Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2015

Αυτοκτονία ή Υποταγή;

Έτυχε, αυτές τις μέρες, να διαβάσω δύο βιβλία στο καθένα από τα οποία  ήρωας είναι ένας πανεπιστημιακός δάσκαλος. 


Το πρώτο (με τη σειρά που τα διάβασα), η Υποταγή (Βιβλιοπωλείον της ΕΣΤΙΑΣ, 2015), του Μισέλ Ουελμπέκ, διαδραματίζεται στη Γαλλία και χρονικά τοποθετείται μερικά χρόνια μπροστά από την εποχή μας – το 2022. 
Στο δεύτερο, το Βερονάλ (Μεταίχμιο, 2015), του Τάκη Θεοδωρόπουλου,  τόπος είναι η Ελλάδα και χρόνος οι πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα και κυρίως η δεκαετία του 30. Στην Υποταγή , ο ήρωας, ο Φρανσουά, είναι φανταστικό πρόσωπο και διδάσκει λογοτεχνία ως ειδικός στον συγγραφέα Ουισμάνς, ενώ το Βερονάλ  μας μιλά για ένα υπαρκτό πρόσωπο, τον Ιωάννη Συκουτρή (1901  -1937), φιλόλογο και υφηγητή του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Αποτέλεσμα εικόνας για Ιωάννης Συκουτρής
Ιωάννης Συκουτρής (1901  -1937)
Πέρα από το επάγγελμα,  υπάρχουν και κάποια άλλα κοινά στοιχεία στους δύο ήρωες:
Είναι η μοναξιά οι περιστασιακές σεξουαλικές σχέσεις με τις φοιτήτριες, αλλά και με πόρνες, του Φρανσουά, οι πλατωνικές, πνευματικές και με λανθάνοντα «ανομολόγητο ερωτισμό» σχέσεις με τις μαθήτριες, τις «αγαπημένες»,  του Συκουτρή. Είναι ο φόβος του ανδρισμού που χάνεται στον Γάλλο, είναι η αίσθηση του ανεκπλήρωτου στον Έλληνα. Πάνω απ’ όλα είναι ο «έρως θανάτου» για τον αυτόχειρα Συκουτρή, καθώς και η κατάθλιψη που κυριεύει τον Φρανσουά  και τον κάνει να νοιώθει πως «οδεύει προς την αυτοκτονία».

 Στη Γαλλία της  Υποταγής η Μαρί Λεπέν και  το κόμμα της Μουσουλμανικής Αδελφότητας είναι οι διεκδικητές της εξουσίας κι όταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα συμμαχεί με τη Μουσουλμανική Αδελφότητα, το Ισλάμ αλλάζει τα πάντα στη χώρα. Τα πάντα, είναι ίσως μεγάλη κουβέντα, εκείνο που ενδιαφέρει κυρίως τον ηγέτη της Αδελφότητας είναι η παιδεία. (Σας λέει κάτι αυτό;) Έτσι, στα Πανεπιστήμια γίνονται σαρωτικές αλλαγές, οι καθηγητές παύονται και όσοι επαναπροσλαμβάνονται – αποκλείονται οι γυναίκες -  πρέπει να ασπασθούν το Ισλάμ.
Επειδή στηρίζεται πάνω σ’ αυτή την ιδέα, το μυθιστόρημα του Ουελμπέκ θεωρήθηκε πολιτικό έως και προφητικό, καθώς η κυκλοφορία του συνέπεσε και με τις επιθέσεις κατά του Charlie Hebdo.
Πέρα πάντως από την πολιτική, η οποία φαίνεται να κυριαρχεί, στο βιβλίο διακρίνει κανείς κι άλλες ανησυχίες. 
Επειδή ο συγγραφέας με τον οποίο ασχολείται ο Φρανσουά, ο Ουισμάνς,  μου ήταν παντελώς άγνωστος -ενώ στο ελληνικό μυθιστόρημα το αντικείμενο του πρωταγωνιστή, οι κλασσικοί συγγραφείς,  μου είναι οικείο  - έκανα ένα γρήγορο διαδικτυακό ψάξιμο. Βρήκα λοιπόν, πως ο Ουισμάνς (Joris-Karl Huysmans) συνδέεται με το Κίνημα της Παρακμής (Decadent Movement) στη λογοτεχνία και η παρακμή, η αποσάθρωση, η φθορά είναι κάτι που απασχολεί τον Ουελμπέκ, αν θυμηθούμε και τον ήρωά του στο  Ο χάρτης και η επικράτεια.
Αποτέλεσμα εικόνας για joris karl huysmans
Joris-Karl Huysmans

Εδώ είναι η παρακμή της δυτικής κοινωνίας, του πολιτισμού μας,  που τον απασχολεί κι ο ήρωας του, ο οποίος παρακμάζει κι αυτός ανάμεσα σε περιστασιακούς έρωτες και έτοιμα γεύματα για φούρνο μικροκυμάτων, αναζητεί τη σωτηρία στη θρησκεία, στον καθολικισμό ή το Ισλάμ. Η θρησκεία είναι ένας άλλος άξονας γύρω από τον οποίο περιστρέφεται η αφήγηση στην Υποταγή και βοηθά τον δαιμόνιο Ουελμπέκ να παίξει με τις καλά κρυμμένες φοβίες μας..

Αποτέλεσμα εικόνας για μισελ ουελμπεκ
 Μισέλ Ουελμπέκ

Για την παρακμή του ελληνικού Πανεπιστημίου παραπονιέται κι ο Συκουτρής, αλλά η λύση γι αυτόν είναι η αναβάθμιση της κλασσικής παιδείας, των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων. Υποστηρίζει με πάθος πως οι πανεπιστημιακοί δάσκαλοι έμειναν παγιδευμένοι στο γράμμα – στο συντακτικό και τη γραμματική – των κειμένων και δεν επεξεργάστηκαν δημιουργικά το πνεύμα του αρχαίου πολιτισμού. Κατηγορεί τους καθηγητές για έλλειψη κριτικού πνεύματος και «απαθή προσήλωση εις την ρουτίναν» ακριβώς όπως ο Φρανσουά απορεί με την απάθεια των Γάλλων διανοουμένων στις κοσμογονικές αλλαγές που συμβαίνουν στην πατρίδα τους και θυμίζοντας την ποίηση του  Ιωάννη Π.Γ. Ιωαννίδη  :

«…τα νύχια των συνέδρων μεγαλώνουν με ορατές εναποθέσεις ασβεστίου΄
Άλλοι κοιτάνε τα παπούτσια τους στα πίσω καθίσματα
Ανίκανοι να αντιδράσουν
Ανίκανοι να μιλήσουν
Ανίκανοι έστω να παραδεχτούν ότι δεν μπορούν να μιλήσουν
Τα ίδια καθίσματα όπως πριν τριάντα χρόνια
Τα ίδια καθίσματα όπως θα είναι μετά από τριάντα χρόνια…»
Τοκάτα για την κόρη με το καμένο πρόσωπο, ΚΕΔΡΟΣ, 2012)

μας οδηγεί στην πικρή διαπίστωση πως είτε στη Γαλλία είτε στην Ελλάδα, είτε στο παρόν, στο παρελθόν ή στο μέλλον οι διδάσκοντες στα Πανεπιστήμια περί άλλα τυρβάζουν και δεν μπορούν να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.
Φυσικά, απαξιώνοντας το πανεπιστημιακό κατεστημένο, ο Συκουτρής αποκτά πολλούς ισχυρούς εχθρούς, οι οποίοι τον περιμένουν στη γωνία, και μόλις τον βρίσκουν ευάλωτο πέφτουν πάνω του. Έτσι ο οραματιστής οδηγείται στην αυτοχειρία χωρίς καν να του δοθεί η ευκαιρία να επιλέξει μια νέα, δεύτερη ζωή, όπως αυτή που προσφέρεται στον Γάλλο.
Δύο βιβλία που αξίζει να διαβαστούν, το καθένα για διαφορετικούς λόγους.

Αποτέλεσμα εικόνας για τάκης θεοδωρόπουλος
Τάκης Θεοδωρόπουλος

Ένας λόγος παραπάνω για το Βερονάλ, είναι τα ωραία, άψογα Ελληνικά του Τάκη Θεοδωρόπουλου. Κάθε λέξη  ζυγιασμένη με ακρίβεια,  τοποθετημένη εκεί που πρέπει, τίποτα δεν περισσεύει, τίποτα δεν λείπει. Τίποτα δεν καταστρέφει την απόλαυση που μας προσφέρει ο χειρισμός της γλώσσας από τον συγγραφέα. Στον τομέα αυτό η Υποταγή θα έλεγα ότι χωλαίνει.  


Κυριακή 4 Οκτωβρίου 2015

Για την Ολυμπία

Σήμερα γράφω για την Ολυμπία.

Για ένα νέο, πανέμορφο κορίτσι, γεμάτο ζωή. Για μια κοπέλα που της αρέσει η ζαχαροπλαστική, γιατί από απλά πράγματα, λέει,  όπως το  αλεύρι, η ζάχαρη, τα αυγά,  δημιουργείς κάτι, όπως μια ωραία τούρτα. 
Για μια νέα γυναίκα που ονειρευόταν να γίνει κομμώτρια ή οδηγός νταλίκας (!), αλλά γίνεται μοδίστρα, που ερωτεύεται, παντρεύεται  τον καλό της και  περιμένει με λαχτάρα να γεννηθεί το παιδί τους.
Για την Ολυμπία, την οποία, ενώ είναι ήδη τριών μηνών έγκυος, γεμάτη ζωή,  τη βρίσκει ο καρκίνος, κι αντιμετωπίζει τον θάνατο, τον δικό της και του παιδιού της.

Η Ολυμπία, όπως εμφανίζεται  στην ταινία, χωρίς περούκα



Σήμερα γράφω για την «Ολυμπία».

Την ταινία του Σταύρου Ψυλλάκη, η οποία κέρδισε το Βραβείο Κοινού  στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, στη Θεσσαλονίκη, και την είδαμε πρόσφατα στις «ΝύχτεςΠρεμιέρας».

Ο σκηνοθέτης Σταύρος Ψυλλάκης


Μόνον τέσσερις μέρες κράτησαν τα γυρίσματα της συγκλονιστικής αυτής ταινίας. Σ’ αυτό το τόσο σύντομο χρονικό διάστημα, όμως, ο σκηνοθέτης  κατορθώνει πολλά:

Ξεδιπλώνει μπροστά τα μάτια μας την ξεχωριστή προσωπικότητα της Ολυμπίας, με τα όνειρα και τις ελπίδες της, με την αδάμαστη αποφασιστικότητά της, την αγάπη της για τη ζωή και τη δημιουργία, με τη γλυκύτητα και την πραότητά της. Με την ευτυχία της,  όταν κρατά στην αγκαλιά της το μωρό της.
   


Η Ολυμπία με τον Παναγιώτη της

Μας γνωρίζει την οικογένεια της Ολυμπίας, η οποία, σύσσωμη, περιστοιχίζει την κοπέλα και τον μικρό Παναγιώτη, τους περιβάλλει με αγάπη, στοργή, φροντίδα. Μας συγκλονίζει με τον κορυφαίο στο χορό αυτό, των μεγάλων και μικρών συγγενών, τον πατέρα της Ολυμπίας. Με μια μοναδική σκηνή, όπου ο πατέρας, αφού έχει διασκεδάσει την κόρη του με το κλαρίνο του, βγαίνει στο μπαλκόνι για να καπνίσει και να κλάψει,  ο Σταύρος Ψυλλάκης  κατορθώνει να μας μεταδώσει την ψυχική κατάσταση του ανθρώπου αυτού, με την οποία ταυτιζόμαστε όλοι, όσοι παίξαμε κάποτε θέατρο μπροστά στον άνθρωπό μας που υποφέρει, και ψάξαμε μετά μια κρυφή γωνιά, για να δώσουμε διέξοδο στα δάκρυα της απελπισίας μας.

Αναδεικνύει, ταυτόχρονα, τα διλήμματα και τα αδιέξοδα των γιατρών, καθώς και τις προσπάθειες τους να τα βγάλουν πέρα με την πολύ σπάνια αυτή περίπτωση, ενώ κατορθώνει ν’ αποτυπώσει και την ανημπόρια της επιστήμης σ’ εκείνο το ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα στα χείλη του θεράποντος γιατρού.

Δεν θα πω περισσότερα γιατί δεν θέλω να αποκαλύψω το τέλος της ταινίας.
Ναι, αν και πρόκειται για ντοκιμαντέρ η ταινία αυτή έχει αρχή, μέση και τέλος, σαν μια οποιαδήποτε ταινία μυθοπλασίας, και την παρακολουθείς με αγωνία.


Κι αν κάποιοι αναρωτιούνται, γιατί μια κοπέλα, σ’ αυτή την κατάσταση, δέχτηκε να παίξει  σ’ αυτή την ταινία, την απάντηση ας την αναζητήσουμε στα λόγια της ίδιας:

«Θέλω κι άλλες κοπέλες να πάρουν θάρρος από μένα, να πουν, αφού μπόρεσε αυτή θα τα καταφέρω κι εγώ», λέει κι εννοεί το δικό της θαύμα. Το ότι κατάφερε, με ένα σώμα που σπαράσσεται από έναν επιθετικότατο καρκίνο και το κρατά στα νύχια του ο θάνατος, να δώσει ζωή σ’ ένα υγιές αγοράκι.

Έχει ένα μήνυμα για μας η Ολυμπία και θέλει να μας το πει, ακριβώς, όπως και στην προηγούμενη ταινία του Σταύρου Ψυλλάκη «Μεταξά, ακούγοντας το χρόνο», με θέμα τους καρκινοπαθείς γιατρούς, οι άνθρωποι που δέχθηκαν να εκτεθούν και να μιλήσουν, ήταν αυτοί που ήθελαν να πουν τη δική τους αλήθεια σε μας τους υπόλοιπους.


Ο  πατέρας και τα ανιψάκια της Ολυμπίας

Αν, μετά από όλα αυτά ,φαντάζεστε πως η ταινία θα σας ψυχοπλακώσει, σας πληροφορώ ότι πρόκειται για μια ταινία, στην οποία κυριαρχούν η ελπίδα, η χαρά και η πίστη σε κάτι καλύτερο, μια ταινία που σφύζει από ζωή, παρόλο που ο θάνατος φωλιάζει, κάπου εκεί, παραμονεύοντας.

Κι αυτό οφείλεται, βέβαια, στην ευαίσθητη ματιά του σκηνοθέτη, ο οποίος  κατορθώνει ταινίες σαν την «Ολυμπία» και σαν το «Μεταξά», ταινίες που μιλούν για το θάνατο, να τις μετατρέψει σε ύμνους για τη ζωή, να περάσει αισιόδοξα μηνύματα μέσα απ’ την απελπισία και να οδηγήσει τους θεατές έξω από την αίθουσα μ’ ένα, μικρό έστω, χαμόγελο χαραγμένο στα χείλη τους.


Μια πρώτη γεύση από την «Ολυμπία», εδώ

Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

Κάτι άλλαξε



 Something Changed, Μιλένα Δημητροκάλλη (2015)


Το καλοκαίρι επισκέφτηκα την Tate Modern, στο Λονδίνο, και συγκεκριμένα την έκθεση «Ποίηση και όνειρο» (Poetry and Dream). Η πρώτη αίθουσα, η οποία «προλόγιζε», είχε στόχο, δηλαδή, να σε προετοιμάσει γι  αυτά που επρόκειτο να δεις, παρουσίαζε τα έργα δύο καλλιτεχνών: του Giorgio de Chirico (με έργο του 1913) και του Jannis Kounellis (με έργο του 1979). Ήθελαν έτσι να δείξουν την εξέλιξη της Τέχνης με δύο καλλιτέχνες, οι οποίοι είχαν μεν κοινές καταβολές (ο ντε Κίρικο έζησε στην Ελλάδα κι επηρεάστηκε πολύ από τον ελληνικό πολιτισμό), απείχαν, όμως, χρονικά ο ένας από τον άλλο.

Η αβεβαιότητα του ποιητή, Τζόρτζο ντε Κίρικο, 1913

Πέρα απ’ το ότι ένοιωσα μια κάποια ικανοποίηση, βλέποντας σαν εισαγωγή σε μια σπουδαία έκθεση (με έργα Νταλί, Πικάσσο, Έρνστ, Μιρό, Τζιακομέτι κλπ) δύο «ελληνικά» έργα, ο τρόπος με τον οποίο ο κάθε καλλιτέχνης έβλεπε τον κόσμο και τα εκφραστικά μέσα που χρησιμοποιούσε, σ’ έβαζε σε σκέψεις για τους δρόμους, μέσα απ’ τους οποίους η Τέχνη εξελίσσεται κι αλλάζει.

Χωρίς τίτλο, Γιάννης Κουνέλλης, 1979



Όταν πριν από μερικές μέρες η Μιλένα Δημητροκάλλη  μου έστειλε τα νέα έργα της, σκέφτηκα πως η διεργασία αυτή που παρατηρούμε στο σύνολο της Τέχνης, συμβαίνει και μέσα από την εξέλιξη του κάθε καλλιτέχνη χωριστά.

Την πρώτη φορά που είδα τη δουλειά της, μου έκανε εντύπωση η ζωντάνια κι ο αυθορμητισμός της ζωγραφικής της, η ευφορία που ένοιωθα μπροστά στα έργα της. Γι αυτό και της είχα ζητήσει να κάνουμε μια συνέντευξη για το μπλογκ (εδώ). Από τότε η Μιλένα κρατά την επαφή και μου στέλνει τα νέα της (Μπορείτε να δείτε περισσότερα έργα της εδώ.)  

Επειδή, λοιπόν, είδα μια σημαντική αλλαγή στον τρόπο που ζωγραφίζει, σκέφτηκα να κάνουμε μια δεύτερη συνέντευξη για να διερευνήσουμε τον τρόπο, με τον οποίο  συντελείται κάτι τέτοιο.

Simple Things, Μιλένα Δημητροκάλλη (2013)

  1. Μιλένα, «κάτι άλλαξε». Ξεκίνησες από τα «απλά πράγματα», όπου κυριαρχούσε το ένστικτο, θα έλεγα. Πέρασες στα γραμμικά, όπως το Esteemed Symmetry, σε μια προσπάθεια να βάλεις, ίσως, τα απλά αυτά πράγματα σε τάξη, να οριοθετήσεις καταστάσεις και τώρα βλέπω στα νέα σου έργα, ένα από τα οποία τιτλοφορείς Something Changed,  μια προσπάθεια συγκερασμού των δύο τάσεων με έναν –  επίτρεψε μου τον όρο -  «ελεγχόμενο αυθορμητισμό». Συμβαίνει, πράγματι, κάτι τέτοιο;


Esteemed Symmetry, Μιλένα Δημητροκάλλη (2015)
Τα απλά πράγματα στη ζωή, με τα οποία έχουν ασχοληθεί και για τα οποία έχουν γράψει αρχαίοι και νεότεροι φιλόσοφοι είναι αυτά που πάντα κυρίως με απασχολούσαν.  Έχοντας όμως διαβάσει αρκετά πάνω σε αυτό το θέμα, κάποιος, μπορεί να συνειδητοποιήσει ότι η απλότητα δεν είναι εύκολο να επιτευχθεί σαν τρόπος σκέψης και ζωής, αλλά σίγουρα αξίζει κάθε προσπάθεια προς αυτή τη κατεύθυνση.  Σε αυτή την κατεύθυνση, επιλέγω να κινούμαι κι εγώ.  Η ελευθερία, η αγάπη, η αρμονία, η αξιοπρέπεια, η ευγένεια, η καλοσύνη, η εσωτερική μου αλήθεια είναι κάποιες από τις επιλογές που χρόνια προσπαθώ να ακολουθώ και βοηθούν στο να χτίζω την απαραίτητη γνώση για το παρακάτω της ζωής που θα ήθελα να έχω.
 Η απλότητα αυτή, αρχικά λειτούργησε σε ενστικτώδη μορφή μέσα μου, εν συνεχεία έβαλε σε τάξη, σχεδόν με μαγικό τρόπο, τα πιο σύνθετα θέματα που με απασχολούσαν και τα δύο τελευταία χρόνια με οδήγησε σ’ ένα άλλο επίπεδο χαρίζοντάς μου γαλήνη, σοφία και χαρά.  Είναι μία πολύ όμορφη διαδικασία που σε κάνει να νοιώθεις ότι κάτι έχει αλλάξει μέσα σου και σίγουρα έπεται συνέχεια.

  1. Στη λογοτεχνία υπάρχει μια κατηγορία μυθιστορημάτων που λέγονται «ενηλικίωσης» (Bildungsroman) και στα οποία, μέσα από την πλοκή, διαμορφώνεται ο χαρακτήρας ενός ήρωα. Θα μπορούσαμε να πούμε πως η ενασχόληση σου με τη ζωγραφική είναι μια διαδικασία ενηλικίωσης;  
 Η ζωγραφική συντελεί σε ένα μεγάλο βαθμό στη διαδικασία αυτή της «ενηλικίωσης» με την έννοια του μέσου έκφρασης, αλλά πιστεύω ότι η αφετηρία βίσκεται στις εμπειρίες της ίδιας της ζωής.  Μέσα από την παρακολούθηση των όσων συμβαίνουν μέσα μας και την παρατήρηση των όσων συμβαίνουν στον κόσμο δίνεται η ευκαιρία, η ευλογία θα έλεγα, να αγγίξει κανείς μία γνώση που αυτόματα σε εξελίσσει σε καλύτερο άνθρωπο.  Εξερευνώντας τα βαθύτερα συναισθήματα και το νόημα της ζωής, τις αξίες, αποκτά κάποιος μία πιο υγιή αίσθηση του ποιος είναι, τι θέλει και πως μπορεί να συνεισφέρει στους άλλους.
  
  1. Μπορείς να προσδιορίσεις τι είναι εκείνο που σε οδηγεί στις αλλαγές αυτές;
 Νομίζω το ότι πάντα διάλεγα να ακούω την εσωτερική μου φωνή, την καρδιά μου και τη διαίσθησή μου και να έχω το θάρρος να τα ακολουθώ, αποδεχόμενη τα ρίσκα και τις συνέπειες τους.  Σε προσωπικό και επαγγελματικό επίπεδο.  Το εύκολο και το κοινωνικά αποδεκτό δεν με αφορούσαν ποτέ. 
  
  1. Σ’ αυτά τα δύο χρόνια υπήρξες αρκετά δραστήρια. Μπορείς να μας πεις τις σπουδαιότερες δράσεις, αυτές που θεωρείς σταθμούς στην πορεία σου;
 Τα τελευταία δύο χρόνια έχω συμμετάσχει σε δεκαοχτώ ομαδικές εκθέσεις ενώ έχω παρουσιάσει τη δουλειά μου σε δύο ατομικές.  Δεν θέλω να ξεχωρίσω κάποιες, γιατί η κάθε μία είχε τον χαρακτήρα της και η συμμετοχή μου σ’ αυτές μου έδωσε μεγάλη χαρά.  Αρκετές είχαν φιλανθρωπικό χαρακτήρα π.χ. για τα παιδικά χωριά ΣΟΣ και τους άστεγους, άλλες πραγματοποιήθηκαν σε μουσεία κι άλλες στο εξωτερικό
  
  1. Είσαι πολύ παραγωγική. Από πού πηγάζει αυτή η ζωντάνια;
 Θα ακουστεί ίσως τετριμμένο, αλλά η ζωντάνια πηγάζει από την ίδια την αγάπη για τη ζωή.  Αν δεν είμαστε παραγωγικοί όσο είμαστε σε θέση να δημιουργούμε πότε θα γίνουμε;  Σημασία έχει να μην αναλωνόμαστε μόνο στην ρουτίνα της καθημερινότητας η οποία πολύ βολικά μπορεί να γεμίσει τη μέρα μας, αλλά να βγαίνουμε έξω απ’ αυτή και να ψάχνουμε τι υπάρχει πιο πέρα για εμάς και να το ζούμε.   
   
Μιλένα Δημητροκάλλη

  1. Ποια θέση δίνεις στην Τέχνη μέσα στη ζωή σου;
 Μία πολύ μεγάλη θέση, όπως πιστεύω ότι της αξίζει.  Όπως στη φιλία και στην οικογένεια.  Όπως σε οτιδήποτε άλλο έχει νόημα για μένα.  Όλα, «τρέχουν» σε ισοδύναμες παράλληλες τροχιές και είμαι ευγνώμων που υπάρχουν στη ζωή μου.

  1. Ποια είναι τα μελλοντικά σου σχέδια;
 Αυτή την περίοδο, 1-18 Οκτωβρίου, παρουσιάζω τη νέα μου δουλειά στη γκαλερί Melkart στο Παρίσι.  Είναι η τρίτη ατομική μου έκθεση στη ζωγραφική και είμαι πολύ χαρούμενη για τη συνεργασία αυτή.  Παράλληλα, για το επόμενο έτος, έχει δρομολογηθεί η συμμετοχή μου σε ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και το εξωτερικό.



Εύχομαι στη Μιλένα καλή επιτυχία στο Παρίσι. Η συνομιλία μας, όμως,  οδηγεί στη διαπίστωση, όπως άλλωστε το υποψιαζόμαστε,  ότι τα πράγματα δεν είναι και τόσο «απλά»…
Η Τέχνη εξελίσσεται μέσα από πολύπλοκα μονοπάτια, τα οποία περνούν απ’ την καρδιά κάθε δημιουργού, διακλαδώνονται ανάλογα με τις εμπειρίες, αλλά και τις ευαισθησίες του, και καταλήγουν σε πολλές μικρές έλικες, σαν της κληματαριάς, με τις οποίες αγκιστρώνεται στο χώρο και στο χρόνο και προχωρά. Σημαντικό στη διαδικασία αυτή είναι οι κεραίες του δημιουργού, οι οποίες πιάνουν τις μεταβολές που συμβαίνουν γύρω του και τις μετασχηματίζουν σε έργα, ενώ ταυτόχρονα συντελείται και μια αλλαγή εντός του.
Το ζητούμενο είναι ο μετασχηματισμός αυτός να χαρίσει στον καλλιτέχνη «γαλήνη σοφία και χαρά», όπως μας λέει κι η Μιλένα, και να τον βοηθήσει να αντλήσει δύναμη από τους εσωτερικούς του πόρους.

Πώς νοιώθουμε, όμως, εμείς, οι αποδέκτες, απέναντι σ’ αυτή την εξέλιξη της Τέχνης; 
Αν μια νέα γυναίκα  μας λέει ότι η ζωντάνια κι η παραγωγικότητά της πηγάζει απ’ την αγάπη της για ζωή, ας δούμε τι μας λέει ένας μεγάλος  Έλληνας στοχαστής, ο Ευάγγελος Παπανούτσος, στην «Αισθητική» (Ίκαρος, 1948, σ. 82):
«Πραγματικά, τίποτα δεν ενδιαφέρει, δεν συγκινεί  περισσότερο έναν ζωντανό άνθρωπο από την ίδια τη ζωή. Και η ζωή παρουσιάζεται σε άπειρες μορφές, βρίσκεται σε αδιάκοπη κίνηση. Το νέο, το αλλιώτικο, το άγνωστο παίρνει κάθε στιγμή τη θέση του παλιού, του συνηθισμένου, του γνώριμου. Αυτή η μεταβολή ζεσταίνει το είναι μας, δεν το αφήνει να παγώσει στην ακινησία που είναι ένα άλλο  όνομα του θανάτου. Η Τέχνη μας δείχνει τη ζωή στην απεριόριστη έκταση και  έντασή της, στην απεραντοσύνη της μέσα στο χώρο και στο χρόνο

Ας αφήσουμε, λοιπόν,  τη φαντασία μας ελεύθερη κι ας προσπαθήσουμε ν’ ακολουθήσουμε τον κάθε δημιουργό μέσα από τα δικά του μονοπάτια - τα οποία χαράζει με νέες προσεγγίσεις,  φρέσκες ιδέες και πρωτότυπα εκφραστικά μέσα - στις μοναδικές συγκινήσεις  που μας προσφέρει η Τέχνη, σε κάθε εποχή, απλώνοντας μπροστά στα μάτια μας την ίδια τη ζωή, «στην απεραντοσύνη της μέσα στο χώρο και στο χρόνο».





Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

Η μαγεία των σινεμά


Πέρσι, αρχές του Σεπτέμβρη, ξεκίνησα να γράφω το παρακάτω κείμενο:
"Πριν από λίγα χρόνια πήγαμε, με μια φίλη μου, να παρακολουθήσουμε μια ταινία σε μια αίθουσα μούλτιπλεξ. Επειδή είχαμε καθυστερήσει λίγο, μπήκαμε βιαστικά στη σκοτεινή αίθουσα, ενοχλήσαμε κάποιους για να καθίσουμε και πέρασε λίγη ώρα μέχρι να αντιληφθούμε ότι παρακολουθούσαμε άλλη ταινία απ’ αυτήν που ήρθαμε να δούμε. Είχαμε μπει σε λάθος αίθουσα!
Ναι, παίζει ρόλο κι η ηλικία, είμαι σίγουρη, πως οι νέοι δεν θα πάθαιναν κάτι τέτοιο. 
Από τότε, όμως, οι αίθουσες αυτές μου αφαιρούν κάτι από την ευχαρίστηση που προκαλεί η παρακολούθηση μιας ταινίας κι όσο μπορώ τις αποφεύγω. Πιστεύω, πως όλο το στήσιμο τους είναι τέτοιο, που σε κάνει να χάνεις ένα μέρος της μαγείας του «πηγαίνω σινεμά» και τις κάνει ψυχρές κι απρόσωπες, τουλάχιστον σ’ εμάς, που γνωρίσαμε τα παλιά σινεμά.
Διάβαζα, πριν από λίγο καιρό, στο βιβλίο του Ρομπέρτο Μπολάνιο κάποιες παρόμοιες σκέψεις και τώρα, μόλις μπήκε ο Σεπτέμβρης τις ξαναθυμήθηκα. Γιατί κάθε χρόνο, τέτοια εποχή, περιμέναμε με αγωνία να κατέβουν από τη μαρκίζα οι αφίσες με την ομπρέλα πάνω στην οποία έπεφταν μερικές σταγόνες βροχής και την επιγραφή  «Ραντεβού τον Σεπτέμβριο» και ν’ αρχίσουν οι προβολές των νέων ταινιών. Αυτά στην Αθήνα, βέβαια, γιατί στην Πόλη οι κινηματογράφοι δεν έκλειναν το καλοκαίρι, αλλά έπαιζαν δύο ταινίες μ’ ένα εισιτήριο, κι είχες την ευκαιρία να δεις ταινίες του χειμώνα μαζί με νέες παραγωγές.

Γράφει, λοιπόν, ο Μπολάνιο στο  «2666», (Άγρα, 2011) :

«Ήταν ωραίες εκείνες οι αίθουσες, ήταν τα αληθινά σινεμά, έμοιαζαν εκκλησίες, πανύψηλα ταβάνια, μεγάλες κουρτίνες σε χρώμα σκούρο βυσσινί, κολόνες, διάδρομοι με παλιά φθαρμένα χαλιά, πάλκο, καθίσματα πλατείας και θεωρεία, κτίρια χτισμένα την εποχή που το σινεμά ήταν ακόμα εμπειρία θρησκευτικού χαρακτήρα, καθημερινή αλλά και θρησκευτική, που σιγά σιγά τα γκρέμισαν για να χτίσουν τράπεζες ή σούπερ μάρκετ ή τις πολλαπλές αίθουσες σινεμά….  ….Στο χώρο ενός παλιού αληθινού κινηματογράφου χωράνε εφτά μικρές μοντέρνες αίθουσες. Μπορεί και δέκα. ΄Η δεκαπέντε, εξαρτάται. Και δεν υπάρχει πια εκείνη η αίσθηση αβύσσου, δεν υπάρχει πια εκείνος ο ίλιγγος πριν από την αρχή μιας ταινίας…»

Το απόσπασμα αυτό μου έφερε στο μυαλό τις παλιές αίθουσες κινηματογράφου της Πόλης. Γιατί αυτόν τον ίλιγγο τον αισθανόμουν από τη στιγμή που πέρναγα το κατώφλι ακόμη του σινεμά. Όταν, στην Πόλη, έμπαινα στο φουαγιέ του «Γενί Μελέκ» για να δω τον «Γατόπαρδο (Leopar, όπως ήταν ο τίτλος στα Τουρκικά)» του Βισκόντι, και σηκώνοντας το κεφάλι, έβλεπα τον εαυτό μου στους καθρέφτες της οροφής. Αν δε, είχα εξασφαλίσει θέση και στον μεσαίο εξώστη, το Kulup, τότε η συγκίνηση ήταν ακόμη μεγαλύτερη. Όταν περνούσα το κατώφλι του αριστοκρατικού "Κονάκ", στο Νισάντας, το οποίο αναφέρει κι ο Ορχάν Παμούκ στα έργα του και το οποίο, σήμερα, δεν υπάρχει πια.
Όταν ανέβαινα τα σκαλιά για το υπέροχο "΄Ατλας" με τους δύο εξώστες και τα θεωρεία, όπου έπαιζαν ταινίες γουέστερν, κυρίως.

Το κτίριο που στέγαζε τον κινηματογράφο "Άτλας"
Ακόμη και το σκοτεινό "Σαράι" είχε τη γοητεία του. Εκεί είδα τη «Σιωπή» του Μπέργκμαν, μαζί με την μαμά μου, η οποία δεν μπορούσε να κρύψει την αμηχανία της.

Η αίθουσα, όμως, που με γοήτευε κι ήταν η αγαπημένη μου ήταν το Εμέκ.

Η αίθουσα του "Εμέκ" με τον εξώστη

Το σινεμά αυτό, για το οποίο οι θαυμαστές του – κι όχι μόνον αυτοί – κινητοποιήθηκαν όταν επρόκειτο να κατεδαφιστεί για να γίνει στη θέση του εμπορικό κέντρο, το περιγράφω και στις «Ποδηλάτισσες».

Το "Εμέκ"
Από τις αθηναϊκές αίθουσες, όσες πρόλαβα εγώ, μόνο το "Αττικόν", το οποίο δυστυχώς δεν υπάρχει πια, μπορούσε να συγκριθεί με τα σινεμά αυτά της Πόλης, πολλά εκ των οποίων είχαν μια παρόμοια μοίρα. Άλλοτε οι φωτιές του παραλογισμού, άλλοτε ο πυρετός της «προόδου», στην Ελλάδα, στο Μεξικό ή στην Τουρκία,  κάνουν στάχτη το παλιό περιμένοντας από την τέφρα να βγει το θαυμαστό καινούριο. Μόνο που το νέο  δεν μπορεί - και δεν θέλει - να μας προσφέρει τη μαγεία του παλιού και στην εποχή μας, αργά αλλά σταθερά, συντελείται πια μια «απομάγευση». 

Το "Αττικόν"

Αυτή έχει κολλήσει στο παρελθόν, θα πουν οι νεότεροι.
Σωστά.
Γιατί, πώς να σου λείψει η μαγεία, αν δεν την έχεις γνωρίσει;"

Θυμήθηκα το κείμενο αυτό, φέτος, όταν, πριν από λίγες μέρες, πήγαμε με φίλους στο Cine Paris, στην Πλάκα. Ευτυχώς, σκέφτηκα, που έχουμε τα θερινά σινεμά, όταν καθίσαμε και είδα δίπλα μας τον φωτισμένο βράχο της Ακρόπολης κι ένα μισοφέγγαρο να αιωρείται από πάνω του, κι αποφάσισα να συνεχίσω το κείμενο, από κει που το είχα αφήσει.
Γιατί, πράγματι, τα θερινά σινεμά δεν έχουν «απομαγευτεί».


Ευτυχώς, λοιπόν, που υπάρχουν τα θερινά σινεμά με το ποπ κορν, με τις κρύες μπύρες και  τα παγωτά. Αυτά που μας προσφέρουν μια ανάσα, μια προσιτή ψυχαγωγία, μια ευκαιρία να δούμε όσες καλές ταινίες χάσαμε το χειμώνα. Τα θερινά σινεμά, τα οποία, στις υπέροχες ταράτσες με θέα, στις καταπράσινες και φροντισμένες αυλές με τη γλάστρα του βασιλικού σε κάθε τραπεζάκι, στα δροσερά, αερικά υπερώα, όπου, ακόμα και με καύσωνα, θα χρειαστείς κάτι να ρίξεις στους ώμους σου, διατηρούν μια δική τους μαγεία. Αυτή τη μαγεία, φαίνεται, ευτυχώς, να την εκτιμούν και οι νεότεροι.
Κι επειδή τα βράδια του Σεπτέμβρη είναι αρκετά ζεστά, για όσους επιθυμούν να γευτούν λίγη ακόμα απ' αυτή τη μαγεία εδώ θα βρείτε  τα θερινά σινεμά της Αττικής, κι εδώ της Θεσσαλονίκης.

Αφού είχα ανεβάσει αυτή την ανάρτηση, έγιναν τα εγκαίνια μιας έκθεσης με τίτλο "Μεγάλη Οθόνη", όπου σημαντικοί σύγχρονοι καλλιτέχνες εκθέτουν έργα τους με θέμα τα θερινά σινεμά αλλά και έργα εμπνευσμένα από ταινίες. Πληροφορίες εδώ

Κυριακή 30 Αυγούστου 2015

Βιολόγοι, ξενιτεμένοι, γράφουν


Σπούδασαν κι οι δυο Βιολογία. Βρέθηκαν κι οι δυο στην ξενιτιά για σπουδές ή για έρευνα κι έγραψαν λογοτεχνία, αποτυπώνοντας στα γραπτά τους τις εμπειρίες τους από την ζωή «έξω». Τα βιβλία τους εκδίδονται από τον ίδιο εκδοτικό οίκο και βραβεύτηκαν αμφότεροι ως πρωτοεμφανιζόμενοι στα ελληνικά Γράμματα.

Ποιοι είναι;

Στις χαμηλών τόνων, υψηλής ευαισθησίας «Ιστορίες του Χαλ» (Κίχλη, 2011), ο Γιώργος Μητάς μας μεταφέρει στην φαινομενικά ήρεμη πόλη Χαλ, όπου βρέθηκε για σπουδές, στις ακτές της Βόρειας Θάλασσας. Φωτίζει πλαγίως και μας αποκαλύπτει φέτες πραγματικότητας, σπαράγματα μόνο  απ’ όσα κρύβονται μέσα στα ομιχλώδη σκοτάδια αυτού του λιμανιού. Μας μιλά για τη μοναξιά, την αγάπη, την τρυφερότητα, την άγρια απελπισία και κερδίζει εμάς, καθώς και το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου συγγραφέα του περιοδικού Διαβάζω (2012).


Με γοήτευσαν οι «Ιστορίες» του Μητά όταν τις πρωτοδιάβασα  (έχω ξαναγράψει γι αυτές, εδώ) και περίμενα πως θα υπάρχει μια καλή συνέχεια. Δεν διαψεύσθηκα. Το «Σπίτι» (Κίχλη, 2014), μια νουβέλα για την περιπέτεια της γραφής, προσφέρει το στοχασμό για τη διαδικασία της δημιουργίας, σασπένς μέσα από μια καλοστημένη πλοκή και την απόλαυση των ωραίων Ελληνικών του συγγραφέα. 

Γιώργος Μητάς


Ο Άκης Παπαντώνης  είναι ο νεώτερος εκ των δύο επιστημόνων (Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου πεζογράφου  του περιοδικού Διαβάζω, 2015). Βρέθηκε κι αυτός ως ερευνητής στην Οξφόρδη και στη νουβέλα του «Καρυότυπος» (Κίχλη, 2014), μας δίνει μια γροθιά στο στομάχι. 

Άκης Παπαντώνης

Ο ήρωας του, ένας Έλληνας βιολόγος, ο οποίος μετακομίζει στην Οξφόρδη για να εργασθεί ως ερευνητής σ’ ένα εργαστήριο, προσπαθεί να ανιχνεύσει τον δικό του εσωτερικό κόσμο, να διερευνήσει τα αδιέξοδά του. Το απαίσιο υπόγειο – κλουβί, μέσα στο οποίο ζει ο ερευνητής, αντικατοπτρίζει πλήρως την ψυχική κατάσταση του ενοίκου του. Με πολλές αναφορές στην επιστήμη του, ο Παπαντώνης μας μεταγγίζει μέσα από σκληρές εικόνες τον οίκτο, τη στοργή, - πιο σωστά - την αγάπη του γι αυτό το «χαμένο» παιδί. Η αφήγησή του έχει μια δύναμη τέτοια, ώστε ο αναγνώστης βουλιάζει μαζί με τον ήρωα στην απόγνωση, νιώθει την ορφάνια του,   υποφέρει με τις αναμνήσεις του και προσπαθεί μαζί του -  ανεπιτυχώς - να τις διώξει, «να σπρώξει έξω απ’ την πόρτα του  με τη σκούπα την ομίχλη που απλώνεται κάθε πρωί στο πάτωμα».


Αν και οι δύο βιολόγοι γράφουν με εντελώς διαφορετικό ύφος, όταν διάβασα το βιβλίο του Παπαντώνη, αμέσως σκέφτηκα τον Μητά. Ίσως, γιατί  και στους δύο η ζωή σε μια ξένη χώρα, σε συνδυασμό με την επιστημονική τους ενασχόληση, ευαισθητοποίησε κάποιες κεραίες τους. Ακόμη, δεχόμενοι πως  η παρατηρητικότητα είναι ένα προσόν απαραίτητο τόσο για την επιστημονική έρευνα, όσο και για τη συγγραφή, μπορούμε να υποθέσουμε πως η παρατήρηση ενός νέου περιβάλλοντος πυροδότησε κάτι που υπήρχε εντός τους και τους ώθησε να γράψουν  - για να ξαναδιαβάσουν τον εαυτό τους, την πραγματικότητα, τις απορίες τους, όπως λέει ο Παπαντώνης σε μια συνέντευξή του.

Εύχομαι και στους δύο καλή συνέχεια! 

Τρίτη 5 Μαΐου 2015

Κι άλλα βιβλία για τη μητέρα

Επειδή μια παλιά ανάρτησή μου (εδώ), η οποία αναφέρεται στον τρόπο που παρουσιάζεται η μητρική φιγούρα στη λογοτεχνία, είναι πολύ δημοφιλής, σκέφτηκα να τη συνεχίσω φέτος, σχολιάζοντας κάποια καινούρια διαβάσματά μου και εκφράζοντας νέες σκέψεις γύρω από το ίδιο θέμα. Ένα θέμα, το οποίο, φαίνεται, απασχολεί πολλούς. Και πώς να μην είναι έτσι, αφού οι γονείς μας αφήνουν τη σφραγίδα τους στην ψυχή μας και καθορίζουν το χαρακτήρα μας, άρα και τη ζωή μας, όχι μόνον με τα γονίδιά τους, αλλά και με τις πράξεις τους, τις επιλογές τους, με τα λόγια τους και τις σιωπές τους, μ’ «αυτό που είναι». 
Η μητέρα του Lucian Freud

Αν και θα μπορούσε να γράψει κανείς πολλά και για την πατρική φιγούρα στη λογοτεχνία, συνεχίζω με τη μητέρα, ίσως επειδή νοιώθω πως για τη διαμόρφωση του δικού μου χαρακτήρα, γι αυτό που είμαι, περισσότερο υπεύθυνη είναι η μητέρα μου…
Και μια και την ανέφερα, να ξεκινήσω με το πρώτο βιβλίο, το οποίο μου τη θύμισε, όπως ήταν στα τελευταία της.
  1. «μεγαλώνοντας», Sophie Fontanel, Εκδόσεις Στερέωμα, 2014. Η συγγραφέας είναι η ίδια η ηρωίδα του βιβλίου της. Καθώς η μητέρα της γερνά και αρχίζει να αποτραβιέται στον δικό της κόσμο, εξαρτάται πια από την κόρη της. Η πολυάσχολη κόρη αναγκάζεται να περνά όλο και περισσότερο χρόνο με τη μητέρα της και φροντίζοντάς την να παρατηρεί πάνω της αλλαγές, οι οποίες είναι σημαντικές για την ίδια την κόρη. Καθώς η μητέρα γίνεται παιδί, η κόρη μεγαλώνει. Πρόκειται για μια μαθητεία, λυτρωτική για την συγγραφέα αλλά και για τον αναγνώστη. Ένα σύντομο, με ουσία στις λίγες σελίδες του  (μόλις 150), απολαυστικό  - σαν το ροζέ κρασί που προτιμά η γηραιά κυρία  - ανάγνωσμα, με γλώσσα που ρέει (οφείλεται, ασφαλώς, και στη μεταφράστρια Ιφιγένεια Μποτουροπούλου).

Πολλά βιβλία έχουν κατά καιρούς  χαρακτηριστεί βλάσφημα, όταν θεωρείται ότι προσβάλλουν  τα ιερά και τα όσια μιας θρησκείας. Ας θυμηθούμε την Πάπισσα Ιωάννα του Ροϊδη και τον «Τελευταίο Πειρασμό» του Καζαντζάκη, όπως και τους Σατανικούς Στίχους του Ρούσντι. Θα μπορούσε και το παρακάτω να θεωρηθεί τέτοιο.

  1. «Η διαθήκη της Μαρίας» Colm Toibin, Ίκαρος, 2014. Στο βιβλίο αυτό μια μητέρα διηγείται πως παρακολούθησε τον αγαπημένο της γιο να οδεύει προς το χαμό του, χωρίς εκείνη να μπορεί να κάνει κάτι γι αυτό. Μέχρι εδώ καλά, αλλά η μάνα δεν είναι άλλη από την Παναγία και ο γιος της είναι ο Χριστός. Αν και η Μαρία του Τομπίν παρουσιάζεται ως μνησίκακη και γεμάτη θυμό, πολύ διαφορετική από την εικόνα της Παναγίας που έχουμε συνηθίσει, το βιβλίο δεν με ενόχλησε - παρά τις καλές σχέσεις που έχω με τη θρησκεία. Ίσως επειδή παρουσιάζει μια μάνα που πονάει γιατί βλέπει το παιδί της να χάνεται για μια υπόθεση, την οποία η ίδια θεωρεί αμφίβολη και μου έφερε στο μυαλό των πόνο όλων των μανάδων που χάνουν τα παιδιά τους σε  πολέμους,  κι επαναστάσεις. Κι αν σκεφτούμε ότι ο Τομπίν είναι Ιρλανδός, με το στόμα της Μαρίας του είναι σαν να μιλά η κάθε Ιρλανδή μητέρα (πράγμα που επισημαίνει στο εξαιρετικό επίμετρό της και η μεταφράστρια Αθηνά Δημητριάδου). Μου θύμισε δε και το αριστούργημα του Γκρόσμαν «Στο τέλος της Γης», όπου μια Ισραηλινή μητέρα θρηνεί για το γιο της, ο οποίος πολεμά. Ο πόνος της μάνας για την απώλεια του παιδιού της είναι ο ίδιος σε όλα τα μήκη και πλάτη.
 
Το πολύ όμορφο εξώφυλλο των εκδόσεων ΙΚΑΡΟΣ


Και μια και μιλάμε για απώλειες, να συνεχίσουμε με το τρίτο βιβλίο, όπου ένας γιος βιώνει την απώλεια της μητέρας του.

  1. «Ημερολόγιο πένθους» Roland Barthes, Εκδόσεις Πατάκη, 2012.  Πρόκειται για ένα πραγματικό ημερολόγιο το οποίο ο Μπαρτ άρχισε να κρατά από την επομένη του θανάτου της μητέρας του (26/9/1977) μέχρι τις 15 Σεπτεμβρίου 1979! Το Ημερολόγιο με γοήτευσε, γιατί κάθε καταγραφή είναι ένα μικρό λογοτεχνικό έργο κι όλες μαζί ένα μνημείο για την αγάπη του γιου προς το μητέρα, η οποία τον μεγάλωσε, μια κι ο πατέρας του σκοτώθηκε όταν εκείνος  ήταν πολύ μικρός. Όταν έχασα το Γιώργο, πολλές από τις καταγραφές του τις «ένοιωσα» σαν δικές μου. Ίσως πει κανείς πως είναι υπερβολική η τόσο μακρά διάρκεια που ο γιος θρηνεί για την απώλεια της ογδονταπεντάχρονης μητέρας του, αλλά, όπως καταγράφει κι ο ίδιος στο ημερολόγιο στις 18 Ιουλίου 1978 « Ο καθείς και ο ρυθμός της θλίψης του».

Η ορφάνια, λοιπόν,  είναι κάτι που μπορεί να το βιώσει κανείς σε κάθε ηλικία κι ας έχουμε συνηθίσει, από τα παιδικά παραμύθια ακόμη, κι αργότερα με τα εφηβικά αναγνώσματα να συγκινούμαστε με τις ιστορίες ορφανών παιδιών που κακοποιούνται, καθώς λείπει η μητρική παρουσία που θα τα προστάτευε από κάθε κακό. Το θέμα της ορφάνιας στη λογοτεχνία είναι ένα θέμα που θα το θίξω σε μια μελλοντική ανάρτηση, όμως αναρωτιέται κανείς, τι είναι καλύτερο για ένα παιδί, να μεγαλώνει χωρίς μητέρα, ή να μεγαλώνει δίπλα σε μια μητέρα, η οποία παλεύει με την ψυχική νόσο. Στο ερώτημα αυτό νομίζω πως προσπαθεί να απαντήσει το επόμενο βιβλίο:

  1. «Το βιβλίο της Κατερίνας» Αύγουστος Κορτώ, Εκδόσεις Πατάκη, 2013. Με το θάνατο της μητέρας ξεκινά και το σπαρακτικό βιβλίο του Αύγουστου Κορτώ. Τον τελευταίο χρόνο, όταν πια ο Γιώργος ήταν πολύ καταβεβλημένος και τον κούραζε το διάβασμα, του διάβαζα το βιβλίο, το οποίο του άρεσε πολύ και μου είπε χαρακτηριστικά για τον συγγραφέα: «Γενναίο παιδί!» Συμφωνώ κι εγώ πως για να προσφέρεις πραγματικά κάτι στη λογοτεχνία πρέπει να εκτεθείς, να εκθέσεις τα μύχια του εσωτερικού σου κόσμου, πράγμα εξαιρετικά οδυνηρό, γι αυτό κι αδυνατούμε να το κάνουμε οι περισσότεροι. Εδώ, ο γιος δίνει φωνή στη μητέρα που βασανίζεται, μα ο αναγνώστης αισθάνεται πως ένα είναι το πρόσωπο που μιλά: μάνα και γιος μαζί, βασανισμένοι κι οι δυο, ενωμένοι όμως με τα ακατάλυτα δεσμά της αγάπης. Μιας αγάπης που κάνει την κάθε λέξη του βιβλίου να πάλλεται σαν καρδιά που αγαπά και να μας πείθει, πως είναι ευλογημένο το παιδί  που αγαπήθηκε τόσο από μια τέτοια μητέρα. Με κλικ πάνω στον τίτλο του βιβλίου θα βρείτε και τα κριτικά σημειώματα που έχουν γραφεί για το καθένα. Καλύτερα, όμως, να διαβάσετε τα ίδια τα βιβλία.

  2. Η Λένα Παπαληγούρα στο ρόλο της Κατερίνας


Χρόνια πολλά στις μανάδες!  Αγαπούν και δυναστεύουν τα παιδιά τους…