Σάββατο 26 Μαρτίου 2016

Μια δεύτερη ανάγνωση

Σήμερα στο μπλογκ γράφει η φιλόλογος Σοφία Πέτσα, η οποία είναι και καλή μου φίλη. Ξαναδιάβασε πρόσφατα την "αστυνομικίνα" κι έγραψε ένα κείμενο. Δεν είναι ακριβώς κριτική, αλλά επειδή μου άρεσε σκέφτηκα, με την άδειά της βέβαια, να το μοιραστώ με τους αναγνώστες του μπλογκ.
Σοφία, σ' ευχαριστώ!


" Η ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΙΝΑ ΕΙΧΕ ΑΓΓΕΛΟ, Ρέα Σταθοπούλου, Εκδόσεις Ωκεανίδα

Οι σκέψεις που ακολουθούν, μου δημιουργήθηκαν λίγες ημέρες μετά από την ολοκλήρωση της ανάγνωσης του βιβλίου, αλλά έγιναν γράμμα δύο χρόνια μετά, όταν το ξαναδιάβασα!

Οπωσδήποτε υπάρχουν λογοτέχνες αφοσιωμένοι στο αστυνομικό μυθιστόρημα και εγκλωβισμένοι στην περιπετειώδη πλοκή. H Ρέα Σταθοπούλου δεν ανήκει σε αυτούς.                                                                                                 
                                                                                                                                                                          

Το εξώφυλλο και ο τίτλος του μυθιστορήματος «Η Αστυνομικίνα είχε Άγγελο» μπορεί να παραπέμπουν σε αστυνομικό ανάγνωσμα. Ωστόσο, ο αστυνομικός γρίφος είναι, κατά κάποιο τρόπο, κομπάρσος στο όλο σκηνικό. Ή, καλύτερα, στύλος, γύρω από τον οποίο τυλίγονται τα άλλα θέματα, μέχρι που, σχεδόν, τον σκεπάζουν. Κατά συνέπεια, η πορεία προς την εξιχνίαση του φόνου ούτε επισκιάζει ούτε εκτοπίζει τη σκιαγράφηση των ανθρώπινων τύπων και του κοινωνικού ιστού. Αντίθετα, την αναδεικνύει. Άλλωστε, η συγγραφέας, λόγω της “μαθητείας” της στη σχολική έδρα, ανιχνεύει με επιδεξιότητα, καθόλου επιτηδευμένα ή μελοδραματικά, το μυστήριο της ανθρώπινης ψυχής και των ανθρώπινων σχέσεων, χωρίς να παρασύρεται σε περισπούδαστο, φτιασιδωμένο και πλαστό ύφος, αφ’ υψηλού διδακτικό. Παράλληλα, συνθέτει τον ιστό μιας πολυμορφικής κοινωνίας, η οποία διατηρεί την ικανότητα αυτοκάθαρσης και αυτοΐασης, με επιβράβευση τη βιωσιμότητά της.

Στο μυθιστόρημα αυτό ο φόνος φαίνεται να ωχριά μπρος στα εγκλήματα που διαπράττουν καθημερινά οι ήρωες του έργου “σκοτώνοντας” ο ένας τον άλλον ή πυροβολώντας από μεμψιμοιρία και ηττοπάθεια τον ίδιο τους τον εαυτό. Παρεμπιπτόντως, με φαινομενικά ανώδυνο αλλά καίριο τρόπο, θίγονται τα κακώς κείμενα της διαρθρωτικής οργάνωσης του Ελληνικού Κράτους και η αδυναμία του να διακρίνει τα ουσιώδη, σε μια νευραλγική για την Αθήνα στιγμή, αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, που κατέληξαν σε προδομένο όνειρο για τον Έλληνα. Με τον απόηχο της φωνής του Τύπου, το δημόσιο και το ιδιωτικό κινούνται σε ευθείες παράλληλες, συγκλίνοντας ή τεμνόμενα με κάθε ευκαιρία. Είναι σαφές ότι το μυθιστόρημα είναι μόνο εκ πρώτης όψεως πιο ανάλαφρο από προηγούμενα έργα της συγγραφέως.                                                                                                                                                                                             
Η ευαισθησία της περιγραφής εξηγείται, ίσως, από το γεγονός ότι η λογοτέχνις χειρίζεται και τον χρωστήρα εξίσου καλά με την πένα, και έχει αυξημένη την έμφυτη ή την εκπαιδευμένη παρατηρητικότητα. Δεινή δημιουργός και στην κουζίνα, συνθέτει ευφάνταστη και ελκυστική μυθιστορηματική πλοκή. Παράλληλα, η μουσική της καλλιέργεια της επιτρέπει να αφουγκράζεται τους ήχους και τον παλμό των ανθρώπινων συναισθημάτων.

Όπως οι χαρακτήρες του μυθιστορήματος αφορούν την κοινωνία «προσωπικά», η προμετωπίδα από το έργο «Η Αγρύπνια», του Δ. Κ. Παπακωνσταντίνου, αφορά προσωπικά καθέναν από εμάς. Και τη Ρέα Σταθοπούλου, φυσικά, η οποία τα τελευταία χρόνια αγωνίζεται σκληρά στον δικό της στίβο, πλάι στον καρκινοπαθή σύντροφό της. Το ζήτημα είναι ποιος θεωρείται καλός ηθοποιός ή καλός λογοτέχνης. Αυτός που υποδύεται ή περιγράφει την πραγματικότητά του;  Ή αυτός που σπάει το φράγμα της και λυτρώνεται από τον καθημερινό του ρόλο μπαίνοντας σε μια άλλη πραγματικότητα, αγγίζοντας, έτσι, περισσότερους συνανθρώπους του και λυτρώνοντας και αυτούς; Η Σταθοπούλου θα μπορούσε να εκφράσει τον εσωτερικό ή εξωτερικό της μικρόκοσμο, που, όπως όλων μας, είναι και ζοφερός, και να μείνει στο μικρό, το περιορισμένο και το απαισιόδοξο. Η ίδια, όμως, γαντζώνεται από το χιούμορ και τον ρεαλισμό (σύμπτωση το ομόηχο του ονόματός της!) και με αυτά πολεμά τη σκοτεινή σκέψη. Έτσι, η προμετωπίδα αντικατοπτρίζει τη φιλοσοφημένη αντιμετώπιση της ζωής, με την έννοια ότι τίποτε δε μας ξαφνιάζει, όλα είναι εν δυνάμει αναμενόμενα και, επιπλέον, μας προκαλούν να τα αντιμετωπίσουμε.     

Η Εύη Κουκλάκι, ως όργανο της τάξης, κρατώντας όπλο βρίσκει την άκρη στο νήμα του φόνου. Στην ιδιωτική της ζωή βγαίνει από τα αδιέξοδα έχοντας όπλο της το γέλιο, αλλά και τον χορό μπροστά στον καθρέφτη. Ο Ζαχαρίας, ο άστεγος καρκινοπαθής, ως εξιλαστήριο θύμα, πληρώνει άλλων αμαρτίες. Πυροβολεί συμβολικά τον εγωκεντρισμό του ως χρόνιου, καταδικασμένου ασθενή και τον μετουσιώνει σε ενσυνείδητο αλτρουισμό. Επωμίζεται, για να τα ενταφιάσει μαζί του, και τη δική μας εγωπάθεια και τα σφάλματά μας και τα εγκλήματα που διαπράττουμε εις βάρος της Φύσης ως άνθρωποι-δράστες. Από την άποψη αυτή, τα όρια ανάμεσα στο μυθιστόρημα αυτό και την ίδια τη ζωή είναι ελαστικά ή και ανύπαρκτα.

Αναμφίβολα, εκείνη που εντοπίζει τους πραγματικούς φονιάδες της καθημερινής πράξης, είναι η ίδια η Ρέα Σταθοπούλου. Μόνο που, με μαεστρία, περνάει το όπλο στον αναγνώστη της, για να τους πυροβολεί εκείνος σε κάθε ευκαιρία:
Get a gun and hold it tight! Στην ανάγκη, στρέψε το και προς τους κακούς δαίμονες που «κουβανείς μες στην ψυχή σου…», όπως λέει και ο Καβάφης!  Και πρώτα απ’ όλα, προς τον φόβο του θανάτου.

Ο Γιώργος Σταθόπουλος, σαν άλλος Ζαχαρίας, gets a gun and holds it tight!                           
Μέχρι το τέλος, όποτε και να έρθει αυτό.

Λένε πως η επιτυχία της αποστολής ενός λογοτεχνήματος μετριέται όχι ανάλογα με αυτό που θέλει να πει ο λογοτέχνης στον αναγνώστη, αλλά με αυτό που, εν τέλει, του είπε.                                           Ας με συγχωρήσει η συγγραφέας και καλή μου φίλη, αν αυτά, τα ανεκτίμητα, που μου είπε, ήταν περισσότερα, λιγότερα ή διαφορετικά από εκείνα που ήθελε να μου πει...   
                                                                                                                               2013
                                                                                       
Γράφει ο Εμπειρίκος:
 «……(οἱ Ἕλληνες)….
πρῶτοι θαρρῶ αὐτοί στόν κόσμον ἐδῶ κάτω
ἔκαναν οἶστρο τῆς ζωῆς τόν φόβο τοῦ θανάτου.»

Ο Γιώργος Σταθόπουλος έκανε οίστρο της ζωής τον φόβο του θανάτου, πριν να φύγει από κοντά μας σαν σήμερα, εδώ και δύο ακριβώς χρόνια.
«Μηδένα προ του τέλους μακάριζε», έλεγε ο αρχαίος σοφός.
Ο Γιώργος, ο δικός μας άγγελος, εξακολουθεί να είναι μέσα μας, μακάριος και μετά το τέλος...

                                                                                                             3 Φεβρουαρίου 2016               
                                                                                                                          Σ.Π. "