφίζω, τόσο πιο πολύ τον ανακαλύπτω, τον αγαπώ και τον απελευθερώνω.

5. Πιστεύετε ότι η τέχνη που κάνετε είναι για τους λίγους, τους «μυημένους»;
Είναι για τους πιο τολμηρούς. Γι αυτούς που δέχονται ν’ αφήσουν τη σιγουριά τους και να κυνηγήσουν τις άγνωστες πτυχές του μυαλού τους. Και κατά προέκταση της ζωής. Γι αυτούς, ναι, σίγουρα είναι.

6. Τι θα λέγατε σ’ αυτούς που στέκονται μπροστά στα έργα σας και λένε: «Δεν καταλαβαίνω τι δείχνει» ;
Δεν θα έλεγα τίποτα. Δεν θα υπήρχε λόγος.

Σας ευχαριστώ και σας εύχομαι να συνεχίσετε να ζωγραφίζετε με την ίδια τόλμη κι ευαισθησία και να έχετε πολλές επιτυχίες.
Κι εγώ σας ευχαριστώ.
 
Sunspots (50Χ70) - Μιλένα Δημητροκάλλη
Οι απαντήσεις της ζωγράφου ενισχύουν την άποψή μου, ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχει χάσμα ανάμεσα στον δημιουργό της αφηρημένης τέχνης και στον αποδέκτη της. Ούτε η τέχνη αυτή είναι για λίγους και «μυημένους». Αλλιώς, δεν θα μπορούσαν οι απλές γυναίκες στα χωριά να συνταιριάζουν τόσο όμορφα τα χρώματα στα κιλίμια και τις κουρελούδες.
Φαίνεται, ωστόσο, πως η στιγμή της δημιουργίας, εκεί που ο καλλιτέχνης αφού κάνει την ενδοσκόπησή του, ελευθερώνει τα συναισθήματά  του, είναι και η πιο σημαντική. Η ενέργεια της στιγμής αυτής μπορεί να διοχετευτεί σε μας μέσα από τα χρώματα, τα σχήματα και τις τεχνικές. 
Κάποιοι, όμως, είμαστε άτολμοι και διστακτικοί στο να αφήσουμε τον εαυτό μας ελεύθερο απέναντι σε κάτι νέο, σε κάτι ασυνήθιστο. Αν καταφέρουμε να ξεπεράσουμε το στάδιο αυτό  και να γίνουμε, όπως λέει η ίδια, πιο τολμηροί, θα καταφέρουμε να γίνουμε δέκτες αυτής της ενέργειας. Τότε, τα χρώματα  πάνω στον καμβά ίσως μας προκαλέσουν κάτι παρόμοιο με την ευφορία που νιώθουμε όταν ακούμε τα πουλιά να κελαηδούν, χωρίς να  καταλαβαίνουμε τι λένε.
Μπορείτε να δείτε τα έργα της Μιλένας Δημητροκάλλη εδώ


Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Σκέψεις πτερόεσσες


Τι ζητάς αθανασία στο μπαλκόνι μου μπροστά
ποια παράξενη θυσία η ζωή να σου χρωστά
Ήρθαν διψασμένοι Κροίσοι, ταπεινοί προσκυνητές
κι απ’ του κήπου σου τη βρύση δεν τους πότισες ποτές
” 
                                                         (Νίκος Γκάτσος)

Αλληγορία της Αθανασίας, Giulio Romano (1499 -1546)


Ακούγοντας την «Αθανασία» του Χατζιδάκι με τον όμορφο στίχο του Νίκου Γκάτσου, έκανα κάποιες σκέψεις.
 Όλοι λαχταρούμε να πιούμε το αθάνατο νερό, κανείς όμως δεν το έχει καταφέρει.
Ο στόχος των αλχημιστών να παρασκευάσουν το ελιξίριο της ζωής, αποδείχτηκε ανέφικτος και θάφτηκε μαζί με τ’ άλλο όνειρό τους, να μετατρέψουν σε χρυσό τα ταπεινά μέταλλα.  
Το μόνο που πετύχαμε είναι να παρασκευάσουμε ελιξίρια, τα οποία θεραπεύουν κάποιες ασθένειες και παρατείνουν τον χρόνο παραμονής μας στη ζωή.
Κι αυτό, γιατί ζούμε, σ’ έναν κόσμο, όπου η φθορά είναι αναπόφευκτη.
Δεν είναι, όμως, θαυμαστό, ότι παρά την φθορά τόσων αιώνων, τίποτα στην ουσία δεν χάνεται;
«Όλα τριγύρω αλλάζουνε κι όλα τα ίδια μένουν» (Μανώλης Ρασούλης)
 Μια διαρκής ανακύκλωση. Αυτό είναι η Ζωή.
Από τη μια φθορά, κατάρρευση, αταξία, αποδόμηση, χάος.
 
Ουρανοξύστης, Rob Mullholand (2013)
Από την άλλη αναγέννηση, άνθηση. Άτομα, μόρια και κύτταρα συναρμόζονται με θαυμαστή τάξη και δομούν, παράγουν, δημιουργούν νέα ζωή.

Απομεινάρι, Rob Mullholand (2009)
Μιας μορφής αθανασία; 
Ναι, γιατί ως ύλη, τουλάχιστον, είμαστε αθάνατοι. Ως πνεύμα όμως;
Τι απομένει από το πνεύμα όταν το σώμα καταρρεύσει;
Που πηγαίνουν οι σκέψεις που παράγονται στο μυαλό μας;
Σε ποιο άγνωστο χάνονται οι επιθυμίες, οι φόβοι, οι χαρές, οι αγωνίες μας, οι αγάπες μας;

Αν γράψεις τις σκέψεις και τα συναισθήματα σου τα απαθανατίζεις στο χαρτί. Ίσως γι αυτό γράφουμε ή παράγουμε έργα κάποιας άλλης μορφής.
Κοιτάζω, όμως, τα κεντήματα που έφτιαξε η μητέρα μου, και μόνον υποθέσεις μπορώ να κάνω για το τι σκεφτόταν, πώς ένιωθε τις ατέλειωτες ώρες που κεντούσε δίπλα στο παράθυρο, στο «καμαράκι» του σπιτιού της γιαγιάς μου, στο Ευλάμπιο.

Γυναίκα που κεντά σε πολυθρόνα , August Macke (1909)

Μέσα από τις ζωγραφιές που έφτιαξε ο πατέρας μου, μπορώ να δω ένα μικρό μόνο κομμάτι από τον ψυχικό του κόσμο.
Κι απ’ τον παππού, το μόνο που θυμάμαι είναι το χαστούκι που μου έδωσε όταν έχυσα το γάλα, που είχε μόλις αρμέξει. Δεν είναι άδικο για τον άνθρωπο αυτό;

Μπορείτε να φανταστείτε;
Πώς θα ήταν ο κόσμος μας σήμερα, αν οι μουσικοί δεν είχαν καταγράψει αυτές τις νότες που τους ήρθαν στο μυαλό;
Αν οι ζωγράφοι δεν έβαφαν τους καμβάδες με τα πινέλα τους για να δώσουν μορφή στις ιδέες τους;
Αν οι συγγραφείς κι οι ποιητές άφηναν τις λέξεις, τις φράσεις,  να σχηματίζονται μέσα στο κεφάλι τους μόνο;
Αν οι εφευρέτες δεν έπιαναν να υλοποιήσουν, αυτό που φαντάστηκαν;

Αναρωτιέστε μήπως;
Πόσες άλλες σκέψεις, ιδέες, συναισθήματα, παράγονται στο κεφάλι εκατομμυρίων ανθρώπων και χάνονται, χωρίς ν’ αφήνουν το ίχνος τους πουθενά.
 
Σκέψεις που πετούν -  Kristina Benetyte

Σ’ ένα τροπάριο του  Μεγάλου Απόδειπνου, περιγράφεται η ημέρα της Κρίσεως. Θα μπαίνουν οι άνθρωποι, παρουσία των Αγγέλων, και θα ανοίγονται βιβλία όπου θα είναι καταγεγραμμένα όχι μόνον τα έργα, αλλά και οι σκέψεις του καθενός.  

«…των βίβλων ανεωγμένων
των έργων ερευνωμένων
των λογισμών εξεταζομένων
…»
 
Από την Ταπισερί της Αποκάλυψης - Jean Bondol (ζωγράφος) και Nicholas Βataille(υφαντής)  (1377)
Αν πιστεύουμε, λοιπόν, μπορούμε να ελπίζουμε – ή να φοβόμαστε – πως οι σκέψεις μας ταξιδεύουν, ίσως ως κάποια μορφή ενέργειας, προς μια χώρα του «πάντοτε» και καταγράφονται σε ουράνιες βίβλους.
Η ιδέα αυτή συμφωνεί με τον γενικό κανόνα της φύσης, όπου στην ουσία, τίποτα δεν χάνεται.
Εμένα, πάντως,  με τρομάζει η σκέψη πως οι λογισμοί μου – όλοι – κέρδισαν την αθανασία.
Ποιος από μας δεν έχει κάνει κακές, πονηρές ή απαίσιες σκέψεις, για τις οποίες θα προτιμούσαμε να ξέρουμε πως έχουν για πάντα χαθεί στο αχανές Σύμπαν;


Ξεκίνησα απ’ την ιδέα της αθανασίας και κατέληξα στο φόβο της Κρίσεως, αλλά συμβαίνουν αυτά όταν γράφεις «χωρίς πρόγραμμα». Ας επιστρέψω, όμως,  στην αθανασία:
«Αν θέλεις να σε θυμούνται», λέει ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, (που είναι ένας τρόπος για να μείνεις αθάνατος) « ή γράψε κάτι που αξίζει να διαβαστεί ή κάνε κάτι, για το οποίο αξίζει να γράψει κανείς».


Παρασκευή 10 Μαΐου 2013

Ποια είναι η κόρη με το καμένο πρόσωπο;



Διαβάζοντας την ποιητική συλλογή «Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο» του Ιωάννη Π.Α. Ιωαννίδη (Κέδρος, 2012),  «να μια ευκαιρία», σκέφτηκα, «να μιλήσουμε για ποίηση», δηλώνοντας από την αρχή πως παραθέτω απλώς κάποιες σκέψεις μου, ως αναγνώστρια  - και μόνον - ποιημάτων.

Από το εξώφυλλο της συλλογής
Τοκάτα, (toccata) είναι ένας μουσικός όρος για μια σύνθεση σε ελεύθερο στιλ, η οποία στοχεύει να αναδείξει  την επιδεξιότητα αυτού που παίζει το όργανο. Θα έλεγα πως, ως μέρος του τίτλου της συλλογής του Ιωαννίδη, υποδηλώνει και την «επιδεξιότητα» του  ίδιου στο χειρισμό της γλώσσας και των συμβόλων, δύο από τα απαραίτητα στοιχεία για να γράψει κανείς ποίηση.
Δεν σας κρύβω ότι μόλις έπιασα στα χέρια μου το βιβλίο το κοίταξα με επιφύλαξη. Κι αυτό γιατί πρόκειται για έναν τόμο 362 σελίδων.
Να όμως, σ’ ένα τυχαίο άνοιγμα (σελ. 25), έτσι όπως ξεφυλλίζουμε αδιάφορα ένα βιβλίο που δεν πρόκειται να διαβάσουμε, οι λέξεις με αιχμαλωτίζουν:

Αν έσκαψες με τα δάχτυλα βαθιά στην άμμο
ν’ ανάψεις ένα μικρό κερί
κείνη τη νύχτα που φύσαγε στην παραλία
Κι αν το σκέπασες με τα χέρια σου προσεκτικά
κι αν έσβησε
κείνη τη νύχτα που φύσαγε δεν έπρεπε να κλάψεις…»



Αυτό το μικρό κερί, σύμβολο της μοναχικής προσπάθειας, μοτίβο το οποίο επαναλαμβάνεται και παρακάτω, με άγγιξε. Έτσι άρχισα να διαβάζω κι ένοιωσα τα ποιήματα του Ιωαννίδη να με ανεβάζουν. 
Ο Γιώργος, όμως, ο οποίος πατά και με τα δυο του πόδια πάνω στη Γη, με ρώτησε:
 «Μα, καταλαβαίνεις τι θέλει να πει ο ποιητής;»

Ομολογώ πως δεν είμαι σίγουρη αν αυτό που κατάλαβα είναι το ίδιο μ’ αυτό που εννοεί ο ποιητής. 
Αλλά τι σημασία έχει; Από τη στιγμή που μ’ αρέσει να διαβάζω το ποίημα, δονεί κάποιες χορδές μέσα μου, μου δημιουργεί συναισθήματα, με συγκινεί, αποκτά ένα ιδιαίτερο νόημα για μένα, πειράζει αν μου διαφεύγει αυτό που εννοούσε ο ποιητής όταν το έγραφε; 


Από τη στιγμή που τα έβγαλε από μέσα του ο ποιητής και τα κοινοποίησε, τα ποιήματα ταξιδεύουν. Είναι τα πουλιά,  που τα κρατούσε φυλακισμένα και τα έτρεφε με την αμβροσία της ψυχής του, τα πότιζε με το αίμα της καρδιάς του και κάποια στιγμή άνοιξε το κλουβί και τ’ άφησε ελεύθερα. 


Από κει και πέρα δεν μπορεί να ελέγξει πώς και για ποιους θα τραγουδήσουν και ποιους θα συγκινήσουν τα τραγούδια τους. Κάθε αναγνώστης τα δέχεται και τα ερμηνεύει ανάλογα με τις δικές του καταβολές, το πολιτιστικό του υπόβαθρο, την συναισθηματική του κατάσταση και τις ανάγκες του.

Κάποτε η Κική Δημουλά  μιλώντας  σε μαθητές Λυκείου για την Ποίηση,  είπε
(το βρήκα στο Διαδίκτυο και το παραθέτω με κάθε επιφύλαξη, αν και μοιάζει για δικό της):

«Βαδίζεις σε μιαν έρημο. Ακούς ένα πουλί που κελαηδάει. Όσο κι αν είναι απίθανο να εκκρεμεί ένα πουλί στην έρημο, ωστόσο εσύ είσαι υποχρεωμένος να του φτιάξεις ένα δέντρο. Αυτό το δέντρο είναι το ποίημα


Ευλογημένοι αυτοί που μπορούν και φτιάχνουν ένα δέντρο μέσα στην έρημο. Τυχεροί όμως κι εμείς που βρίσκουμε το δέντρο, ξαποσταίνουμε στον ίσκιο του κι ακούμε το κελάδημα του πουλιού. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε γιατί αισθανόμαστε όμορφα.

Διαβάζοντας, για παράδειγμα, το «Κανόνας στο ύφος του Henry Purcell», όπου αναφέρεται για πρώτη φορά η «κόρη με το καμένο πρόσωπο» δεν ξέρεις τι να υποθέσεις. Η ερωτική ατμόσφαιρα που αποπνέουν τα ποιήματα σου αφήνει την αίσθηση ότι πρόκειται για έναν έρωτα που χάθηκε σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Διαβάζοντας όμως  όλη τη συλλογή, καθώς και μια συνέντευξη του Ιωαννίδη στο Κ της Καθημερινής,  αρχίζεις να αμφιβάλλεις. Δεδομένου του «έρωτά» του για την πατρίδα μας και τις πολλές αναφορές του στην κατάντια της, υποψιάζεσαι πως μπορεί να πρόκειται για αλληγορία. Ίσως, η κόρη με το καμένο πρόσωπο να είναι η Ελλάδα.
Φυσικά υπάρχει η πιθανότητα να ισχύουν και τα δύο. Διαλέγετε και παίρνετε.

Και πότε θα λέγατε ότι ένα κείμενο είναι ποίημα; Μόνο όταν είναι γραμμένο με τη μορφή στίχων;
Τότε η μισή συλλογή δεν θα ήταν ποιητική, καθώς είναι γραμμένη σε πεζό λόγο. Άλλοτε μακροσκελή. Κι άλλοτε σύντομο: με τη μορφή αριθμημένων αποσπασμάτων, σαν σπαράγματα αρχαίων αγγείων, τα οποία καλείσαι ως άλλος αρχαιολόγος /συντηρητής να βάλεις στη θέση τους ή να τα συμπληρώσεις με τη φαντασία σου, ή να τ’ αφήσεις απλά να αιωρούνται, όπως τα έριξε ο ποιητής, ακούγοντας την εσωτερική μουσική τους.



Ακριβώς αυτή η μυστική μουσική, που «παίζει» κάτω από τις γραμμές και τις λέξεις, είναι που κάνει ένα κείμενο, έμμετρο ή πεζό, ποίημα.

Πρέπει, άραγε, ν’ ακούει κανείς τον απόηχο του λόγου άλλων ποιητών όταν διαβάζει ένα ποίημα; Όπως εδώ, (σελ. 30), για παράδειγμα, όπου ο Ιωαννίδης  ξεκάθαρα συνομιλεί με τον Ελύτη:

«Χαίρε η πρωτοστάτης του μαρασμού, η τροφός της πείνας
Χαίρε κεφάλαιο της πενίας, χαίρε κεφαλαίο του Τίποτα…»

Μα το έχει πει  ο Σεφέρης: «Είναι παιδιά πολλών ανθρώπων τα λόγια μας». Κι ο ποιητής είναι υποχρεωμένος να επικοινωνεί με τα λόγια των προγενέστερων, αλλά και των σύγχρονών του ποιητών.

Πολλοί φαντάζονται τους ποιητές αποκομμένους απ’ τον πραγματικό κόσμο, να ενδιαφέρονται για κάποιες άπιαστες πνευματικές σφαίρες ή κλεισμένοι στον εαυτό τους να νοιάζονται μόνο για τους δικούς τους καημούς.
Ναι, ο ποιητής πρέπει «να στηρίζει το ένα του πόδι έξω απ’ τη γη», το άλλο όμως πρέπει να πατά πάνω της και ν’ αντλεί απ’ τα γεγονότα και τους ανθρώπους γύρω του. Αλλιώς δεν θα μπορούσε ο Ιωαννίδης, ο οποίος είναι γιατρός - καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Stanford των ΗΠΑ και “ο πλέον τολμηρός διανοητής επιστήμονας για το 2010”, σύμφωνα με το περιοδικό Atlantic  να γράψει τον σπαραγμό του για την ανημποριά του επιστήμονα μπροστά στον ανθρώπινο πόνο και το θάνατο: 


«και πάλι θα σε φωνάξουν στις τέσσερις το πρωί για να μπεις μέσα στο θάλαμο, να την κρατήσεις απ’ τους ώμους και να τη φωνάξεις με το όνομά της, έπειτα να δεις τις κόρες που δεν αντιδρούν στο φως, να βεβαιωθείς πως δεν έχει σφυγμό και με σχολαστικότητα ν’ ακουμπήσεις το στηθοσκόπιο στο θώρακα – σιωπή, όλα είναι εντάξει» (σελ.105)
  
την πίκρα του για την κατάντια της χώρας μας (σελ. 293), 

«…- ο τόπος μου
πεθαίνει ακαριαία εδώ κι αιώνες
το σάπιο βαθυσκάφος κατεβαίνει ξεδιάντροπα, μολύβι
προς το βυθό, αράγιστο
στις τόσες ατμόσφαιρες αλήθειας…»


θυμίζοντάς μου το παράπονο ενός άλλου ποιητή, συμπατριώτη μου, του Δημ. Παπακωνσταντίνου :
«Η Ελλάδα, δεν είναι να τη ζεις,
Να την ονειρεύεσαι, μόνο»

ή την οργή του απέναντι στο πανεπιστημιακό κατεστημένο (σελ. 294)…

«…γράφω σε μια γλώσσα που απέτυχα
να μιλήσω, να πείσω οποιονδήποτε, να δω κάτι
να μένει στα πρακτικά της συνέλευσης
πριν τα ροκανίσουν τα ποντίκια κι η ιστορία –
δε συμβιβάστηκα, έπεσα όρθιος, δε μετάνοιωσα…»


Ίσως  οι πολλές αναφορές του στο θέμα αυτό είναι και το μόνο σημείο, όπου βρίσκω μια υπερβολή - μια εμμονή, θα έλεγα-  αλλά, φαίνεται πως ο άνθρωπος έχει "κάψει" κι ο ίδιος το πρόσωπό του, όταν ήρθε σε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα και τα περίφημα ελληνικά πανεπιστήμια.


«…Ποιήματα φαίνεται γράφουν μόνον οι χαμένοι
Και ειδικά όσοι μπορούν τουλάχιστον να αναγνωριστούν
Μ’ αυτόν τον περιζήτητο τίτλο  
Απ’ την ομήγυρη

 διαβάζω στη σελ. 44. 

Μα είναι φανερό πως παρά την πικρία του, ο Ιωαννίδης δεν κατατάσσει τον εαυτό του στους «χαμένους», γιατί κανείς ποιητής δεν είναι ποτέ «χαμένος» και γιατί όσοι διαβάζουμε ποίηση μόνον κερδισμένοι μπορούμε να είμαστε, ασχέτως με το τι πιστεύει η «ομήγυρη».


Τετάρτη 27 Φεβρουαρίου 2013

Ποια μάσκα να φορέσω;



«Από τη στιγμή που θα νιώσουμε τον εαυτό μας φοράμε μια μάσκα», λέει ο Βασίλης, ένας καρκινοπαθής, στο ντοκιμαντέρ του Σταύρου Ψυλλάκη «Μεταξά, ακούγοντας το χρόνο». «Ποια μάσκα θα αρέσει στους γονείς, ποια μάσκα θα αρέσει στο δάσκαλο, στον προϊστάμενο, στη σύζυγο…».
Κι αναρωτιέται ο Βασίλης, ποιο είναι το αληθινό μας πρόσωπο.



Ξαναθυμήθηκα τα λόγια του τώρα, που μπήκε το Τριώδιο. Οι Απόκριες είναι μια περίοδος κατά την οποία μπορούμε να «απελευθερωθούμε» φορώντας μια μάσκα και να διασκεδάσουμε με τον μεταμφιεσμένο εαυτό μας, υποδυόμενοι κάποιο ρόλο.


Τι γίνεται, όμως, τον άλλο καιρό, τότε που υποτίθεται ότι δεν φοράμε προσωπείο; Αναλογίζομαι πόσες φορές στη ζωή μου αναγκάστηκα να φορέσω μια μάσκα και διαπιστώνω, όσο το σκέφτομαι, πως ο Βασίλης είχε δίκιο.
Το πρόβλημα είναι πως αλλάζοντας μουτσούνες για ν’ αρέσουμε στους άλλους, χάνουμε βαθμηδόν τον αληθινό μας εαυτό. Ανάμεσα στις πολλές μάσκες δεν μπορούμε να διακρίνουμε αυτήν, που είναι ένα με το πετσί μας.


Όπως ο Φαρισαίος της παραβολής, νομίζουμε πως είμαστε αυτό που δείχνει η μάσκα που φοράμε. Κι είναι πολύ δύσκολο να σταθούμε, όπως ο Τελώνης, απέναντι στον πραγματικό εαυτό μας, να τον αναγνωρίσουμε, να τον αντιμετωπίσουμε, να τον παραδεχτούμε και να τον παρουσιάσουμε στους άλλους.

Καλές Απόκριες!